25 χρόνια χωρίς την Αλίκη - Ανταπόκριση απ’ την Κουνελότρυπα

Στο κλασικό έργο του Λιούις Κάρολ, «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», η κεντρική ηρωίδα πέφτει μες στην Κουνελότρυπα, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι πολλές περιπέτειές της. Η Κουνελότρυπα συμβολίζει την αρχή, την πύλη για το καινούριο, το άγνωστο, αλλά ταυτόχρονα και τον δρόμο προς την ενηλικίωση. Μια μέρα σαν κι αυτή, 25 χρόνια πριν, η Αλίκη Βουγιουκλάκη περνά στην απέναντι πλευρά, για να ζήσει επιτέλους τα δικά της θαύματα κάτω από τη σκηνή, μακριά από τα φώτα.

25 χρόνια χωρίς την Αλίκη - Ανταπόκριση απ’ την Κουνελότρυπα
ΠΡΟΒΟΛΗ

Οι επέτειοι θανάτου είναι κάπως μακάβριες, αλλά ενέχουν για εμένα μια δράση πιο άμεση από τις επετείους γέννησης. 25 συναπτά έτη. Απουσίας για εκείνη, παρουσίας για εμένα. Κι είναι ο τετραγωνικός αυτός αριθμός που το κάνει να φαίνεται σαν να είναι κάτι αξιόλογο που πρέπει να το κάνουμε και θέμα. Πράγματι, τα 25 χρόνια στη ζωή ενός ανθρώπου είναι ένα κάπως κρίσιμο σημείο – υπαρξιακά τουλάχιστον. Μετά το λύκειο έρχεται το πανεπιστήμιο και μετά από αυτό η πρώτη σου δουλειά. Άλλοι παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Άλλοι πάλι ακόμα γυρεύουν τον προορισμό τους, το ντεστινέισιον που τραγούδησε η Linda Perry. Τα 25 χρόνια θανάτου, όμως, πώς είναι;

Είναι στα σίγουρα μια ευκαιρία αναθύμησης του νεκρού και του τι άφησε πίσω του.

Με αφορμή αυτή την επέτειο, τα 25 χρόνια από το θάνατο της Αλίκης Βουγιουκλάκη δεν με βρήκαν να ξεσκονίζω βιβλία και βίντεο από το αρχείο μου, αλλά να παρακολουθώ για πολλοστή φορά την αγαπημένη μου ταινία της, το «Ταξίδι», σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου. To φιλμ κυκλοφόρησε το 1962 και, δυστυχώς, η επιτυχία του δεν ήταν μεγάλη εξαιτίας του τέλους του, στο οποίο η Αλίκη πεθαίνει. Πολλοί δεν γνωρίζουν καν την ταινία, αφού οι εμπορικές δουλειές της πρωταγωνίστριας κατάφεραν να επισκιάσουν αυτό το κόσμημα. Τούτη η αντιεμπορική δουλειά της πιο εμπορικής ηθοποιού της εποχής της είναι για εμένα η πιο δραματική κινηματογραφική ερμηνεία της.

Μου αρέσει αυτή η ταινία γιατί θα δεις μια Βουγιουκλάκη διαφορετική από ό,τι βλέπεις συνήθως στην οθόνη. Μια Βουγιουκλάκη που μέσα από το ρόλο της συναινεί εκούσια στην απομάγευση του ειδώλου. Του δικού της ειδώλου. Επιτέλους λίγη αυτοαναίρεση. Το μακιγιάζ της αδιόρατο, τα μαλλιά της πολλές φορές βρεγμένα και αχτένιστα, το βλέμμα της μονίμως προβληματισμένο, μελαγχολικό. Ουδέν ίχνος φιλάρεσκης συμπεριφοράς ή ναρκισσισμού κατά τ’ άλλα. Δεν θα την δεις στιγμή να κοιτάζει κατάματα τον φακό. Μόνο μια μουρίτσα ονειροπόλα, πέρα για πέρα αντι-κομιλφό. Και μια κατάφωρη θλίψη να περιγελά τα πάντα.

Η Αλίκη υποδύεται την Μαρίνα, που ζει σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά με την μητέρα και την αδελφή της. Όνειρό της είναι να απελευθερωθεί από τα κοινωνικά και οικονομικά όρια της μικρής κοινότητας της. Ονειρεύεται ένα μεγάλο ταξίδι μακριά από την φτώχεια και την μιζέρια της καθημερινότητάς της, στα σκληρά χρόνια της επαρχίας του 1960. Το ταξίδι αυτό συμβολίζει εντελώς καβαφικά τον μεγάλο στόχο που θέτει κανείς στη ζωή, την Ιθάκη του. Μόνο που για την Μαρίνα, τα πλοία θα φύγουν χωρίς την ίδια, το ταξίδι της δεν θα πραγματοποιηθεί και η διάψευση αυτή θα οδηγήσει στην απόλυτη και τραγική ματαίωση.

