Και τι θα πει “παραγραφή κακουργήματος”, στο κάτω-κάτω;

Προτού προλάβουν ν’ αναθεματίσουν, απ’ τον τίτλο κιόλας, ολόκληρο το άρθρο νομικοί, νομοθέτες, νομοδιδάσκαλοι και λοιποί υπηρέτες του νόμου, σπεύδω να ξεκαθαρίσω: Αντιλαμβάνομαι πλήρως τη χρηστική σημασία της παραγραφής. Το σύστημα που υπερφορτώνεται, τη δυσκολία στη διερεύνηση, την ευθύνη τέλος πάντων του πολίτη να βρίσκεται σ’ εγρήγορση. Όλα δεκτά κι ωστόσο στο φινάλε, δεν παύει να ‘ναι αλήθεια επίσης πως: Σ’ ένα κεφάλαιο, ο νόμος που γράφτηκε για να υπηρετεί το δίκιο, είναι βαθιά κι ολωσδιόλου άδικος!

Και τι θα πει “παραγραφή κακουργήματος”, στο κάτω-κάτω;
ΠΡΟΒΟΛΗ

Στη δική μου σκέψη, πέρα απ’ το προφανές (ο ένοχος δεν βρίσκει τιμωρία), είναι επιπλέον άδικο για τρεις λόγους. Κι ο πλέον προφανής, ο πλέον ακούσιος μα κι ο πλέον εξοργιστικός:

1. Προσφέρει ένα θρασύ άλλοθι στον “παραγεγραμμένο” εγκληματία

Αυτό δεν είναι φυσικά ευθύνη καθαρή του νομικού συστήματος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πειραγμένης κοινής λογικής που έχτισε μες στα χρόνια η ανθρώπινη ρητορική. “Αφού δεν κρίθηκε ένοχος, τότε θα ‘ναι αθώος” έχει μάθει να σκέφτεται ο άνθρωπος, κι αυτή η σκέψη του σε γενικές γραμμές δεν είναι λανθασμένη. Το κέρμα ή στην κορόνα κάθεται, ή στα γράμματα. Μόνο που εδώ κάνει εμφάνιση η “παραγραφή”, κι αρπάζει το νόμισμα προτού να πέσει στο έδαφος. “Δεν θα το στρίψουμε”, σου λέει, “έχουμε να πάμε αλλού, ετούτο πάλιωσε, δεν ενδιαφέρει”. Το λοιπόν, κέρμα δεν έπεσε, δεν έγραψε τίποτα, κι άρα δεν έγραψ’ ένοχος. Που πάει να πει, αρπάζει το παράλογο δικαίωμά ο κατηγορούμενος, να βγει και να φωνάξει: “Έλαμψε η δικαιοσύνη, αθώος, αθώος, συκοφαντία!”. Κι ενώ κανείς δεν τον αθώωσε (απλώς κανείς δεν ασχολήθηκε), αυτός όχι μονάχα παίζει με τη νοημοσύνη μας, αλλά ζητάει και τα ρέστα.

Το χειρότερο απ’ όλα δε, σ’ αυτή την ιστορία, είναι πως δημιουργεί στον εγκληματία κι αξιώσεις. Αφήνεται η δικαιοσύνη δηλαδή να δαμαστεί απ’ τον πανδαμάτορα, και στο μυαλό του βιαστή, του παιδεραστή, του δολοφόνου, αρχίζει να δημιουργείται ένα αίσθημα “αδικίας” αν του χαλάσεις τη ζωούλα του μετά είκοσι έτη. “Περασμένες ιστορίες, εγώ τώρα έφτιαξα οικογένεια, μπήκα σε μια σειρά, γιατί μου τη χαλάτε; Δεν είμαι πια τέρας. Έκανα λάθος τότε; Ξεχάστε το!”. Πελώριο θράσος, μα κάπου βρίσκει να πατήσει για να το ‘χει. Για να μη νιώθει φόβο, να μη νιώθει απειλή, για να μπορεί να κοιμηθεί χωρίς ανησυχίες…

Ωστόσο είπαμε, αυτά δεν είν’ ευθύνες τη δικαιοσύνης τόσο, όσο της λογικής που δεν μας περισσεύει. Το επόμενο όμως είναι.

2. Δεν γίνεται να ορίζεις την επιστήμη σου, χωρίς να παίρνεις σοβαρά τις άλλες επιστήμες.

