Το παράλληλο κινηματογραφικό σύμπαν της Δράμας (Part 1)

Ο Κωνσταντίνος Βρεττός βρέθηκε στην Δράμα για το Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους και μας περιγράφει το κλίμα που συνάντησε αλλά και όσα συζήτησε με τους συντελεστές των ταινιών.

Το παράλληλο κινηματογραφικό σύμπαν της Δράμας (Part 1)
ΠΡΟΒΟΛΗ

Έχοντας ζήσει το φεστιβάλ στην Θεσσαλονίκη, όπου όλη η πόλη μπαίνει σε φεστιβαλικούς ρυθμούς, φανταζόμουν ότι κάτι αντίστοιχο θα συναντούσα και στην Δράμα. Μια πόλη στολισμένη με αφίσες και κόσμο που μεταφέρεται από το ένα σινεμά στο άλλο. Οι ντόπιοι ήταν και αυτοί στον παλμό του φεστιβάλ και υποδέχτηκαν τον κόσμο με μεγάλη χαρά.

Τα βράδια, δίναμε ραντεβού στο σινέ Ολύμπια για να παρακολουθήσουμε τις μικρού μήκους που διαγωνίζονταν τόσο σε διεθνές όσο και εθνικό επίπεδο. Το φεστιβάλ της Δράμας μας υπενθύμισε πόσο μας είχαν λείψει οι κλειστές αίθουσες, την διαχρονική γοητεία του θερινού σινεμά και την ιδιαιτερότητα του drive-in.

Μέσα στις αίθουσες, ακόμα και με μάσκα, υπήρχε αυτή η ενέργεια μεταξύ των θεατών, όπου μοιράζονταν τον ίδιο σκοπό,  παρακολουθώντας μια ταινία και συνειδητοποιήσαμε την επίδραση του σινεμά μέσα μας, αλλά και τον ρόλο του ως μέσο επικοινωνίας.  Στο τέλος κάθε ημέρας, συζητάγαμε για τις ταινίες που προβλήθηκαν, κάνοντας ο καθένας την δική του αποτίμηση, για να έρθει η επόμενη μέρα και να ακούσουμε τις σκέψεις των σκηνοθετών γύρω από την ταινία, στο καθιερωμένο Q&A.

Η δημοσιογραφία θέλει ένα θράσος, σαν αυτό που έχουν οι ταξιτζήδες με το που φτάνεις στο λιμάνι του Πειραιά και προσπαθούν να σε πείσουν να μπεις στο ταξί. Συνήθως μάταια.

Χωρίς να θέλω να επέμβω στον ιδιωτικό τους χώρο, κατάφερα να αποσπάσω τις σκέψεις της Αλεξάνδρας Ματθαίου, σκηνοθέτριας της ταινίας «A Summer Place» η οποία απέσπασε τιμητική διάκριση καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στην Μαίρη Μηνά για την εκφραστική της δυναμική και την ικανότητά της να αποδώσει πειστικά με τη μεγαλύτερη υποκριτική λιτότητα τη συναισθηματική διαδρομή της ηρωίδας από τη συνθήκη της κατάθλιψης στην ελπίδα και τον έρωτα αλλά και το Drama Queer Award στην ταινία που μας θύμισε ότι ανεξάρτητα από τα όρια που τίθενται, η ουσία βρίσκεται στη συντροφικότητα και την αποδοχή του διαφορετικού, γιατί κάθε σχέση μπορεί να βρει τον τόπο της

Υπάρχουν φορές που στην ζωή νιώθεις ότι εγκλωβιζόμαστε σε μια ζωή που δεν θέλουμε να ζήσουμε;

Νομίζω είναι αρκετά καίρια ερώτηση γιατί ίσως είναι και ο λόγος που επέλεξα να κάνω αυτό το επάγγελμα. Αυτό που υπαρξιακά με φοβίζει από πολύ μικρή ηλικία είναι το πώς εγκλωβίζεσαι σε επιλογές που έχουν γίνει τόσο ένα με σένα και είναι δύσκολο να απεγκλωβιστείς και θέλει πραγματικό θάρρος από όλους μας. Θέλει κουράγιο να παίρνεις μια απόσταση από τα πράγματα.

