ΠΙΣΤΕΨΕ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Τι είναι το ΚΕΘΕΑ; Αν το σκεφτείς απλά είναι μια διέξοδος στη ζωή. Η δημοκρατική διαδικασία αντιμετώπισης ενός δυνάστη, ενός εξουσιαστή όπως η πρέζα. Γιατί πρέπει να υπάρχει το ΚΕΘΕΑ; Όχι μόνο γιατί βοηθά τους τοξικοεξαρτημένους να καθαρίσουν, αλλά γιατί μαθαίνει τους ανθρώπους να ζουν. Να ζουν με ανθρώπους, σε δομές, να μοιράζονται τα προβλήματα τους και να συναποφασίζουν για τη ζωή τους.
Είναι που λέτε κάτι περίεργα πλάσματα, που ζουν στα έγκατα της γης και εμφανίζονται κάθε φορά που η κρίση μυρίζει ευκαιρία. Δεν είναι ούτε ψηλά, ούτε κοντά. Δεν έχουν πολλές τρίχες. Μιλούν μια περίεργη γλώσσα. Στην πραγματικότητα είναι άναρθρες κραυγές στη σειρά, χωρίς να βγαίνει νόημα. Αν όμως κάποιος ακούσει με πολλή προσοχή τις κραυγές τους, θα καταλάβει ότι σαν να έρχεται από τα έγκατα της γης, ακούγεται ένα μακρόσυρτο: «περισσότερη λιτότητα. Μέτρα και άλλα μέτρα. Κόψτε μισθούς, κόψτε συντάξεις, κόψτε τα λεφτά που δίνετε για το κοινωνικό κράτος».
To περίφημο «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», αυτό το Ελληνικό σχέδιο για τον πολυπόθητο μετασχηματισμό της Οικονομίας, με χρηματοδότηση από το περιβόητο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα Μνημόνιο. Είναι ένα Μνημόνιο με τα όλα του. Με τα δάνειά του και τις δεσμεύσεις του. Τα ορόσημά του και τις υποχρεωτικές μεταρρυθμίσεις του. Τα προαπαιτούμενά του και τις υποχρεώσεις του. Και βέβαια για να μην ξεχνιόμαστε, η σύναψη συμφωνίας με τους Ευρωπαίους Εταίρους, προϋποθέτει τον έλεγχο για την πορεία υλοποίησης των δεσμεύσεων από τους ελεγκτές των Ευρωπαϊκών Θεσμών.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι μετά από ένα χρόνο πανδημίας υπήρχε τρόπος ώστε η οικονομία να μην υποστεί ζημιά; Σίγουρα δεν θα μπορούσε. Η ζημιά που έχουν υποστεί οι οικονομίες των χωρών είναι τεράστια, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που έχουν επιβληθεί παγκοσμίως. Τεράστια είναι και η αβεβαιότητα για το μέλλον.
Είναι εποχές που ο καθένας μπορεί ελεύθερος να λέει την άποψη του και στα καφενεία να τσακώνεται για το αν η παρόλα του έχει κάποια αξία. Είναι όμως και εποχές που η παρόλα του καθενός μπορεί να επηρεάσει τη ζωή δεκάδων ή και εκατοντάδων. Ζούμε τις δεύτερες εποχές, αυτές που οι παρόλες κάποιων παίζουν ρόλο στις ζωές πολλών.
Μία από τις σημαντικότερες αρετές για έναν πολιτικό, είναι η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης που του αναλογεί μπροστά στα γεγονότα. Όσοι έγραψαν το όνομα τους στις σελίδες της ιστορίας, ήταν γιατί την κρίσιμη στιγμή ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη. Σε αυτή την παραδοχή δεν χωρά «ναι μεν αλλά» για κανέναν πολιτικό. Όταν παίρνεις την απόφαση να μετέχεις στην πολιτική, αυτόματα αναλαμβάνεις και την πολιτική ευθύνη των αποφάσεων σου ή των παραλείψεων σου.
