Η ταινία της βδομάδας – Αννέτ (Annette, 2021)

Μπαίνει η κινηματογραφική πρώτη βδομάδα του Σεπτέμβρη με 12 ταινίες, οι τρεις παλιά αριστουργήματα σε επανακυκλοφορία.

Η ταινία της βδομάδας – Αννέτ (Annette, 2021)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Σε αύξουσα σειρά σπουδαιότητας στην προσωπική μου λίστα:

Το Τελευταίο Ατού του μεγάλου Μπίλυ Ουάιλντερ, η ιστορία ενός δημοσιογράφου που για να βγάλει το scoop δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, ούτε στην σωτηρία μιας ανθρώπινης ζωής.  Πόσος δημοσιογραφικός αμοραλισμός μπορεί να χωρέσει μέσα σε δυο ώρες;

Η Μπλε Ταινία του Κισλόφσκι, η πρώτη της τριλογίας των χρωμάτων, όπου η αγάπη βιώνεται ως οδυνηρή ελευθερία μέσα από την απώλεια. Η πρωταγωνίστρια – μια αξεπέραστη Ζυλιέτ Μπινός – χάνει ό,τι αγαπάει για να ανακαλύψει πως το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι να αγαπάς. Γιατί, στο κάτω – κάτω, Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.

Και για το τέλος το αριστούργημα του ελληνοαμερικάνου "Πάπα" του ανεξάρτητου κινηματογράφου, το Μια γυναίκα εξομολογείται του Τζον Κασσαβέτης. Η λατρεμένη του Τζίνα Ρόουλαντς σε ένα ρόλο – φωτιά. Μια μικρή σπουδή στην νοητική διαταραχή και τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό, ο εξοστρακισμός του ανθρώπου που άθελα του έρχεται σε ρήξη με τις κανονικότητες της καθημερινότητας. Μια ταινία που καλπάζει από την αρχή και δεν σε αφήνει ήσυχο μέχρι το τελευταίο πλάνο. Στην εποχή της ο Κασσαβέτης γύρναγε με την μπομπίνα στο χέρι να βρει κινηματογράφο που θα την παίξει, τώρα οι απανταχού σινεφίλ τρέχουν όπου παίζεται να τη βρουν.

H ταινία της εβδομάδας - Αννέτ (Annette, 2021)

Όταν στις Κάννες (όπου το 2020mag.gr ήταν εκεί) έκλεισαν τα φώτα, μια φωνή από την οθόνη άρχισε να δίνει οδηγίες «παρακαλείσθε να απενεργοποιήσετε τα κινητά σας, να κάθεστε ήσυχοι στις θέσεις σας, να μην μετακινείστε» και σκέφτηκα πως θα είναι κάποιο ηχητικό που παίζει πριν από κάθε ταινία στις Κάννες με το savoir – faire του θεατή. Καθώς συνέχισε «μην γελάτε, μην φτύνετε, μην αναπνέετε, μη ρεύεστε» κατάλαβα επιτέλους πως είχαμε μπει, λίγο απότομα είναι αλήθεια, στο σύμπαν του Λεός Κάραξ και των αδερφών Μάελ, των Σπάρκς.

Ο πρώτος είναι ο αιρετικός σκηνοθέτης που έχει γράψει και σκηνοθετήσει τα τελευταία σαράντα χρόνια μόλις έξι ταινίες μυθοπλασίας, με μια πολύ ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά, περίεργα και απρόσμενα σενάρια και εκπληκτικές σκηνές πέρα από κάθε φαντασία.

Εννιά χρόνια μετά το σουρεαλιστικό Holy Motors επανέρχεται με μια ταινία – τομή στο έργο του, με βασικές διαφορές από τις προηγούμενες.

1. Είναι η πρώτη του αγγλόφωνη παραγωγή.
2. Παίζει σε "αμερικάνικο" έδαφος, γυρίζοντας μιούζικαλ.
3. Πρωταγωνιστής του δεν είναι αυτή τη φορά ο ευρηματικός ασχημόμορφος Ντενίς Λαβίντ, που ο ίδιος ανέδειξε, αλλά ο αντίστοιχος (αν και φυσικά μεγαλύτερης εμπορικής εμβέλειας) αμερικάνος αντι-σταρ Άνταμ Ντράιβερ.
4. Το σενάριο δεν το υπογράφει ο ίδιος αλλά οι Σπαρκς, το art pop ντουέτο των αδελφών Μάελ που έχουν βγάλει από τα 70s μαζί πάνω εικοσιπέντε conceptual άλμπουμς  και συνεχίζουν.

Οι Σπαρκς λοιπόν –για τους οποίους φέτος γυρίστηκε και ένα ντοκιμαντέρ με σκηνοθέτη τον Έντγκαρ Ράιτ – γράφουν για πρώτη φορά σενάριο και, φυσικά, τη μουσική για μια ταινία στην οποία υπάρχουν ελάχιστα λεπτά μη μελοποιημένης πρόζας.

Ένα σενάριο χειμαρρώδες, απλοϊκό για ορισμένους, που περιστρέφεται γύρω από τον μεγάλο έρωτα μιας όμορφης και καλλίφωνης τραγουδίστριας της όπερας και ενός ιδιόρρυθμου και μοναχικού  stand-up comedian και την τραγικής του κατάληξης.

Η απλότητα, και όχι απλοϊκότητα του σεναρίου, έγκειται στο ότι προσεγγίζει μέσα από σύμβολα και αρχέτυπα τον άντρα, τη γυναίκα και τη σχέση. Οι δυο πρωταγωνιστές του βοηθάνε πολύ σε αυτό το ‘χτίσιμο’. Η Μαριόν Κοτιγιάρ είναι η ιδανική ενσάρκωση της γλυκύτητας, της τρυφερότητας, του δοσίματος και όλων των ιδιοτήτων που έχουν συνδεθεί με  τη γυναίκα – μάνα, τη γυναίκα – φύση, τη γυναίκα στρογγυλεμένη άκρη του πολιτισμικού σκεύους.

