27ες Νύχτες Πρεμιέρας: Πώς να χωρέσεις ένα στυγερό έγκλημα σε μια χούφτα από βότσαλα

Δύο ιδιαίτερες ταινίες που συμμετέχουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό των 27ων Νυχτών Πρεμιέρας και φιλοδοξούν να παρουσιάσουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα ενός νέου σινεμά σε παγκόσμιο επίπεδο.

27ες  Νύχτες Πρεμιέρας: Πώς να χωρέσεις ένα στυγερό έγκλημα σε μια χούφτα από βότσαλα
ΠΡΟΒΟΛΗ

Εκείνες τις δυο φορές που έφυγα νύχτα από το Τριανόν με κυρίευσε η έντονη σκέψη πως η καλή τύχη του να μην έχεις μεγαλώσει σε ένα κακοποιητικό και πατριαρχικό περιβάλλον, δεν είναι δεδομένη. Χωρίς να παραγνωρίζω τη δυστυχία αυτή του να είσαι ένα ώριμο και λαχταριστό σύκο και να καταλήγεις μαρμελάδα, που μάλιστα θα σερβιριστεί ως μοναδική καινοτομία με κράκερς τυριού, συλλογίζομαι πως η επεξεργασία αυτή γίνεται συνήθως ερήμην σου, στα ευαίσθητα και κρίσιμα χρόνια του παιδικού εαυτού. Πάντοτε κάτι άλλο θα σου ανακόπτει την πρόοδο, δυστυχώς. Κι όπου «άλλο», βάλε εσύ την πατριαρχία, την θρησκομανία, την σεξουαλική κακοποίηση.

Οι ταινίες αυτές που εύλογα βρίσκονται στο φετινό πρόγραμμα του φεστιβάλ αποτελούν το κινηματογραφικό ντεμπούτο των δημιουργών και παρουσιάστηκαν στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ και στην Εβδομάδα Κριτικής του φεστιβάλ των Καννών αντίστοιχα. Δύο διαφορετικές απόψεις για τη βία και την κακοποίηση και το πώς επηρεάζουν τον ψυχισμό και τη συμπεριφορά των νέων παιδιών, ιδωμένες από μακρινές μεταξύ τους εποχές, από διαμετρικά αντίθετους κόσμους. Δύο ευκαιρίες για να ικανοποιήσουν οι πιο σκληροπυρηνικοί τις σινεφίλ τους ορμές, χωρίς αυτό να γίνεται με εξαναγκασμό.

Βότσαλα (Pebbles)

Σκηνοθεσία: Βινοθράζ Π. Σ.

Αυτό το πολύτιμο φιλμάκι της μιας ώρας μπορεί και ενσωματώνει μέσα του, πέρα από την κεντρική αφήγηση, και τα ιδιαίτερα ήθη μιας μακρινής σε εμάς κουλτούρας. Ο Ινδός σκηνοθέτης Βινοθράζ Π. Σ. έκανε με το Pebbles” (ελληνικός τίτλος «Βότσαλα») το κινηματογραφικό του ντεμπούτο κι έφυγε τον περασμένο Φεβρουάριο από το φεστιβάλ του Ρότερνταμ με το βραβείο της Χρυσής Τίγρης, αφήνοντας εντυπωσιασμένα τα μέλη της επιτροπής. Η συγκεκριμένη διοργάνωση, άλλωστε, είναι γνωστή για το «βήμα» που δίνει σε ανεξάρτητες και πιο πειραματικές παραγωγές, όπως αυτή.

Ο μύθος έχει ως εξής: το οδοιπορικό ενός μικρού αγοριού σε μια άγρια τοποθεσία της νότιας Ινδίας, του οποίου ο αλκοολικός κι επιθετικός πατέρας το «σέρνει» από χωριό σε χωριό, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, προκειμένου να φέρουν πίσω τη μητέρα του. Εμείς έχουμε το προνόμιο να παρακολουθούμε ολόκληρη την περιπλάνησή τους, απ’ τον πατέρα που παίρνει το παιδί από το σχολείο, για να φτάσουν με το λεωφορείο στο χωριό της οικογένειας της μητέρας του, μέχρι τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο προς το σπίτι, όπου το αγόρι αποφασίζει να πάρει θέση στην αντιπαράθεση των γονιών του, σκίζοντας τα εισιτήρια της επιστροφής.

Παρ’ όλο που η υπόθεση δεν είναι τίποτα περισσότερο από βασική κι υπεραπλουστευμένη, ο θεατής λαμβάνει απ’ την αρχή το μήνυμα πως εδώ το παιχνίδι θα το καθοδηγήσει η εικόνα και όχι οι διάλογοι. Αξιοσημείωτα τα πλάνα παρακολούθησης, που τρέχουν πίσω απ’ τις διαθέσεις των δύο κεντρικών προσώπων, όπως και η εμμονή στο συνεχές καδράρισμα, που άλλοτε δημιουργεί συμβολικές αντιπαραθέσεις και άλλοτε αποδίδει την υποκειμενική αίσθηση των χαρακτήρων. Στα σίγουρα προσφέρει έναν αριθμό από πολύτιμες εικόνες, σαν αυτόνομα έργα τέχνης.

