Θεατρική κριτική: Ο μετα-καραντινικός "Οθέλλος" είναι μια ατελής διέξοδος με φεμινιστικές προσεγγίσεις

Κριτική για την παράσταση «Οθέλλος», του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, που στα πλαίσια της περιοδείας της σε πόλεις της Ελλάδας έκανε μια διήμερη στάση στο Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου, σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια.

Θεατρική κριτική: Ο μετα-καραντινικός
ΠΡΟΒΟΛΗ

Στον «Οθέλλο», ένα από τα πιο γνωστά έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, ο μεγάλος δημιουργός πραγματεύεται μεταξύ άλλων το ζήτημα της ερωτικής ζήλιας. Η ιστορία του "Μαύρου", που παντρεύεται τη Δυσδαιμόνα κρυφά από τον πατέρα της και πέφτει θύμα της παραπλάνησης του Ιάγου, ο οποίος τον μισεί και διψά για εκδίκηση, παρουσιάστηκε στο Κηποθέατρο Παπάγου από ενδεκαμελή θίασο, σε σκηνοθεσία του Αιμίλιου Χειλάκη και του Μανώλη Δούνια.

Το έργο του Σαίξπηρ, εντούτοις, παρά την αναγνώριση και την μακροβιότητά του, φαίνεται πως στις μέρες μας δεν αξίζει να δεσμεύει χώρο για ορισμένους, κι αυτό γιατί κατά τους ίδιους τα θέματα με τα οποία ασχολείται δεν θεωρούνται πλέον τόσο επίκαιρα, αφού ζούμε σε έναν κόσμο πιο φιλειρηνικό. Μήπως, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι;

Προς επίρρωση των λόγων τους αναφέρουν ως παράδειγμα το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, που ανά σημεία απασχολεί και τον «Οθέλλο». Το επιχείρημά τους είναι πως ο Σαίξπηρ δεν είναι σχετικός και δεν θα πρέπει να παρουσιάζεται, αφού η ενδοοικογενειακή βία δεν αποτελεί κάτι αποδεκτό στη σύγχρονη κοινωνία. Ο ισχυρισμός αυτός, φυσικά, είναι ελλειμματικός στη βάση του αν αναλογιστεί κανείς πόσο έχουν βλάψει τον κόσμο μας οι ανιστόρητοι άνθρωποι. Και μπορεί να το παραβάλλει με ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός, όπως είναι, λόγου χάρη, το Ολοκαύτωμα. Ακριβώς επειδή συνέβη, πρέπει να κατανοήσουμε τους λόγους πίσω από αυτό. Το κακό υπάρχει για να το πολεμάμε και η αδιαφορία το μόνο που κάνει είναι να μας σκοτώνει.

Ειδικά το έργο του Οθέλλου είναι ικανό να αποτρέπει τέτοιου είδους σκέψεις, αφού πολλά από τα θέματα που πραγματεύεται, όπως ο ρατσισμός, οι φυλετικές κι έμφυλες διακρίσεις, η εξαπάτηση και η ζήλια, εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να καταδυναστεύουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Η μετάφραση του Διονύση Καψάλη κατάφερε να αποδώσει το ζήτημα της παθολογικής ζήλιας στην ερωτική σχέση με τρόπο που έκανε τον θεατή να ταυτίζεται, παρά τα όποια δύσκολα σημεία της, που οφείλονται κυρίως στην ηλικία του έργου, όπως ήταν, για παράδειγμα, ο διάχυτος μελοδραματισμός των χαρακτήρων και το κάπως ανοίκειο χιούμορ.

