Μέχρι να ανοίξουν τα σινεμά: Τα ντοκιμαντέρ στο Netflix - Μέρος 2ο

Οι εικόνες από την εξέγερση που προκάλεσε η εν ψυχρώ δολοφονία του αφροαμερικάνου, Τζώρτζ Φλόιντ, έκαναν το γύρο του πλανήτη και έδειξαν πως η άγρια καταστολή που προκαλεί το φυλετικό μίσος δεν είναι thing of the past αλλά συστατικό της αμερικάνικης κοινωνίας. Η ΝτιΒερνέ με το ντοκιμαντέρ της "Η 13η τροπολογία", τεκμηριώνει τη θέση πως οι διακρίσεις και η καταπίεση των μειονοτήτων στις Η.Π.Α., η αστυνομική αυθαιρεσία και ανεξέλεγκτη βία που έχουν ως αποτέλεσμα δολοφονίες πολιτών, συνήθως έγχρωμων, σε καθημερινή βάση, δεν είναι ούτε λάθος ούτε ‘η κακιά η ώρα’ αλλά θέμα συνειδητής πολιτικής διαχείρισης.

Μέχρι να ανοίξουν τα σινεμά: Τα ντοκιμαντέρ στο Netflix - Μέρος 2ο
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η 13η ΤροπολογίαΈιβα ΝτιΒερνέ, 2016

Η σκηνοθέτης του Σέλμα επιστρέφει το 2016 με ένα ‘βαρβάτο’ ντοκιμαντέρ που χτυπάει στόχο. Με τη βοήθεια λευκών και αφροαμερικάνων πανεπιστημιακών δασκάλων, ακτιβιστών και πολιτικών πιάνει το νήμα από την αρχή, την ψήφιση από τον Αβραάμ Λίνκολν της 13η Τροπολογίας του Συντάγματος, η οποία καταργούσε τη δουλεία για όλους τους κατοίκους της χώρας ‘εκτός από τους εγκληματίες’ και ανιχνεύει, μαζί με ιστορικούς ειδικευμένους στις αφρο-αμερικανικές σπουδές, το πώς εργαλειοποιήθηκε αυτή η μικρή φράση για να οδηγήσει χιλιάδες αφροαμερικάνους να δουλεύουν στα κάτεργα. Η φυλακή, εκτός από τα λιντσαρίσματα και τις δολοφονίες ‘για ψύλλου πήδημα’, ήταν το πιο πρόσφορο μέσο για να μπορέσει να ελέγξει η λευκή οικονομική ελίτ τόσο το πλεονάζον εργατικό δυναμικό των γκέτο όσο και το κίνημα αμφισβήτησης που ξεπήδησε από τις μαύρες κοινότητες τη δεκαετία του 60.

Η πολιτική μακροχρόνιων φυλακίσεων ως "αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας" ξεκίνησε από τον "πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά" που κήρυξε ο Νίξον και μετέτρεψε σε πραγματικό πόλεμο ο Ρήγκαν, κορυφώθηκε όμως με νόμους που πέρασε η κυβέρνηση Κλίντον, κατά τη διάρκεια της οποίας ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των κρατούμενων κυριολεκτικά εκτοξεύτηκε στα 2,5 περίπου εκατομμύρια, από 500.000 που ήταν στο τέλος της δεκαετίας του 60.

Θύματα της τυφλής βίας, των αναίτιων συλλήψεων και των εξοντωτικών ποινών χωρίς αναστολή ήταν κυρίως οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, οι κοινότητες των αφροαμερικάνων και των λατίνων. Οι οικονομικές ελίτ είχαν χτίσει την εικόνα του μαύρου εγκληματία – υποψήφιου βιαστή λευκής κορασίδας ήδη από την αρχή του 20ου αιώνα εποχή της Γέννησης Ενός Έθνους του πρωτοπόρου μεν, ακραία ρατσιστή δε Ντέιβιντ Ουόρκ Γκρίφιθ σε σημείο που για την εγκληματικότητα και τη βία στην Αμερική να κατηγορούνται αποκλειστικά οι μειονότητες και την άποψη αυτή να ενστερνίζονται και τα ίδια τα μέλη των μειονοτήτων, καλώντας τις αρχές για περισσότερη προστασία. Που σημαίνει περισσότερη αστυνόμευση. Το δόγμα του Νίξον "Νόμος και Τάξη", το οποίο ακολούθησαν μέχρι κεραίας και οι επόμενοι πρόεδροι απ’όποιο κόμμα κι αν προέρχονταν, έκοψε χρήματα από τις κοινωνικές δαπάνες και τα έδωσε για την ανέγερση φυλακών και τον εξοπλισμό της αστυνομίας.

Όμως η πολιτική των μαζικών φυλακίσεων, εκτός από εκδικητική και ρατσιστική, σήμαινε και πάρα πολλά κέρδη για τους εμπλεκόμενους φορείς.

