Όταν η φωνή αποζημιώνει για την απουσία χαρακτήρα

Η Ελεονώρα Ζουγανέλη δε χρειάζεται συστάσεις. Τρία χρόνια μετά το ατμοσφαιρικό «Πού με φτάσανε οι έρωτες» επιστρέφει στη δισκογραφία με ένα νέο άλμπουμ με τίτλο «Πάρ’ το αλλιώς», αυτή τη φορά όχι με καινούρια προσωπικά τραγούδια που της εμπιστεύθηκαν τραγουδοποιοί, αλλά με εκείνα που έχουν αναγνωριστεί μέσα από φωνές άλλων και που την έχουν συντροφεύσει σε όλη την καλλιτεχνική της πορεία ως τώρα. Τραγούδια που δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο για να «γεμίζουν» τα μουσικά της προγράμματα, αλλά μοναδικές μουσικές καταθέσεις από τις εποχές που κι εκείνη προσπαθούσε να κατακτήσει τη δική της προσωπική γλώσσα έκφρασης.

Όταν η φωνή αποζημιώνει για την απουσία χαρακτήρα
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η ίδια σημειώνει στο δελτίο τύπου για την κυκλοφορία του νέου δίσκου: «Δεν θέλω να αποδείξω τίποτα με αυτές τις διασκευές, ούτε θέλω να κάνω καμιά βαρυσήμαντη δήλωση ή κατάθεση ψυχής. Πιστεύω απλά ότι είναι πολύ δημιουργικό να βρίσκεσαι  με την μπάντα σου σε ένα στούντιο και να αρχίζεις να παίζεις με τα τραγούδια και τους ήχους. Να δοκιμάζεις και να αναιρείς. Αυτό κάναμε κι εμείς “το πήραμε  αλλιώς” μέσα σε μια εποχή που μας στέρησε την επικοινωνία, τους δεσμούς και τα όνειρα, βρεθήκαμε, προσθέσαμε και νέους φίλους στην παρέα μας παίξαμε και δημιουργήσαμε».

Η Ελεονώρα Ζουγανέλη άλλωστε ανήκει σε εκείνη την κατηγορία καλλιτεχνών που επέλεξαν να κρατήσουν μια ιδιότυπη καλλιτεχνική στάση, ήδη από το ξεκίνημά τους. Κι αυτό αφορά τόσο στην σχετική ανομοιογένεια του μουσικού της ύφους (χωρίς αυτό να καταγράφεται ως κάτι αρνητικό), όσο και του κοινού που την ακολουθεί. Δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως μόνον μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων ακούει Ελεονώρα Ζουγανέλη. Η μουσική της απευθύνεται σε κοινά με πολλαπλές ανάγκες, αναζητήσεις κι αναφορές, με αποτέλεσμα ο καθένας να μπορεί να λαμβάνει από την ίδια αυτό ακριβώς που ζητάει και χρειάζεται την κάθε φορά.

Στο σύνολό της η νέα αυτή δουλειά αποτελείται από 13 τραγούδια και κυκλοφορεί από το δισκογραφικό της σπίτι, την εταιρία Minos EMI. Το τραγούδι που σύστησε τη νέα δουλειά ήταν η μεγάλη μπαλάντα «Σταθερό», που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο και αφορά σε μια επανεκτέλεση του “Impagliatori d’ aquile” που είχε ερμηνεύσει το 1998 η Mina. Η «αγωνία» για το νέο υλικό που προκλήθηκε από αυτό το εναρκτήριο σάλπισμα μέσα από τα συγκινητικά λόγια του Νίκου Μωραΐτη και την δραματική ενορχήστρωση του Δημήτρη Μπαρμπαγάλα, δυστυχώς δεν κορυφώθηκε στο άκουσμα του συνόλου των τραγουδιών. Το γράφω με αμηχανία, αλλά αυτή τη φορά μού προκλήθηκε το συναίσθημα μιας όχι και τόσο ειλικρινά εκπεφρασμένης δημιουργίας εκ μέρους της.

Πιο συγκεκριμένα, ένα τραγούδι που επέλεξε να συμπεριλάβει ήταν το «Το θαύμα έγινε (Σαντορίνη)», από το δίσκο «Απρίλη ψεύτη» των αδερφών Κατσιμίχα. Η ποπ ενορχήστρωση δεν μεταδίδει τίποτα από τη νοσταλγία και συγκίνηση της αυθεντικής εκτέλεσης.
Ακόμα, στο «Ο Κηπουρός» του Παύλου Παυλίδη δυστυχώς δεν μπορεί να μεταφέρει την φυσική εξωτικότητα του τραγουδιού, εξαναγκάζοντας την κατηγοριοποίησή του σε αυτό που αποκαλούμε «άλλη μια επανεκτέλεση». Ίσως να ξεχώριζε με μια πιο λιτή, ακουστική παραγωγή, χωρίς το αχρείαστο echo, λιγότερο κραυγαλέα και, ας μου επιτραπεί, φιγουρατζίδικη.
Στο «Έπεσε έρωτας» του Κραουνάκη προσπαθεί έντονα να ξεπεράσει την συγκρατημένη θεατρική ερμηνεία του Κώστα Μακεδόνα, με αποτέλεσμα η δική της εκδοχή να ενέχει το είδος της υπερβολής που θα άρμοζε καλύτερα σε άλλα τραγούδια της, όπως είναι, για παράδειγμα, το «Βαλς για ένα φιλί» από το δίσκο της «Μετακόμιση τώρα», ή το «Το Ρομάντζο» από το «Με αγαπούσες κι άνθιζε».

Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια κομμάτια που η Ζουγανέλη τα οικειοποιήθηκε πλήρως με την επανεκτέλεσή τους. Ένα από αυτά είναι το «Σαν Τριαντάφυλλο» της Κωνσταντίνας, που επαναφέρει έντονα εκείνον τον τραγουδιστικό χαρακτήρα που εκδήλωσε στους δύο πρώτους δίσκους της. Ένα άλλο είναι το «Παράξενη βροχή (Σώμα υποταγής)», ένα λαϊκό τραγούδι του Φάνη Μεζίνη (που έχει ερμηνευτεί και από τον Βασίλη Καρρά), το οποίο προσωπικά δε γνώριζα, ωστόσο με ενθουσίασε τόσο για την καλαίσθητη, νέτη ενορχήστρωσή του, όσο και για την παθιασμένη ερμηνεία της. Στα ίδια επίπεδα βρίσκεται και το «Αν μια φορά ρωτούσες» του Νίκου Πορτοκάλογλου, το οποίο ίσως να είναι και το ομορφότερο τραγούδι του δίσκου. Πιο ώριμο φωνητικά αυτή τη φορά, η επανεκτέλεση στο «Να φυλάγεσαι», το ντουέτο με τον πατέρα της, Γιάννη, πήρε τη μορφή που του πρέπει, αφού οι δυο τους κατασυγκινούν για άλλη μια φορά. Τέλος, το δίσκο κλείνει το «Νεράιδα μεθυσμένη (Χρώματα)» της Ελένης Τσαλιγοπούλου, σε μια ευχάριστα πειραγμένη (ακόμα περισσότερο από την αρχική), ηλεκτρονική εκδοχή μαζί με την Μαρίνα Σάττι.

Γενικότερα η Ελεωνόρα Ζουγανέλη έχει προσπαθήσει πολλές φορές στους δίσκους της μέχρι τώρα να εμπλέξει διαφορετικά είδη και ξεχωριστές μελωδίες. Οι μόνοι από τους δίσκους της που διακρίθηκαν από μια σχετική ομοιογένεια ήταν το «Με αγαπούσες κι άνθιζε», αλλά και το «Πού με φτάσανε οι έρωτες».

Αυτό που λαμβάνω ως ακροατής από αυτό το νέο δίσκο είναι η εντύπωση πως η Ζουγανέλη επιχειρεί να κάνει μια ακόμη δισκογραφική προσθήκη στη λίστα της, χωρίς όμως να επιθυμεί αυτή να διακριθεί μέσα από ό,τι έχει καταθέσει ως τώρα. Με τη φωνή της να βρίσκεται στα ίδια καλά επίπεδα, αν όχι ακόμα καλύτερα, θα μπορούσε να είχε εκμεταλλευτεί τις συνθήκες της πανδημίας και του εγκλεισμού με έναν πιο δημιουργικό κι εύφορο τρόπο, κι όχι να ηχογραφήσει τραγούδια ήδη γνωστά.

Καλώς ή κακώς βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου οι πρωτογενείς δημιουργίες τείνουν να εκλείψουν. Από την άλλη, πιστεύω πως δεν είναι διόλου κακό ο καλλιτέχνης να πλουτίζει. Πράγματι, ακούγοντας κανείς τα τραγούδια αυτά θα τους κολλήσει τη ρετσέτα της επανεκτέλεσης - αυτό είναι άλλωστε.

Η καλλιτεχνική ιδιότητα ενός ανθρώπου, όμως, οφείλει να μην καταδυναστεύεται μόνον από πράγματα ρετρό, αλλά να συνίσταται κι από δημιουργήματα πρωτότοκα.
Η Ελεονώρα Ζουγανέλη απέκτησε αφενός την εύλογη διάθεση αποτύπωσης της μουσικής της αναζήτησης και περιέργειας σε κάτι πιο απτό από μια επανεκτέλεση κατά τη διάρκεια συναυλίας, αφετέρου όμως το έπραξε σε μια τελείως λάθος στιγμή, μόνο και μόνο για να έχει αυτό απήχηση στο γενικό κοινό.

Γιατί τώρα, την ίδια στιγμή που πολλοί καλλιτέχνες της γενιάς της δεν μπορούν καν να δισκογραφήσουν;

Δεν θα της χρεώσω, φυσικά, τις επιπτώσεις της πανδημίας - αλίμονο. Σημειώνω απλά πως αυτό οφείλει να μην επεκταθεί σε γενικότερη στάση. Στηρίζω το αστείρευτο πάθος της για υβριδισμό, την συμπαθώ απίστευτα γι’ αυτό, ωστόσο βρίσκεται σε μια ηλικία και ζει σε μια πραγματικότητα που μπορεί να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για πραγματική δημιουργία και για την εξέλιξη της προσωπικής της ταυτότητας.

Φωτογραφίες: Γιώργος Κατσανάκης

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