Μετά το φοβερό τέλος, η επόμενη αγαπημένη μου σκηνή είναι εκείνη στο σπίτι της οικογένειας Τρέντη. Τους έχει γίνει έξωση για απλήρωτα ενοίκια. Η Μαρίνα, αφού προσπάθησε να μαζέψει χρήματα από τη γειτονιά για να τους βοηθήσει, τους επισκέπτεται ώστε να τους τα δώσει. Το κοριτσάκι της οικογένειας ξεσπά σε κλάματα. Η Αλίκη το παίρνει στην αγκαλιά της. Ανοίγει το παράθυρο. «Άκου», της λέει. Μια παρέα έχει βγει για βαρκάδα και τραγουδούν «Γιαλό γιαλό που θα με πας/που θα με ταξιδέψεις». Και ξαφνικά όλοι κοντοστέκονται για να αφουγκραστούν. Και με τη συγκλονιστική «Βαρκαρόλα» του Σταύρου Ξαρχάκου για χαλί συντίθεται ένα απαράμιλλο κάδρο, με το πλάνο να ξεμακραίνει όλο ποιητικό ρεαλισμό. Ο συνθέτης ήταν 23 χρονών όταν έγραψε αυτό το αριστούργημα.

Τα 25 αυτά χρόνια απουσίας, όμως, στέκονται κι ως έναυσμα για προβληματισμό.

Ήταν πια τόσο ισχυρός ο μύθος της, γι’ αυτό και διαρκεί τόσα χρόνια μετά; Υπήρξε κάτι παραπάνω από μια εκπρόσωπος της δεξιάς κουλτούρας; Κάτι πιο μεγάλο από μια εμπορική ηθοποιός που είχε σχέσεις με το βασιλιά; Γιατί δεν την απασχόλησε ποτέ να αφυπνίσει συνειδήσεις μέσω της τέχνης της; Γιατί νοιαζόταν να είναι μονίμως η πρώτη;

Παρατηρώ πως ακριβώς επειδή η εποχή στην οποία θριάμβευσε έβριθε από ευαισθησίες - ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές - η Βουγιουκλάκη έδρασε ως ο ενσαρκωτής στο όραμα του μικροαστού Έλληνα, που φαντασιωνόταν να παντρευτεί ένα «παλικάρι», μια «νεράιδα» να υποταχθεί στην πατριαρχία, να γίνει σημαιοφόρος της, να γίνει σταρ, να πλουτίσει, να ξοδέψει. Να αναβιβαστεί αβρόχοις ποσί απ’ το ημιυπόγειο στο ρετιρέ.

Εγώ βλέπω πως αυτή η σιδερωμένη εικόνα της σταρ που υπηρετούσε δεν ήταν παρά σπασμοί και τινάγματα μιας καθ’ όλα απροϋπόθετης ύπαρξης.

Αν η Βουγιουκλάκη δεν γεννιόταν στην Ελλάδα του ΄30, έτσι όπως ήταν διαμορφωμένη, δεν θα γινόταν αυτό που έγινε.

Η Βουγιουκλάκη "συνέβη" ακριβώς επειδή οι εποχές εκείνες είχαν αυτή την ανάγκη. Από το θάνατό της κι ύστερα, όμως, το αφήγημα για το μύθο της έλαβε άλλη μορφή. Υπήρχαν, ασφαλώς, παρόμοιες αναφορές και όσο ήταν εν ζωή, ωστόσο στα 25 αυτά χρόνια από την ξαφνική εγκατάλειψή της, το αφήγημα αυτό εδραιώθηκε, εκπληρώνοντας στο φαντασιακό μας μια τελείως διαφορετική λειτουργία.

Το νέο αφήγημα προβάλλει την εικόνα της νεανικής Αλίκης και όχι της σταρ Βουγιουκλάκη. Της παιδικής Αλίκης που ως Μανταλένα τραγουδάει το «Θάλασσα πλατιά», του Χατζιδάκι, για να ξυπνήσει τα νιάτα μας, τον ανέμελο εαυτό που αφήσαμε πίσω.

Γιατί να μιλάμε ακόμα για εκείνη, τόσα χρόνια μετά; Γιατί κάπου μας επιστρέφει. Κάτι μέσα μας εξανθρωπίζεται όταν την βλέπουμε. Ο μύθος της μας κατοπτεύει ακόμη, θέλουμε δεν θέλουμε. Από τα ασπρόμαυρα φιλμ της αθωότητας στις έγχρωμες μελό ερμηνείες κι απ’ το τοσοδούλικο μνήμα της στο Α’ Νεκροταφείο μέχρι τις αόριστες μεταφυσικές εσχατιές της, το γλυκό κορίτσι, η ωραία Αλίκη παραμένει παρούσα, ζωντανή σχεδόν.

(Σημείωση: Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υπήρξε επίσης αφοσιωμένη ηθοποιός του θεάτρου και θιασάρχης, με δουλειές που ξεπερνούν κατά πολύ τα όσα πρόσφερε στο ελληνικό σινεμά. Επειδή η εμπειρία μου αναφορικά με τη θεατρική παρουσία της περιορίζεται στα αποσπάσματα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, δεν μπορούσα να συμπεριλάβω την ιδιότητά της αυτή στο κείμενό μου με τρόπο υποκειμενικά αποτελεσματικό. Είναι, ωστόσο, μια έκκληση για διάλογο προς όσους έχουν άποψη και μπορούν να πάνε τη σχετική συζήτηση ένα βήμα παραπέρα.)

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