Μέχρι να ανοίξουν τα σινεμά: Ποια ντοκιμαντέρ να δείτε στο στο Netflix - Μέρος 1ο
Μέρες μετράμε πια για να βυθιστούμε στην αγκαλιά της καρέκλας και να χαθούμε στη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας… ή μάλλον μιας νύχτας φεγγαρόλουστης, νύχτας ξελογιάστρας, μπροστά από μια οθόνη που μετά από τόσες ώρες τηλεθέασης θα μας φανεί τεράστια. Αμήν!
Μέχρι τότε, και κρατώντας την όρεξη μας για τις πολύ όμορφες ταινίες της περσινής χρονιάς που είτε δεν είδαμε είτε δεν είδαμε όπως τους άξιζε, μπορούμε να περάσουμε μερικές ευχάριστες και επιμορφωτικές ώρες βλέποντας κάποια από τα πολύ αξιόλογα ντοκιμαντέρ του Netflix. Καθώς τα ντοκιμαντέρ δεν έχουν συνήθως την αναγνωρισιμότητα και το οικονομικό αντίκρισμα των μεγάλων τους αδελφών, των ταινιών μυθοπλασίας- με πολύ ευχάριστες εξαιρέσεις ευτυχώς τα τελευταία χρόνια – οι αμερικάνοι κυρίως δημιουργοί έχουν βρει στο Netflix μια φιλόξενη γωνιά για να "πουν τον πόνο τους", να μιλήσουν για τα προβλήματα και τις δυστοπίες της κοινωνίας τους αλλά και να ρίξουν φως σε παράξενες ιστορίες που μπορει να αλλάξουν την οπτική μας γωνία. Δημιουργοί άγνωστοι σ εμάς, αλλά και μεγάλα ονόματα όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε, βάζουν το λιθαράκι τους στο παλίμψηστο των ταινιών τεκμηρίωσης του μηντιακού κολοσσού.
O δάσκαλος μου το χταπόδι – Πίπα Έρλιχ, Τζέημς Ρήντ, 2020
Τώρα που αρχίσαμε τις πρώτες βουτιές, ώρα να δούμε μια ταινία γεμάτη θάλασσα. Ένα υδάτινο ποίημα, μια ξεχωριστή ιστορία αγάπης από αυτές που σε κάνουν στο τέλος να ξεσπάς σε κλάματα: "Είναι δυνατόν να κλαίει κανείς για ένα χταπόδι;" αναρωτιόταν ένας θεατής που της έβαλε 10 στα 10. Το φετινό Όσκαρ ντοκιμαντέρ, απέναντι σε γερούς αντιπάλους, ήταν μια τίμια επιλογή.
Ο Γκραίηγκ Φόστερ, νοτιοαφρικάνος ντοκιμαντερίστας που είχε ζήσει χρόνια με τη φυλή Σαν στην Καλαχάρι για να μάθει να ανιχνεύει (το αποτέλεσμα αποτυπώνεται στην ταινία του Hunter’s Heart), βρίσκεται στις αρχές της δεκαετίας του 2010 σε δημιουργικό και υπαρξιακό αδιέξοδο και απομονώνεται στο εξοχικό της οικογένειας του στο Δυτικό Ακρωτήριο του Κέηπ Τάουν, χτισμένο πάνω ακριβώς από τον ωκεανό. Στο βυθό της άγριας θάλασσας που η θερμοκρασία της είναι σχεδόν πάντα 9 βαθμοί απλώνεται ένα δάσος κελπιών, μεγάλων φαιοπράσινων φυκιών που γύρω τους κατοικούν πολλά πλάσματα. Ο Γκρέηγκ, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει την προσωπική του κρίση και να νικήσει τους δαίμονες του, αρχίζει να βουτάει χωρίς στολή – «καταλαβαίνεις πολύ καλύτερα όταν δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σ’εσένα και τον περιβάλλοντα χώρο» – και μπουκάλα οξυγόνου, νιώθοντας κάθε φορά την ευεργετική ενέργεια από την επαφή με τον βυθό και τον κόσμο του.
Μια μέρα την προσοχή του τραβάει ένα θηλυκό χταπόδι που έχει δημιουργήσει μια ασπίδα από όστρακα και φύκια γύρω της. Την ακολουθεί μέχρι τη φωλιά της και αρχίζει να την επισκέπτεται σε καθημερινή βάση για ένα περίπου χρόνο, αναπτύσσοντας μαζί της μια ιδιότυπη σχέση στοργής και αγάπης. Ανακτάει και πάλι την όρεξη του να αποτυπώσει το χταπόδι και τη σχέση τους και φέρνει μαζί του την κάμερα, την οποία αφήνει να αποτυπώνει την καθημερινότητα της νέας του φίλης μέσα στο μυστηριακό κόσμο του βυθού. Η ίδια η παραδοξότητα αυτής της σχέσης, το πόσο εξωπραγματική μοιάζει η ψυχική επαφή με ένα ασπόνδυλο, αφυπνίζει τον κινηματογραφιστή που, μαζί με την ανακάλυψη ενός νέου κόσμου κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ανακαλύπτει και μια νέα πραγματικότητα που ορίζεται από διαφορετικούς νόμους.