Ο Άνταμ Ντράιβερ, από την άλλη, αποδεικνύει για μια ακόμα φορά πως είναι ένας από τους μεγάλους ηθοποιούς της γενιάς του. Μπορεί τα τελευταία χρόνια να παίζει στις δυο από τις τρεις ταινίες που βλέπω – οκ, υπερβολή – αλλά κάθε φορά με εκπλήσσει με τη ζωντάνια και την πρωτοτυπία με την οποία προσεγγίζει κάθε χαρακτήρα που έχει να ερμηνεύσει. Χωρίς να εγκαταλείπει ποτέ το απόκοσμο, λίγο μισάνθρωπο ύφος του, κάθε φορά ενδύεται τη προσωπικότητα του πρωταγωνιστή σαν να φοράει καλοραμμένο πουκάμισο. Ακόμα και το δύσκολο ρόλο του Χένρι Μακ Χένρι. Δύσκολο γιατί οι αδελφοί Σπαρκς προσπαθούν να σχεδιάσουν, σε αδρές γραμμές, τον νέο τύπο του μεταφεμινιστή άντρα του 21ου αιώνα. Γοητευτικός γιατί είναι σκοτεινός και απόμακρος, ανεξερεύνητος, αλλά και ανικανοποίητος, ευφυής αλλά με χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη. Το νέο αυτό ‘μοντέλο’ που ξεφεύγει από τα προηγούμενα, όπου ο άντρας κυριαρχούσε μέσα από τη δύναμη και την καταστολή, καταλήγει κι αυτό να διαιωνίζει τη διάσταση ανάμεσα στο συναίσθημα του αρσενικού και του θηλυκού (το οποίο το αρσενικό καταλήγει να χλευάζει). Και κορυφώνεται όταν το θηλυκό εκπληρώνει την ύψιστη αποστολή του, φέρνει στον κόσμο μια καινούργια ζωή, και το αρσενικό, πάντα νομάς, μέλος μιας αγέλης λύκων, βαριέται και θέλει να φύγει.

Αν δεν υπήρχε η μικρή Αννέτ στο σενάριο, θα μιλούσαμε για μια εμπνευσμένη ή λιγότερο εμπνευσμένη ιστορία αγάπης. Η παρουσία του παιδιού όμως δρα ως καταλύτης στην εξέλιξη της ιστορίας.

Το λατρεμένο παιδί δυο γονιών, το παιδί θύμα της υπέρμετρης αγάπης, θύμα των προσδοκιών και των προβολών τους, το παιδί θύμα της ωραιοποιημένης συναισθηματικής βίας και κακοποίησης.

Το παιδί – αντικείμενο για την εκπλήρωση ξένων επιθυμιών έχει τη μορφή μιας αλλόκοτης μαριονέτας. Δεν αρθρώνει λέξεις αλλά εκπέμπει μια ουράνια μελωδία εκστασιάζοντας το πλήθος των θαυμαστών της και γεμίζοντας τις τσέπες του συζυγοκτόνου πατέρα της.

Οι αδελφοί Μάελ, πάντα πρωτότυποι και ακραίοι στο δημιουργικό τους σύμπαν, μας λένε τώρα ‘μ’ένα τραγούδι’ ένα μετανεωτερικό παραμύθι με κεντρικό ήρωα ένα κοριτσάκι, μια post modern κοκκινοσκουφίτσα που βγήκε από την κοιλιά της μανούλας για να αντιμετωπίσει έναν άγνωστο και επικίνδυνο κόσμο γεμάτο λύκους, με πρώτο και καλύτερο τον μπαμπά της. Τα παραμύθια είναι απλές ιστορίες. Ποτέ απλοϊκές. Και βασίζονται πάνω σε μοτίβα. Οι Σπαρκς παίζουν με σύμβολα από παλιούς και σύγχρονους μύθους και ο Λήο Κάραξ σκηνοθετεί με καταπληκτική μαεστρία, χρησιμοποιώντας απλά, βασικά, εύληπτα χρώματα. Όπως στα παραμύθια, που δεν έχουν αποχρώσεις και γκρίζες ζώνες. ‘Δανείζεται’ σκηνοθετικές μανιέρες και τα πλάνα του μοιάζουν μια με σκηνικό της Τρικυμίας στο Royal Theater, μια με ρομαντική κομεντί των 70s και μια με το Άννυ (σύμπτωση άραγε η συνωνυμία;) Η σκηνοθεσία του είναι δυναμική  και ‘κολλάει’ πάνω στο σενάριο και τη μουσική. Μουσική, υποκριτική, σκηνοθεσία, όλα δουλεύουν μαζί για να απογειώσουν το μιούζικαλ, δίνοντας νέες προοπτικές σ ένα κλασικό κινηματογραφικό είδος και προεικάζοντας τον τρόπο που θα λέγονται τα παραμύθια στο εγγύς μέλλον. Όσο για τη σκηνή που αντικατέστησε το ‘και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα’, αυτό είναι η έκπληξη της ταινίας.

Ξεχάστε όλα τα παραπάνω και πηγαίνετε να δείτε την ταινία σαν παιδιά που θέλουν να ακούσουν μια ιστορία για να κοιμηθούν – άσχετα με το αν τα όνειρα θα είναι γλυκά ή εφιάλτες. Βιαστείτε γιατί

IT’S TIME TO START

MAY WE, MAY WE START NOW

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