Πατρίδα, να με συμπαθάς

Η πρώτη μου επαφή με την πατρίδα ήταν όταν ήμουν παιδί. Στις σχολικές γιορτές με τα γαλανόλευκα σημαιάκια και με τα άλλα, τα κίτρινα με το δικέφαλο αετό. Θυμάμαι καλά το άγχος μου αν θα καταφέρω να μάθω απ’ έξω το ποίημα -βάσανο τεράστιο. Την αγωνία μου λίγο πριν ανέβω στο ξύλινο πατάρι να το εκφωνήσω και την ανακούφισή μου όταν το μαρτύριο είχε τελειώσει οριστικά.

Πατρίδα, να με συμπαθάς
ΠΡΟΒΟΛΗ

Έπειτα, στις μαθητικές παρελάσεις. «Βάλε αυτή την μπλούζα, αγόρι μου, δεν έχουμε λευκή, τι να κάνουμε τώρα;», θυμάμαι τη μάνα μου να μου λέει κι εγώ να οδύρομαι που θα είμαι ο μόνος με μπεζ μπλούζα σε όλη την παρέλαση, που θα ντροπιάσει την πατρίδα.

Αλλά αυτό ήταν μόνο η (αμήχανη) αρχή. Ο δάσκαλος στο δημόσιο σχολείο, ο άριστα εκπαιδευμένος από την πατρίδα, είχε μια κάπως παράξενη μέθοδο να μας συνετίζει όταν ήμασταν άτακτοι: μας τραβούσε τα αυτιά, στρίβοντάς τα δυνατά. Στο τέλος κάθε χρονιάς εγώ και οι συμμαθητές μου καταλήγαμε με τα αυτιά ξεκολλημένα. Και με ένα μίσος βαθιά μέσα μας για τους δασκάλους και για το σχολείο.

Λίγο αργότερα, στην προετοιμασία μου για τις Πανελλαδικές, συνάντησα την πατρίδα ξανά. Η καθηγήτριά μου της Ιστορίας κάλεσε στο σχολείο τη μητέρα μου να της ανακοινώσει ότι ο γιος της έχει πρόβλημα: δεν μπορεί να αποστηθίσει τις σελίδες του βιβλίου και αν δεν το προσπαθήσει θα αποτύχει στις εξετάσεις. Τι ήταν να της το πει, η παπαγαλία έγινε ο υπέρτατος στόχος, το άγιο δισκοπότηρο του μέλλοντός μου, που αν δεν κατάφερνα να το ανακαλύψω δεν θα είχα το δικαίωμα να ελπίζω σε τίποτα.

Πείσμωσα και τα κατάφερα, αλλά είχα διέξοδο σε όλο αυτό: τη μουσική. Ήδη από παιδιά με τον αδελφό μου γράφαμε τραγούδια, σαν παιχνίδι. Και καθώς μεγαλώναμε, το παιχνίδι έγινε ζωή. «Αυτό θέλω να κάνω, αυτό αγαπάω!», φώναζε η ψυχή μου. Και επειδή τα ακούσματά μας ήταν κατά βάση αγγλόφωνα, η σκέψη ήρθε αβίαστα: «Θα πάμε στην Eurovision». Βάλαμε, λοιπόν, τα δυνατά μας και γράψαμε μια έξοχη αγγλόφωνη μπαλάντα αμερικανικού τύπου.

Το τραγούδι μας κατατέθηκε στη δημόσια τηλεόραση και προκρίθηκε στα 10 επικρατέστερα του ελληνικού τελικού. Στον τελικό, όμως, και σε πανελλήνια τηλεοπτική μετάδοση, τα αποτελέσματα μαγειρεύτηκαν εξώφθαλμα από την παρουσιάστρια, που «πείραξε» τα νούμερα της ψηφοφορίας όπως ήθελε, βγάζοντας νικητές άλλους και όχι εμάς, που είχαμε έρθει πρώτοι. Η πατρίδα τα είχε κανονίσει κάπως αλλιώς.

Απογοητευμένος, είπα να κάνω τη θητεία μου (για να τελειώνω) και παρουσιάστηκα στο Ναυτικό. Κι εκεί, όμως, δεν άργησα να τη συναντήσω. Είχα μόλις πάρει την πρώτη μου μετάθεση, για ένα ναρκαλιευτικό, ένα παμπάλαιο καράβι πενήντα μέτρων όλο κι όλο, αγορασμένο από την πατρίδα πολλές δεκαετίες πριν. Δεν ήταν μια ευνοϊκή μετάθεση, συχνά-πυκνά μπαρκάραμε για ασκήσεις στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, ενώ άλλοι, τα παιδιά των φίλων της πατρίδας, κατέληγαν σε κάποιο γραφείο στη στεριά, πολύ κοντά στο σπίτι τους.

