ΠΙΣΤΕΨΕ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Δεν είμαστε μόνο ό,τι τρώμε. Είμαστε και ό,τι ψηφίζουμε.
Δύο μήνες πλέον προ των εκλογών, θα ήθελα να μοιραστώ δυο-τρία πράγματα για να μην παιδευόμαστε και να μην μπερδευόμαστε, που αφορούν τα δύο «μεγάλα κόμματα», τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί διεκδικούν την εξουσία, ένα από τα δύο θα την έχει, ακόμα και ως κύριος κορμός.
Και έτσι ξαφνικά, μετά το πολύνεκρο, άδικο, τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, οι παρουσιαστές -στα κραυγαλέως ελεγχόμενα από την εξουσία Μέσα- έκαναν την επανάστασή τους.
Τέσσερα σχεδόν χρόνια με Κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, πού βρισκόμαστε αισθητικά και κοινωνικά; Ξεχώρισα τις πιο διαδομένες τάσεις και πεποιθήσεις και σας τις παραθέτω χωρίς λογοκρισία, ακριβώς όπως γράφονται και λέγονται εδώ κι εκεί.
Υποτίθεται πως η πλειοψηφία των ψηφοφόρων στην Ελλάδα, είναι δημοκρατική. Στα πόσα ψέματα αυτοί οι ψηφοφόροι θίγονται; Στα πόσα αγανακτούν; Γιατί παρατηρούμε πως τα αντανακλαστικά της πλειοψηφίας του δημοκρατικού κόσμου είναι απονευρωμένα και σιωπηρά; Ένας ολόκληρος κόσμος παρακολουθεί εδώ και 3 χρόνια βουβός και πειθήνιος τα περισσότερα αίσχη που έχουν γίνει από κυβέρνηση τα τελευταία 40 χρόνια. Γιατί δεν αντιδρά;
Τα τελευταία τρία χρόνια -από τη στιγμή δηλαδή που αυτή η κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία- παρατηρώ πως έχει μια πολύ περίεργη, ιδιότυπη και ύποπτη σχέση με τα παιδιά.
Καχύποπτος δεν είμαι. Πόσο μάλλον γενικευμένα καχύποπτος ή συνωμοσιολογικά προσκείμενος στα γεγονότα. Αλλά πλέον έχει περάσει ο καιρός και τα πράγματα έχουν πλέον ξεκαθαρίσει τις προθέσεις, αν και γίνονται όλο και πιο ομιχλώδη: Κάτι τρέχει με αυτή την κυβέρνηση και τα παιδιά.
Υπηρέτησα στον Έβρο. Η μητέρα μου ακόμα λέει πως το όνομά μου στο μηχανογραφικό έντυπο της μετάθεσης είχε γραφτεί με στυλό και blanco. Κάποιος άλλος ήταν να πάει εκεί και στη θέση του προτίμησαν να πάω εγώ.
Επί Μητσοτάκη. Πατρός.
Μπορεί να γράφω σε προσωπικό τόνο, όμως γνωρίζω πως μέσα από το παρακάτω κείμενο, ότι θα εκφραστούν αρκετοί "συμπολίτες" του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Θυμάμαι με νοσταλγία κλαυσίγελου τις βραδιές της δεκαετίας του ’90 με την εκπομπή «Ερωτοδικείο», που παρουσίαζε η Βίκυ Μιχαλονάκου.
Στους 23.500 πλέον οι «ασήμαντοι νεκροί».
Όταν ο Ανταμ ΜακΚέι και ο Ντέιβιντ Σιρότα ολοκλήρωναν το σενάριο της δημοφιλούς ταινίας του Netflix “Don’t Look Up”, ήξεραν σίγουρα δύο πράγματα: Πρώτον ότι είχαν συνθέσει το σενάριο μιας ταινίας που θέτει έναν εξωγενή και αναπόφευκτο κίνδυνο (μετεωρίτης με ικανό μέγεθος να αφανίσει τη γη) και ο οποίος σίγουρα προκαλεί μαζική υστερία και δεύτερον ότι είχαν καταφέρει να αντικατοπτρίσουν το φριχτό σημείο που έχει περιέλθει η κοινωνία μας, ως μαζική μενταλιτέ.