Αν σήμερα σου λεν ψυχίατροι πως: “Θέλει κουράγιο τρομερό, θέλει μεγάλη μάχη με τον εαυτό σου, χρόνια να πολεμάς τις άμυνές του για να βγεις και να μιλήσεις, για να κατηγορήσεις και να φτάσεις ως το δικαστήριο”, εσύ από πού κι ως πού θα ορίσεις προθεσμία δεκαπέντε – είκοσι χρόνια; Αν θέλει ο άνθρωπος τόσα και παραπάνω για ν’ αντιμετωπίσει το τραύμα, την πληγή, το φόβο και την κοινωνία, εσύ με τι δικαίωμα του βάζεις φρένο κι όριο στ’ όνομα της δικαιοσύνης; Πώς του αρνείσαι τη ζυγαριά, επειδή “άργησε” να ‘ρθει να στη ζητήσει; Τι είναι το δίκιο; Μαγαζί μ’ ωράριο, ή προϊόν με ημερομηνία λήξης; Θα ‘λεγες ποτέ σε κάποιον που του κατέστρεψαν τα πόδια: “θα ‘πρεπε να ‘χες περπατήσει γρηγορότερα”; Γιατί λες: “θα ‘πρεπε να ‘χες βρει το θάρρος γρηγορότερα”, σ’ αυτόν που του χαράξαν την ψυχή του;

Κι έπειτα, να πούμε και μιαν αλήθεια. Άνθρωπος είν’ ο δικαστής και άνθρωπος το θύμα. Ο κόσμος που βλέπεις γύρω σου, σ’ επηρεάζει. Ήταν το ίδιο να μιλήσεις στο έμπα του 2000; Το ίδιο είναι σήμερα; Τώρα είν’ ο καιρός, τώρα βάζει πλάτη η κοινωνία, τώρα το νιώθεις πως δεν είσαι μόνος σου εσύ απέναντι σ’ εκείνον (που ίσως να ‘ναι δυνατός, να ‘ναι ισχυρός, να σε κρατάει). Τώρα είναι πολλοί απέναντι στο θύτη. Τώρα, πώς γίνεται να λες στο θύμα: “Πάει το έγκλημα, πέρασε…”; Ακόμα περισσότερο, πώς γίνεται να λες στο θύτη:

3. “Κρύψου και τη γλύτωσες!”

Κρύψου. Καλύψου. Απείλησε. Πλήρωσε. Φρόντισε να μη βγει φόρα παρτίδα στα κοντά. Κοίτα να ξεχαστεί, θα ‘ναι σαν να μην έγινε. Στη βράση κολλάει το σίδερο, κι άμα κρυώσει μη φοβάσαι. Εκμεταλλεύσου τον καιρό, την εποχή, τα μέσα. Αν τώρα που το έκανες, ο κόσμος είναι γεμάτος από “πήγαινε γυρεύοντας”, από “ας έφευγε” κι από “καλά να πάθει”, όταν ο κόσμος θα γεμίσει συμπαράσταση θα ‘χεις βγει λάδι. Θα ‘χει περάσει ο καιρός, θα ‘χει κρυώσει το σίδερο. Η δικαιοσύνη δεν σε βλέπει. Παραγράφηκες. Μονάχα η ψυχούλα του θύματος δεν παραγράφει, μα τι ψυχή έχει μα ψυχή; Εσύ είσαι αθάνατος…

Όχι, κύριοι. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να παραγράφει. Σε κανενός σκοπού το όνομα, αν θέλει να κρατάει το δικό της.
Πόσο μάλλον για λόγους λειτουργικούς και για αιτίες “διαδικασίας”. Δεν γίνεται να παραγράφει. Όχι για κακουργήματα. Όχι όταν πρόκειται κακούργοι να γυρίζουν ελεύθεροι κι “αθώοι”, επικαλούμενοι μ’ ασφάλεια το όνομα του νόμου.

Υ.Γ. Δεν είμαι νομικός και δεν σκοπεύω να το παίξω ξύπνιος. Αρθρογράφος είμαι και σκοπεύω να παραμένω προβληματισμένος. Αν κάποιος έχει  όρεξη να μου εξηγήσει πώς και γιατί τα παραπάνω είναι λάθος, χαρά μεγάλη να δεχτώ το mea culpa και ν’ ανοίξω το παράθυρο σ’ έναν πιο δίκαιο κόσμο.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