Μέσα από το ντοκιμαντέρ αναδύεται η ιστορία μιας εταιρείας συμβούλων που χρηματοδοτούσαν μεγάλες εταιρείες. Η εταιρεία έδινε στους γερουσιαστές τους φακέλους με τις προτεινόμενες νομοθεσίες που  αυτοί προωθούσαν για ψήφιση με αποτέλεσμα να θησαυρίζουν κατασκευαστικές εταιρείες, εταιρείες κέτερινγκ που στέλνουν σκουληκιασμένο φαγητό στις φυλακές, εταιρείας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που ευθύνονται για τον θάνατο εκατοντάδων κρατουμένων. Και φυσικά οι ιδιωτικές φυλακές, επιχειρήσεις με μεγάλη κερδοφορία, αφήνουν άλλες εταιρείες να μπαίνουν μέσα στις φυλακές και να εκμεταλλεύονται την άμισθη εργασία των κρατουμένων καταστρατηγώντας οποιαδήποτε έννοια ισονομίας και ελευθερίας, επαναφέροντας στην ουσία το καθεστώς της δουλείας το οποίο υποτίθεται πως κατήργησε η 13η τροπολογία. Όχι μόνο για τους αφροαμερικάνους αλλά για όλους τους φτωχούς, λευκούς και colored (αν και οι μειονότητες είναι αναλογικά η συντριπτική πλειοψηφία των τροφίμων).  Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αποκόβονται από τις οικογένειες τους για χρόνια, χωρίς δίκη αλλά με μια εκβιαστική απόσπαση ομολογίας για εγκλήματα που δεν διέπραξαν, χωρίς να μπορούν ούτε να μιλήσουν με τους αγαπημένους τους στο τηλέφωνο που στις φυλακές χρεώνεται διπλά και τρίδιπλα, ζουν σε άθλιες συνθήκες και φτιάχνουν εξαρτήματα για τα αεροπλάνα Boeing ή τα βρακιά της Victoria Secret.
Θυμίζει λίγο στρατόπεδα εργασίας του Γ' Ράιχ η "γαμω Land of the Free", η Γη της Ελευθερίας του Κεφαλαίου;

Συνεντεύξεις, μαρτυρίες, αρχειακό υλικό και η μάχιμη ραπ και το χιπ χοπ που ζωντανεύουν μέσα από γραφικά, με τους βαθιά κοινωνικούς και πολιτικούς στίχους τους να πάλλονται μπροστά μας, όλα μαζί δένουν σε μιάμιση συγκλονιστική ώρα που αφηγείται τα πάθη της αφροαμερικάνικης κοινότητας τον ενάμιση αιώνα μετά την κατάργηση της δουλειάς, αλλά και για τους ηγέτες της που φυλακίστηκαν, οδηγήθηκαν αναγκαστικά στην αυτό-εξορία ή δολοφονήθηκαν, όπως ο χαρισματικός 21χρονος, Φρεντ Χάμπτον που τον "έφαγε" το FBI μέσα στο σπίτι του την ώρα που κοιμόταν στις 4 τα ξημερώματα (το Όσκαρ  β΄αντικού ρόλου στον Ντάνιελ Καλούγια  για έναν ρόλο που μόνο πρώτος μπορεί να είναι, να ληφθεί ως σημάδι κάποιας αλλαγής;).

Για την υπέροχη Άντζελα Ντέηβις που μπήκε το 70 στο δικαστήριο όπου την κατηγορούσαν για τρομοκρατία με την αφρικάνικη αφάνα της, ("ούτε τόσο δεν την ίσιωσε, έτσι για τα μάτια του κόσμου", λέει φουσκώνοντας από περηφάνεια ο Βαν Κόλερ, ιδρυτής της Dreams Corps, οργάνωσης για την υπεράσπιση των κρατουμένων). Η Άντζελα υπερασπίστηκε μόνη τον εαυτό της, ξεφτίλισε τον εισαγγελέα και ανάγκασε το δικαστήριο να την αθωώσει.
Συμμετέχει κι αυτή στο ντοκιμαντέρ της ΝτιΒερνέ – πώς θα έλειπε ένας από τους ελάχιστους ζωντναούς μύθους του κινήματος του 60; - καταθέτοντας την πολύτιμη άποψη της για το παρόν και το μέλλον των φυλετικών διακρίσεων, ένα μέλλον δυσοίωνο καθώς η νέα πολιτική αποσυμφόρησης των φυλακών και αντικατάστασης τους με το καθεστώς κατ’οίκον επιτήρησης, μετατρέποντας τις κοινότητες των μειονοτήτων σε τεράστιες φυλακές.

Τέλος πολλοί αναφέρονται στην ελπίδα που γέννησε το κίνημα Black Lives Matter, προοιωνίζοντας το ξέσπασμα της περσινής άνοιξης. Τότε η Ντέηβις είχε πει σε συνέντευξη από το σπίτι της, όπου βρισκόταν σε καραντίνα: «Τώρα είναι διαφορετικά, τώρα έχουν κατέβει στους δρόμους και οι λευκοί, τότε το 70 ήμασταν μόνοι μας, τώρα υπάρχει ελπίδα να γίνει κάτι».
Και πράγματι, πολλαπλασιάζονται οι φωνές που αρθρώνουν λόγο και οι γροθιές που υψώνονται. Η καταδίκη του δολοφόνου του Φλόιντ ίσως είναι μια καλή αρχή.

Το "γροθιά στο στομάχι" είναι λίγο γι αυτό το έργο που χρηματοδότησε το Netflix, που ενίοτε είναι, για τους λόγους του, με τη "σωστή πλευρά της ιστορίας".

Δείτε το, δείτε το, δείτε το!

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