Το σκηνικό, το οποίο διαμόρφωσε η Κατερίνα Χάρου, αποτελούνταν από δύο τροχήλατες πλατφόρμες και σκορπισμένες στο χώρο κατασκευές-γράμματα του αλφαβήτου. Στο κέντρο ένα μεγάλο «όμικρον» λειτουργεί ως πύλη για την είσοδο των χαρακτήρων, αλλά και ως το «επίκεντρο» του σεισμού που αναμένεται να ταρακουνήσει την αριστοκρατική πόλη της Βενετίας και το εγκλωβισμένο στη φρίκη του πολέμου νησί της Κύπρου. Τα γράμματα αυτά, εκτός από το ότι δικαιολογούσαν κάπως ανέμπνευστα τη «σύγχρονη σκηνοθετική ματιά», χρησιμοποιούνταν από τους ηθοποιούς προκειμένου να σχηματίζουν λέξεις καίριες για την εξέλιξη της πλοκής, όπως «Βενετία», «Ξένος», «Γιατί». Η επιλογή αυτή μπορεί να παρουσιάζεται ως καινοτομία, ωστόσο σημειολογικά στάθηκε αδύναμη να επεξηγηθεί επιτυχώς, αφού αντί να ξεκαθαρίζει το τοπίο, υποβάλλει τον θεατή σε νεφελώδεις σκέψεις.

Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ο πρώτος από το θίασο που συστήθηκε ως εμμονικός Ιάγος, μπόρεσε και διατήρησε με τρόπο γνώριμο όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν τον χαρακτήρα του αμαρτωλό, από τον ακραιφνή μακιαβελισμό των πράξεών του, στο υφέρπον μυστήριο πίσω από τα κίνητρά του. Δίπλα του, ο Γιάννης Μπέζος, με μια ερμηνεία ακριβοθώρητη κι εγωκεντρική ως επί το πλείστον (περισσότερο ίσως από τις απαιτήσεις του ρόλου), προκάλεσε ορισμένες μόνο στιγμές ταυτίσεων ως γενναίος κι αφοπλιστικός Οθέλλος, ιδίως μέσα από τα λεκτικά ξεσπάσματα του κατά κλιμάκωση της δραματικής έντασης. Στο ρόλο της Αιμιλίας, η Μυρτώ Αλικάκη, με την καλογυαλισμένη παρουσία της λειτούργησε ως το πρόσωπο που αποφόρτισε καταλυτικά όσα συναισθήματα συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της παράστασης. Σε σχέση με τους υπόλοιπους δύο πρωταγωνιστές, ήταν εκείνη που έγινε πιο κατανοητή, ακόμα και μέσα από τα διάφορα επίπεδα πολυπλοκότητας του χαρακτήρα της.

Αποτελεσματικοί φάνηκαν και οι Αλέξανδρος Βάρθης και Κωνσταντίνος Γαβαλάς στους αντίστοιχους ρόλους του Κάσσιου και του Ροδρίγου, ενώ η Μάιρα Γραβάνη ερμήνευσε τη Δυσδαιμόνα με μια καταπιεσμένη αγνότητα, λειτουργική όμως στα σημεία όπου έπρεπε να παρουσιάσει την αδικημένη πτυχή του χαρακτήρα της. Η πρωτότυπη μουσική ματιά του Δημήτρη Καμαρωτού φάνηκε καλά ακονισμένη, ωστόσο δεν επέτυχε πλήρως το στόχο της, τουλάχιστον για όσους κάθονταν στα πάνω διαζώματα, όπου ο ήχος έφτανε απομακρυσμένος.