«Οι φίλοι μου αναρωτιούνται γιατί επισκέπτομαι κάθε μέρα το ίδιο σημείο. Μόνο έτσι όμως μπορείς να εντοπίσεις τις μικρές, ανεπαίσθητες αλλαγές που συνθέτουν το οικοσύστημα», αφηγείται ο Φόστερ στους σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ. Μέρα με τη μέρα ο άνθρωπος έρχεται κοντά σε ένα πλάσμα έτη φωτός μακριά από το είδος του και σαγηνεύεται ανακαλύπτοντας την ευφυΐα της χταποδιού – σε όλη τη διάρκεια της ταινίας αναφέρεται στο χταπόδι χρησιμοποιώντας το θηλυκό γένος – στον τρόπο με τον οποίο κυνηγάει την τροφή της αλλά και όταν πρέπει να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του καρχαρία. Δυο φορές ο Φόστερ θα παραλύσει παρακολουθώντας το μεγάλο σαρκοβόρο να επιτίθεται στο αγαπημένο του χταπόδι. Μαζί του θα καρδιοχτυπήσουμε κι εμείς καθώς η κάμερα του ακολουθεί τα δύο θαλάσσια πλάσματα σε μια κούρσα θανάτου όπου νικητής θα βγει ο πιο έξυπνος. Κάθε φορά που η αγαπημένη του φίλη βρίσκεται σε κίνδυνο, ο Φόρεστ παρορμητικά θέλει να ορμήσει να την προστατεύσει αλλά κατανοεί πως οι κανόνες του κόσμου αυτού είναι διαφορετικοί από τους δικούς του και δεν είναι θεμιτό να παρέμβει στον τρόπο που εξελίσσεται η υποθαλάσσια ζωή. Άλλωστε η μικρή του φίλη τα βγάζει πέρα θαυμάσια και μόνη της, κερδίζοντας κάθε φορά τον θαυμασμό του.
Στο τέλος καταφέρνει αυτό που επεδίωκε, αυτό που τον έβγαλε από το συναισθηματικό και δημιουργικό τέλμα του: να μην είναι πλέον επισκέπτης αλλά να γίνει κι ο ίδιος ένα κομμάτι αυτού του κόσμου. Κι αυτό μέσα από τη σχέση του με την χταπόδι, η τρυφερότητα της οποίας συγκινεί και εμπνέει. Από τα πρώτα δειλά αγγίγματα του ενός πλοκαμιού πάνω στην παλάμη, τα βλέμματα που αντάλλασσαν, τις βουτιές που έκαναν μαζί, μέχρι την τελευταία αγκαλιά της χταποδιού που ρίχνεται γεμάτη αγάπη στο στήθος του Φόστερ ξεδιπλώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας το θαύμα της φύσης, της ζωής αλλά και της αγάπης, που βρίσκεται εκεί που λιγότερο θα περίμενε κανείς να τη βρει. Το χταπόδι γίνεται ο μεγάλος δάσκαλος του Γκρέηγκ που του ανοίγει τις πόρτες ενός μαγικού σύμπαντος ομορφιάς και αρμονίας, όπου ακόμα και η βία και ο θάνατος είναι λειτουργικό του κομμάτι. Παρατηρεί έκθαμβος μια ζωή που διάρκεσε μόλις ένα χρόνο αλλά ήταν γεμάτη δράση, ένα πλάσμα που κατάφερε να ξεπεράσει ανυπέρβλητες δυσκολίες και στο τέλος να προσφέρει τον εαυτό της θυσία στο μέλλον. Και ο ίδιος, ξεπερνώντας τις συμβάσεις του βιολογικού του είδους, αεί διδάσκεται.
Μέσα από την επαφή του με το δάσος των κελπιών και την χταπόδι του, ο Γκρέιγκ επαναπροσεγγίζει τον γιο του και τον οδηγεί στα υδάτινα μονοπάτια που πρώτος κολύμπησε. Ο Τομ αγαπάει τη θάλασσα, γίνεται δεινός κολυμβητής και μαθαίνει μαζί με τον πατέρα του μέσα από τη φύση. Κι η φύση σου μαθαίνει πρώτα και κύρια την ευγένεια, την καλοσύνη.
Η ταινία γυρίστηκε με βάση πλάνα που είχε τραβήξει ο Φόστερ και ο φίλος του Ροτζερ Χάρροκς το 2010, κατά τη διάρκεια της χρονιάς που βουτούσε καθημερινά για να συναντήσει το χταπόδι. Οι δυο σκηνοθέτες τράβηξαν και άλλα πλάνα από τον βυθό και τα ζώα του για να χτίσουν τον αφηγηματικό κορμό πάνω στις αναμνήσεις του Φόστερ, με αποτέλεσμα εξαιρετικής ποιότητας και ομορφιάς υποθαλάσσια πλάνα με τη βοήθεια του Χάρροκς στη φωτογραφία.