Η ιστορία δεν ξεδιπλώνεται μέσα από κορυφώσεις, αλλά μέσα από τις λεπτομέρειες, η εξονυχιστική παρατήρηση των οποίων γίνεται σε έναν αργόσυρτο ρυθμό, όπως αργά και βασανιστικά καίει ο ήλιος. Εκτός απ’ τη διαδρομή των δύο πρωταγωνιστών (που επί τη ευκαιρία δεν πρόκειται για επαγγελματίες ηθοποιούς), ανοίγεται μπροστά σου ο μακρινός κόσμος της νότιας Ινδίας κι οι εξαναγκασμένες συνήθειες των κατοίκων της: ανακουφιστική ξυπολυσιά και τσιμπολόγημα μπουκιών ρυζιού με τα χέρια, ποντίκια σουβλιστά σε αυτοσχέδιες φωτιές λόγω της ανηλεούς ένδειας κι απορίας, δοχεία με πολύτιμο νερό μες από μια γούρνα οασική κι ας είναι βουρκωμένο.

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις ως επί το πλείστον φορτισμένες ομιλίες είναι η ταμιλική. Οι υπότιτλοι, ωστόσο, σχεδόν αχρείαστοι μπροστά στην οπτική αυτή απόλαυση. Τα διαδραματιζόμενα γεγονότα, άλλωστε, αποδίδονται ωσάν να έχουν συμβεί ξανά, σαν ένα επεισόδιο στο τελετουργικό μιας σταθερά επαναλαμβανόμενης ρουτίνας, απ’ την οποία μας έλαχε αυτό. Κι αυτό το επιβεβαιώνει η συλλογή από βότσαλα που έχει το αγοράκι και μας αποκαλύπτεται προς το τέλος, μια παιδική χούφτα με πετραδάκια που εξαιτίας των παθών των μεγάλων, όπως φαίνεται, ολοένα θα γεμίζει.

Μπρουνό Ρεϊντάλ: Εξομολόγηση ενός δολοφόνου (Bruno Reidal: Confession of a murderer)

Σκηνοθεσία: Βενσάν Λε Πορτ

Γαλλική επαρχία, 1905. O 17χρονος Μπρουνό Ρεϊντάλ δολοφονεί βίαια ένα 12χρονο αγόρι και στη συνέχεια παραδίδεται στις αρχές. Οι γιατροί που έχουν αναλάβει την ανάκρισή του, προσπαθούν να κατανοήσουν τα αίτια πίσω από το έγκλημά του. Του ζητούν, έτσι, να ανατρέξει στο σκοτεινό παρελθόν του και να καταγράψει τα πάντα με λεπτομέρειες, ώστε να ανιχνευτούν τα κίνητρά του και να σκιαγραφηθούν τα βασικά σημεία της ζωής του, που τον οδήγησαν στην παράλογη αυτή πράξη.

Στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Βενσάν Λε Πορτ μας παραδίδει ένα δράμα εποχής μέσα απ’ τα μάτια ενός δολοφόνου, βασισμένο σε αληθινή ιστορία, με ισχυρό το βουκολικό στοιχείο που άλλοτε μοιάζει ευχάριστο κι απολαυστικό, κι άλλοτε φαίνεται να εγκλωβίζει τα πρόσωπα στην προσωπική τους καταπίεση, απ’ την οποία και οφείλουν να ξεφύγουν. Ο φόνος, για τον Μπρουνό είναι για τον ίδιο η απελευθέρωσή του από μια καταπιεστική ανάγκη που τον βασανίζει ήδη απ’ την παιδική ηλικία.

Η εξομολόγηση του Μπρουνό στους επιστήμονες αποδίδεται δεξιοτεχνικά με την τεχνική των αναδρομών, απ’ τις οποίες ο θεατής αποσπά όλες τις πολύτιμες πληροφορίες για να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα, χωρίς να καθοδηγείται στιγμή η διάθεσή του απ’ το σκηνοθέτη. Ανάμεσά τους κι ο εγκληματολόγος Αλεξάντρ Λακασάν, ο οποίος, ενώ δεν προδίδει πολλά συναισθήματα μπροστά στις παράδοξες αφηγήσεις του Μπρουνό, που περιλαμβάνουν βίαιες σκέψεις, ασταμάτητους αυνανισμούς και καταπιεσμένα συναισθήματα, φαντάζεται κανείς πως προβληματίζεται έντονα για το πορτρέτο αυτού του νεαρού δολοφόνου.

Μια αναπαράσταση ενός εκ των πολλών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα κι επιβεβαιώνουν πως η θρησκοληψία, η πατριαρχία και η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα διαπλέκονται έντονα στη ρίζα όπου φυτρώνει το άνθος του Κακού. Μολαταύτα, παρά την κοινή γνώση πως ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να επιβάλει πειθαρχία στα κάθε λογής ψυχόρμητά του, ο Λε Πορτ τελικά προβάλλει τα θέματά του ακροθιγώς, χωρίς να μας αποκαλύπτει τον πραγματικό του στόχο και χωρίς να ξύνει την επιφάνεια λίγο βαθύτερα, ώστε να εντοπίσει πιο δημιουργικές ιδέες.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