Η σκηνοθετική επιλογή του Αιμίλιου Χειλάκη και του Μανώλη Δούνια να αγνοήσουν την σαιξπηρική δραματουργία και να τοποθετήσουν όλον τον θίασο επί σκηνής, αποφεύγοντας έτσι τις αφύσικες εισόδους κι εξόδους δικαιολογήθηκε ευχάριστα, ελλείψει και των σκηνοθετικών οδηγιών του ίδιου του έργου, ενώ παράλληλα έδωσε την εντύπωση της μοιραίας συνάντησης μιας ομάδας ανθρώπων που επισκιαζόταν από μια συνωμοτική διάθεση. Κι αυτό ενισχύθηκε από το μακιγιάζ που, θυμίζοντας τις βενετσιάνικες μάσκες, ισχυροποίησε το στοιχείο του παράνομου στις σχέσεις και τους συγχρωτισμούς των χαρακτήρων. Μόνο που, για την περίπτωση του Οθέλλου, η χρήση της τεχνικής του blackface σε ένα κείμενο που καταδεικνύει το φαινόμενο του ρατσισμού, μοιάζει επιπόλαιη μετά το κίνημα του Black Lives Matter. Ναι, στην μακρά ιστορία των παραγωγών του έργου η χρήση του blackface είναι συνηθισμένη, ωστόσο η πραγματική καινοτομία του κυρίου Χειλάκη και του κυρίου Δούνια θα ήταν να το είχαν αποφύγει.

«Είναι καιρός να μάθουν οι άνδρες πως οι γυναίκες τους είναι κι αυτές όπως εκείνοι». Με αυτές τις λέξεις η Αιμιλία (Μυρτώ Αλικάκη) εκπροσωπεί τον γυναικείο ρεαλισμό που διαπερνά σαν ξίφος την ανδρική φαντασίωση. Ο χαρακτήρας της, παρ΄ όλο που ξεκινά ως μια καταπιεσμένη γυναίκα, στη συνέχεια αποκτά τέτοια δύναμη, ικανή να προσφέρει τη λύση του δράματος. Βρίσκοντας, λοιπόν, στο πρόσωπο της δολοφονημένης Δυσδαιμόνας ένα λόγο για να παλέψει, εκφράζει τη μη συμμόρφωσή της με την ανδρική πατριαρχία και παράλληλα δίνει τροφή στο θεατή να αναλογιστεί τι συμβαίνει στο σήμερα. Φυσικά, παρά τη δραματική αυτή κορύφωση, η παράσταση στο σύνολό της δεν ικανοποίησε την ανάγκη για εμβριθείς ερμηνείες και διακρινόταν από την ατέλεια του βεβιασμένου θεάματος που, υπό άλλες συνθήκες, δεν ξέρω αν θα της διασφάλιζε καθολική προπώληση εισιτηρίων ως την τελευταία μέρα.

Επόμενες στάσεις περιοδείας:

19/20 Ιουλίου: Δημοτικό Κηποθέατρο Αλκαζάρ, Λάρισα

21 Ιουλίου: Θέατρο Πέτρας, Πετρούπολη

22 Ιουλίου: Θέατρο «Γ. Παππάς», Αίγιο

23 Ιουλίου: Θέατρο Αρχαίας Ηλίδας, Ηλεία

26 Ιουλίου: Θέατρο Ανατολικής Τάφρου, Χανιά

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

 

ΔΙΑΝΟΜΗ

Οθέλλος: Γιάννης Μπέζος

Ιάγος: Αιμίλιος Χειλάκης

Αιμιλία: Μυρτώ Αλικάκη

Βραβάντιος: Κώστας Κορωναίος

Κάσσιος: Αλέξανδρος Βάρθης

Δυσδαιμόνα: Μάιρα Γραβάνη

Ροδρίγος: Κωνσταντίνος Γαβαλάς

Μοντάνος: Κρις Ραντάνοφ

Δόγης: Μανώλης Δούνιας

Μπιάνκα: Ελευθερία Κοντογεώργη

Λουδοβίκος: Νίκος Τσιμάρας

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης, Διασκευή: Μανώλης Δούνιας, Σκηνοθεσία: Αιμίλιος Χειλάκης – Μανώλης Δούνιας, Πρωτότυπη Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός, Σύλληψη σκηνικού χώρου: Αιμίλιος Χειλάκης, Διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Κατερίνα Χάρου, Κοστούμια: Makis Tselios Atelier, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Βοηθός Σκηνοθετών: Νίκος Τσιμάρας, Αγωγή Λόγου: Ηλίας Παπαθανασίου

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Artwork: Πέτρος Παράσχης

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