Η Τίνα (Μαίρη) ένιωθα ότι φροντίζοντας την Ρώρα, φρόντιζε τον εαυτό της..

Χαίρομαι πολύ που το επισημαίνεις γιατί ήταν ακριβώς αυτό. Ανοίγει για αυτήν ένας χώρος να φροντίσει έναν άλλον άνθρωπο και να επανέβρει το νόημα ή την χαρά της ζωής. Αν δεχτούμε ότι η ζωή είναι τόσο μάταιη, να αυτοκτονήσω η να φτιάξω καφέ του Καμύ. Το να έχεις αγγίξει μόλις έναν άνθρωπο είναι αρκετό.

Αν έβλεπε την ταινία σου ένα δεκάχρονο παιδί τι θα ήθελες να του μείνει;

Καλή ερώτηση. Ένα δεκάχρονο παιδί θα ήθελα να ασχοληθεί με το κέντρο βαρούς της ταινίας, την ιστορία αγάπης. Πόσο τελικά θεμελιώδες είναι το να μπορείς να προσφέρεις αγάπη σε έναν άλλον άνθρωπο και πόση σημασία έχει η ανθρώπινη παρουσία στην ζωή μας, το πόσο εισβάλλει τόσο ανορθόδοξα και αυτή την ανοιχτότητα να πάρει ένα παιδί και να πορευτεί.

Η ταινία λέγεται A Summer Place. Ποιο είναι το δικό σου safe place;

Αχ τι ωραία ερώτηση. Έχω μια έμμονη με τα ταξίδια, όλο αυτό της απόδρασης είναι σχεδόν σε εμμονικό βαθμό. Κάθε ταξίδι είναι και ένα safe place. Το safe place μου είναι να περπατάω σε άγνωστα μέρη και να χάνομαι σε αυτά. Οι άνθρωποι που αγαπώ είναι επίσης σε αυτή την κατηγορία.

Όταν παρακολούθησα την ταινία «From The Balcony» του Άρη Καπλανίδη τα πράγματα ήταν απλά. Έπρεπε να βρω τον Άρη Καπλανίδη.

Με τα πολλά τον συνάντησα σε ένα ουζερί μαζί με τον σεναριογράφο της ταινίας Ηλία Ρουμελιώτη, και την ηθοποιό Κωνσταντίνα Γεωργαντά.

Το αριστούργημα των Άρη Καπλανίδη και Ηλία Ρουμελιώτη, δικαίως απέσπασε συνολικά έξι βραβεία με τους συντελεστές να ευχαριστούν κριτική επιτροπή και κοινό. Το ευχαριστώ όμως πρέπει να το πούμε εμείς. Ευχαριστούμε για το αυθεντικό γέλιο που μας προσφέρατε αλλά και για την υπενθύμιση ότι μια παραπάνω κουβέντα να πεις στον συνάνθρωπο σου, ίσως αρκεί.

Τι σας ενοχλεί στην καθημερινότητα σας αλλά και τι βρίσκετε ελπιδοφόρο;
Α.Κ. :Αυτό που μας χαλάει, πέρα από τα σκηνικά βίας είναι η κοντοφθαλμιά, πως μπορούμε να μην βλέπουμε. Μα καλά δεν βλέπουν; Είναι μέσα στα μάτια σου και δεν το βλέπεις; Ειδικά στον βαθμό που μπορείς να το επηρεάσεις.

Η.Ρ: Συμφωνώ κάργα. Κάτι που θα είναι γραπτό, θα δεις στις ειδήσεις, θα διαβάσεις και το τρως αμάσητο. Δεν βλέπεις γύρω σου, περπατάς στο πεζοδρόμιο, ζεις τον παλμό του κόσμου, το πώς τους ακούς, το πώς σκέφτονται. Δεν μπορείς να μένεις σε κάτι γραπτό, σε κάτι που είπε κάποιος άλλος. Πρέπει να βλέπεις.