Προσπαθώντας να κερδίσεις τη δυστοπία που μας πολιορκεί, παλεύεις καθημερινά με νέες δυσκολίες, διαφορετικές από αυτές που είχαμε συνηθίσει.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, ενώ βρισκόμαστε σε περίοδο νέας έξαρσης της πανδημίας, δείχνουν ότι η μόνη στρατηγική που υπάρχει για την έξοδο από την κρίση είναι «υπομονή πανδημία είναι θα περάσει». Σχεδόν ένα χρόνο μετά το πρώτο lockdown και τέσσερις μήνες από τη στιγμή που η κυβέρνηση μας έβαλε σε αυστηρή καραντίνα, αλλά μάλλον ξέχασε να μας βγάλει, διαπιστώνει κανείς ότι το μόνο σχέδιο είναι, πως δεν υπάρχει σχέδιο. Μετά από όλα αυτά, από χθες μάθαμε και ότι στον ελεύθερο χρόνο κολλάει, στη δουλειά δεν κολλάει και αν αναρωτιέσαι ποιος το έχει πει η απάντηση είναι ξεκάθαρη: ένας από το χωριό δεν τον ξέρεις. Τόσο απλά!
Στην οικονομία, όπως και στη ζωή άλλωστε, η ικανότητα να προβλέπεις τα μελλούμενα είναι από τις βασικές αρετές που μπορεί να σε γλιτώσει από πολλές κακοτοπιές. Όχι με χειρομαντεία, ρίχνοντας τα χαρτιά, βλέποντας τη μαγική σφαίρα ή διαβάζοντας το αυγό (ναι υπάρχει και αυτή η τεχνική). Δεν χρειάζεται να έχεις μαντικές ικανότητες, ούτε να έχεις ανεπτυγμένες αισθήσεις που δεν έχουν οι υπόλοιποι άνθρωποι. Χρειάζεται μόνο γνώση, εμπειρία, τεχνική και καμία φορά, αντίληψη των πραγμάτων.
Άνθρωπος απέναντι σε όσους αμφισβητούν τον άνθρωπο. Αυτή είναι η επιλογή όσων εδώ και καιρό έχουν πάψει να πέφτουν από τα σύννεφα. Αυτών που δεν εντυπωσιάζονται από την απανθρωπιά του κόσμου. Αυτών που δεν υποτιμούν, δεν υποβιβάζουν, δεν ρίχνουν στον Καιάδα, τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους. Που δεν λοιδορούν όσους δεν λάμπουν εφήμερα.
Μετά από 115 ημέρες καραντίνας και ενώ κυβερνητικοί παράγοντες ποτίζουν το άνθος της αισιοδοξίας, διαμηνύοντας αριστερά και δεξιά ότι «βγαίνουμε μωρό μου βγαίνουμε» από την καραντίνα, ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε την Τρίτη 23 Φεβρουαρίου, 2.147 νέα κρούσματα.
Τι σημαίνει άραγε πολιτική ευθύνη; Είναι η ανάληψη και του ηθικού βάρους των συνεπειών που προκλήθηκαν από τον κρατικό λειτουργό στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του; Αποτελεί πολιτική ευθύνη η λάθος επιλογή προσώπου στη θέση του επικεφαλής ενός φορέα; Ποιο είναι το κρίσιμο σημείο όπου οι πράξεις ενός προσώπου βαραίνουν και όσους το επέλεξαν για να αναλάβει συγκεκριμένα καθήκοντα; Ποιον βαραίνει η ευθύνη για το γεγονός ότι σε έναν φερόμενο ως κατά συρροή βιαστή, παιδόφιλο, ο οποίος ασκούσε βία, με εμμονή και εγκληματική ροπή για πολλά έτη, εκμεταλλευόμενος την επαγγελματική του ιδιότητα, εδόθησαν εξουσίες τέτοιες με τις οποίες θα μπορούσε να ικανοποιήσει το εγκληματικά αρρωστημένο πάθος του;
Κάθε πανευρωπαϊκή μέτρηση κοινής γνώμης το τελευταίο διάστημα καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: «με φόντο τη συνεχιζόμενη πανδημία, οι πολίτες παραμένουν απαισιόδοξοι». Μεταξύ των απαισιόδοξων, την πρωτιά την έχουν οι Έλληνες.