Eίμαι ένας άνθρωπος που υπηρετεί την Τέχνη της Μουσικής κοντά τρεις δεκαετίες τώρα, από το μετερίζι του συνθέτη, του στιχουργού, του δισκογραφικού παραγωγού. Όταν θελήσω να μιλήσω, μιλάω και δεν το βουλώνω μπροστά σε τίποτα και σε κανέναν. Το κάνω χωρίς δεύτερη σκέψη και με πλήρη επίγνωση του αντίστοιχου τιμήματος. Τίμημα που πάντα ήμουν έτοιμος να πληρώσω, πληρώνω ήδη και θα πληρώνω διαρκώς.
Πλούτη, λάμψη, ίντριγκες, σκοπιμότητες, έρωτες, μίση, πάθη, θρησκοληψία, αστυνομολαγνεία, αόρατοι εχθροί, σεξισμός, ρατσισμός και εθνικιστική ρητορική. Μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της θητείας αυτής της κυβέρνησης.
Για την κηδεία του Μίκη, θα μπορούσα να μιλάω και να γράφω για ώρες. Όχι για αυτά που έγιναν. Γι αυτά που δεν έγιναν.
Παλιότερα είχα μια "θεία" (ξέρετε, απ´ αυτές που ήταν απλώς φίλες των γονιών μας, αλλά τις λέγαμε «θείες»), που είχε ριγμένο στους ώμους της μονίμως ένα σάλι, φορούσε χοντρά γυαλιά «ματομπούκαλα» και έβλεπε διαρκώς τηλεόραση. 20 ώρες το 24ωρο. Η ένταση της συσκευής στο τέρμα, η απόσταση της "θείας" το πολύ ενάμιση μέτρο από το ηχείο της τηλεόρασης. Σειόταν το δωμάτιο. Το πνευματικό της επίπεδο και η εμμονή της με την τηλεόραση, την έκαναν να πιστεύει όλα όσα έβλεπε στο γυαλί.
Με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο, η (μεγάλη) συντηρητική μερίδα της κοινωνίας της Ελλάδας έχει βρεθεί μπροστά σε μια τεράστια έκπληξη: Οι νέοι αθλητές της χώρας, έχουν άλλο ήθος. Διαφορετικό από το υποκριτικό των παρελθόντων ετών.
Τον καλλιτεχνικό μας χώρο, τον μουσικό χώρο δηλαδή, τον έχω λυπηθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 2000 πέρασε μια ιδιότυπη, κλαδική κρίση, πριν την γενικευμένη εθνική κρίση του 2009.
Πολλές συζητήσεις γίνονται αυτό τον καιρό στην κοινωνία, στις παρέες και στα οικογενειακά τραπέζια. Οι περισσότεροι που ψήφισαν Κυριάκο Μητσοτάκη το 2019 ψάχνουν να βρουν το κομμένο τους χέρι, αλλά από την άλλη -προς ΣΥΡΙΖΑ μεριά- βλέπουν ακριβώς τα ίδια πρόσωπα που έδιωξαν δύο χρόνια πριν, οπότε «δεν»... προς τα εκεί. Πολλές φορές στις συζητήσεις αυτές με ρωτούν “πώς βλέπεις τα πράγματα;”. Η απάντησή μου είναι σαφώς μικρότερη από αυτή που θα παραθέσω εδώ.
Με αφορμή τις πρόσφατες καταγγελίες σεξουαλικής, λεκτικής και ψυχολογικής βίας, εγείρεται για ακόμα μια φορά το ερώτημα που διαρκώς επανέρχεται στο προσκήνιο ως αναπάντητο: Διαχωρίζεται ή όχι η υψηλού επιπέδου τέχνη ή τα εξαιρετικά προπονητικά επιτεύγματα στον αθλητισμό από τις βαθιά προβληματικές πεποιθήσεις και στρεβλώσεις σε προσωπικό επίπεδο εκείνων που τα πέτυχαν;