Α.Κ: Το ελπιδοφόρο ίσως είναι πιο σπάνιο και από το σκηνικό βίας! (γέλια) Τι να κάνουμε ρε φίλε. Υπάρχουν μικροπράγματα που μας θυμίζουν ότι η ζωή είναι ωραία. Δεν θυμάμαι τώρα.

Πώς θα συμπληρώνατε την φράση «Ευχαριστώ τον Άρη/Ηλία για..»;
Άχου το! Σε ευχαριστώ που υπάρχεις μου έρχεται. Θα σου πω μια ιστορία. Είμαστε φίλοι πολλά χρόνια και ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα σε τέτοια βάση, όλο κάτι γράφαμε. Η πρώτη μας επαφή, χωρίς να έχουμε καμία σχέση μέχρι τότε, ήταν μια ταινία που είχαμε δει μαζί και γελάσαμε, κάπως έτσι κολλήσαμε. Κάποια στιγμή, γράφαμε σενάρια, κάναμε ταινίες και μπήκαμε λίγο βαθιά στην αγορά. Είχα μπλέξει με μοντάζ και διαφημιστικές εταιρείες και ο Ηλίας ήταν μάγειρας. Ήταν μια δύσκολη περίοδος και η πρώτη, από τότε που ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα, που συναντηθήκαμε δυο φορές σε 2 χρόνια. Και εκείνες τις φορές που βρεθήκαμε, τα νέα μας που ήταν κυρίως παράπονα. Πέρασε αυτή η περίοδος, ήρθε το μπαλκόνι και που έχει κάτσει η σκόνη, θυμόμαστε εκείνη την περίοδο σαν ίσως το πιο μαύρο πράγμα που έχουμε βάλει οι ίδιοι τον εαυτό μας. Και το περάσαμε ταυτόχρονα. Από όλα αυτά τα χρόνια που είμαστε δραστήριοι, δεν γράψαμε μισή γραμμή σενάριο, δεν κάναμε τίποτα. Δύο χρόνια περάσαμε που δεν είχαμε συναντηθεί και ήταν τα πιο μαύρα χρόνια. Αυτό τα λέει όλα.

Πέτυχε το μπαλκόνι;
Δεν μ’ αρέσει η επιτυχία σαν λέξη. Κάτι που θα θέλαμε είναι κάποια στιγμή να υπάρχουν και άλλες ταινίες σε αντίστοιχο ύφος και διάθεση, και να κάνουν άλλοι τα αριστουργήματα και ας μην τα κάνουμε εμείς. Απλά να μπορούμε να κάνουμε μια μέτρια ταινία και να περνάει, να πάρει χρηματοδότηση και να βρει κοινό. Υπάρχουν δημιουργοί στην Ελλάδα για αυτό. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος στόχος. Ο μικρότερος είναι ότι παίχτηκε εδώ 4 φορές, πήγαμε σε όσες προβολές μπορούσαμε. Όταν ως θεατής νιώθεις μια σύμπνοια με τους γύρω σου, να χειροκροτήσεις ή να γελάσεις στο ίδιο πράγμα, νιώθεις μια ουσιαστική συλλογικότητα, το κβαντικό «είμαστε όλοι ένας οργανισμός». Τώρα αν το έχεις φτιάξει εσύ αυτό, το έχεις κάνει ταινία και το προκαλείς στους άλλους, είναι σουρεάλ. Είναι πάρα πολύ ωραίο. Η μεγαλύτερη χαρά. Είναι μια προσωπική στιγμή τα χειροκροτήματα με την οποία παίρνεις απαντήσεις για την ζωή σου.

Φωτογραφίες: Mike Tsolis


ΥΓ: Ευχαριστώ από καρδιάς την Γωγώ, την Ρομάνα, την Μαρίνα, την Ζωή, τον Ηλία, την Αλεξάνδρα, τον Άλεξ, τον Μάικ, την Ροξάνη και την Ειρήνη, που έκαναν αυτές τις μέρες μαγικές. 

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