Αλλά και όταν το καράβι άραζε στο ναύσταθμο, οι σκοπιές και οι αγγαρείες ήταν βαριές (ήμασταν δέκα ναύτες όλοι κι όλοι και τριάντα μόνιμοι τα περίμεναν όλα από εμάς). «Δεν θα μείνω και πολύ εδώ», σκέφτηκα, «η πατρίδα θα φροντίσει να μου στείλει τη μετάθεσή μου». Και κάθε τρεις μήνες ερχόταν μετάθεση για οποιονδήποτε άλλον εκτός από μένα. Ναύτες μπαίναν - ναύτες βγαίναν, εγώ εκεί. Απολύθηκα από το καράβι αυτό 18 ολόκληρους μήνες μετά, όντας πιο «παλιός» ακόμα κι από τον κυβερνήτη και απορώντας: Μα τι επιτέλους έχω κάνει στην πατρίδα και με μισεί τόσο;

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, είχα ήδη διανύσει τρεις δεκαετίες από τη ζωή μου. Δεν το ’βαλα κάτω, όμως. Ήθελα να ζήσω με τη μουσική (και από τη μουσική) και τα έπαιξα όλα για όλα για να τα καταφέρω -να τα καταφέρουμε. Και για κάποια χρόνια το πετύχαμε. Σύντομα όμως ήρθε η πρώτη κρίση της δισκογραφίας, η λεγόμενη «κρίση του CD», που άλλαξε όλη την αγορά.

Και αμέσως μετά, ακολούθησε η παγκόσμια οικονομική κρίση, που στη χώρα μας έλαβε διαστάσεις ανθρωπιστικής κρίσης. Η πατρίδα μάς ζήτησε ταπεινά συγγνώμη, αλλά πτωχεύσαμε και το μάρμαρο δεν θα το πληρώσουν ασφαλώς οι έχοντες και κατέχοντες, αλλά όλοι εμείς. Και φυσικά, κανένας από αυτούς που μας χρεοκόπησαν δεν θα πάει στη φυλακή -ή μάλλον θα πάει ένας. Έτσι, για ξεκάρφωμα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η γνωστή εταιρία των πνευματικών δικαιωμάτων, που με την ανοχή και τις πλάτες της πατρίδας αποτελούσε για δεκαετίες μονοπώλιο στη χώρα, ανακοινώθηκε ότι διώκεται ποινικά ως εγκληματική οργάνωση, έχοντας επί σειρά ετών καταχραστεί τα χρήματα χιλιάδων δημιουργών και των οικογενειών τους και αφήνοντάς τους πλέον στο δρόμο.

Από τότε μέχρι σήμερα (και φυσικά δεν είμαι ο μόνος) κάνω δύο και τρεις δουλειές για να συμπληρώσω το μισθό μίας, μονίμως με τη γλώσσα έξω και κάνοντας το σταυρό μου (που δεν τον κάνω) να είμαι γερός, γιατί αλλιώς χάθηκα. Προσπαθώ να μην παραιτηθώ από τα όνειρά μου κι από όσα αγαπώ, να μην πάψω να είμαι αυτός που είμαι.

Να σφίγγω τα δόντια και να συνεχίζω να ζω και να αναπνέω ανάμεσα στους πάσης φύσεως «πατριώτες». Αυτούς που έβαλαν το αυγό του φιδιού στον κόρφο μου. Που χτύπησαν μέχρι θανάτου κάποιον σαν τον Ζακ και μπόρεσαν να κοιμηθούν το ίδιο βράδυ. Που τόλμησαν να αγγίξουν κάποια κορίτσια πάρα τη θέλησή τους, ήσυχοι ότι από φόβο θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό.

Και όλα αυτά, έχοντας πάντα απέναντί μου την πατρίδα, που ποτέ δεν ανέλαβε τις ευθύνες της για τίποτα απ’ όλα αυτά, άλλοτε να μου κουνάει το δάχτυλο για τη δική μου προσωπική ευθύνη κι άλλοτε να με συγχαίρει για τις «θυσίες» που έχω κάνει για τη δική της σωτηρία (έτσι αποκάλεσαν την κλοπή της ζωής μου) μέσα από τους διαχρονικούς εκπροσώπους της: τους πολιτικούς και τα Μέσα που τους συντηρούν.

Φέτος, λοιπόν, που είναι η επέτειος των 200 χρόνων από την απελευθέρωση αυτής της πατρίδας, μη μου ζητάτε να γιορτάσω μαζί της. Είναι σαν να μου λέτε να πάω στο πάρτι κάποιου που δεν συμπαθώ και που από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου διαρκώς με πληγώνει. Η πατρίδα αυτή δεν έγινε ποτέ αυτή που οραματίστηκαν οι γνήσιοι επαναστάτες του ’21. Kαι σήμερα, αυτοί που καταδικάζουν το όραμα και της δικής μας γενιάς, ετοιμάζουν και γιορτή για να τους τιμήσουν και μας καλούν; 

Γιορτάστε μαζί τους εσείς οι «πατριώτες». Εγώ δεν θα πάρω. Πατρίδα, να με συμπαθάς. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να αλλάξεις για να γίνεις μια μέρα και δική μου.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