Η σαπίλα που έχει πνίξει πολλούς τομείς της Ελληνικής κοινωνίας αποκαλύπτεται κάθε τρεις και λίγο με διάφορες αφορμές. Τη μία είναι η διαφθορά, την άλλη είναι τα οικονομικά σκάνδαλα, την τρίτη η προώθηση των ημετέρων, την άλλη το δίκιο του δυνατού και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Τώρα τελευταία, οι μονίμως εμβρόντητοι από τις αποκαλύψεις νοικοκυραίοι, πέφτουν από τα σύννεφα με τις αποκαλύψεις σεξουαλικής βίας στον αθλητισμό, στο θέατρο, στη δημοσιογραφία.
Η κυβέρνηση και οι υπουργοί της, με εκπληκτικά ταχείς ρυθμούς, διολισθαίνουν σε ένα καθεστώς διακυβέρνησης πέρα από νόμους και διαδικασίες.
Είναι φρικιαστικές οι ιστορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Όλες ανεξαιρέτως. Ο ασκός άνοιξε και βγάζει όλη τη σαπίλα της δήθεν προοδευτικής κοινωνίας μας. Μόνο ως ευκαιρία μπορούμε να το δούμε. Τα υπόλοιπα «ναι μεν αλλά» και τα «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω», είναι απλά προφάσεις εν αμαρτίαις.
Η πολιτική που ασκείται τώρα δεν είναι ούτε ακορντεόν, ούτε φαγκότο, ούτε τσέμπαλο ούτε τίποτα. Είναι αυτή του ντόμινο. Το ένα λάθος φέρνει τ’ άλλο και τα δυο... στα μούτρα μας.
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο. Όχι για τους συνήθεις λόγους που έχουμε μάθει να λέμε τους τελευταίους 11 μήνες. Την πορεία του ιού, την αύξηση των κρουσμάτων, την εξάπλωση της πανδημίας, την πίεση στο ΕΣΥ, την καταστροφή της οικονομίας, την ψυχολογική πίεση των έγκλειστων. Οχι. Ήταν κρίσιμο γιατί από την απαγόρευση του take away, μέχρι το γλεντοκόπι της Ικαρίας, ήταν μια ανεμελιά δρόμος.
Το πρόβλημα δεν είναι αν θα με κλείσεις Σαββατιάτικα μέσα από τις 6 το απόγευμα, ενώ μπορώ να γυρνάω τις καθημερινές στις 9 από τη δουλειά μου. Το πρόβλημα είναι ότι το μόνο που νιώθω να κάνεις τους τελευταίους μήνες, είναι να με αποτρέπεις από οποιαδήποτε δραστηριότητα έχει να κάνει με τον πολίτη και όχι με τον πελάτη. Να περιορίζεις τις ελευθερίες μου. Να μου στερείς οποιαδήποτε δημόσια επαφή με την τέχνη. Να μου φορτώνεις στην πλάτη μου όλη την ευθύνη της αποτυχίας σου.
«Και σε όποιον δεν του αρέσει ας μου παραδώσει τα κλειδιά», αναφώνησε έμπλεος αγανάκτησης και γεμάτος απογοήτευση, ο υπουργός επί της Αναπτύξεως. Ήταν προφανές ότι ο επικοινωνιακά υπερκινητικός υπουργός, κατά τη διάρκεια της τηλεοπτικής του εμφάνισης, ήταν αδύνατο να χωρέσει στο μυαλό του την αγνωμοσύνη των επαγγελματιών του χώρου της εστίασης. Όσο και αν οι ομοτράπεζοί του προσπαθούσαν να του μεταφέρουν τα προβλήματα των επιχειρηματιών της εστίασης, του ήταν αδύνατο να το αποδεχθεί.
Η προστασία της ζωής και η διασφάλιση της υγείας δεν μπαίνουν σε καμία ζυγαριά. Δεν υπάρχει θέμα συζήτησης. Η υγεία προηγείται! Είναι δεδομένο ότι θα πρέπει να γίνουν όσα πρέπει για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και τη διασφάλιση των απαραίτητων συνθηκών, προκειμένου το Εθνικό Σύστημα Υγείας να αντεπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες.