Νύχτες Πρεμιέρας: Δύο ταινίες εκτός διαγωνιστικού που θα ήθελες να δεις

Δύο νέες ταινίες που δεν διαγωνίζονται στη φετινή διοργάνωση, ωστόσο εμπλουτίζουν ευχάριστα και δημιουργικά το πρόγραμμα.

Νύχτες Πρεμιέρας: Δύο ταινίες εκτός διαγωνιστικού που θα ήθελες να δεις
ΠΡΟΒΟΛΗ

Στις εκτός διαγωνιστικού ταινίες του φεστιβάλ, επέλεξα (ή, μάλλον, πρόλαβα) να δω τις δύο παρακάτω, που καλώς χώρεσαν στο φετινό πρόγραμμα, καθώς το καθιστούν ακόμα πιο ενδιαφέρον και πλούσιο αναφορικά με το είδος, την τεχνική, αλλά και την απήχηση που μπορεί να έχουν στο κοινό. Η πρώτη αφορά στο νέο πόνημα του γνωστού σκηνοθέτη Έιταν Φοξ, που παρατηρεί τη σχέση δύο ομοφυλόφιλων ανδρών στο εξωτικό Τελ Αβίβ, ενώ η δεύτερη πρόκειται για το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Ουαλής Πράνο Μπέιλι-Μποντ, που άφησε στην άκρη τη σκηνοθεσία μουσικών βίντεο κλιπ και ταινιών μικρού μήκους για να παρουσιάσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, αφηγούμενη μια ενδιαφέρουσα ιστορία απ’ τα ‘80s.

Ενοικιάζεται (Sublet)

Σκηνοθεσία: Έιταν Φοξ

Ο Μάικλ είναι ένας ταξιδιωτικός δημοσιογράφος των New York Times στα 50 του, που ταξιδεύει στο Τελ Αβίβ, για αποστολή στο πλαίσιο της δουλειάς του. Το θέμα της στήλης του είναι να ανακαλύψει όσα περισσότερα μπορεί για μια πόλη, στην οποία παραμένει για πέντε μόνο μέρες. Εκεί γνωρίζει τον Τόμερ, ένα νεαρό φοιτητή του οποίου το σπίτι υπενοικιάζει. Οι δυο τους έρχονται πιο κοντά, όταν ο δεύτερος δέχεται να γίνει ο ξεναγός του. Το ηλικιακό και πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τους δύο ομοφυλόφιλους άνδρες θέτει σε πρώτο πλάνο την φιλοσοφία και τις φιλοδοξίες του καθενός για τη ζωή.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Έιταν Φοξ, απ’ το Ισραήλ, είναι γνωστός στους φανατικούς σινεφίλ των Νυχτών Πρεμιέρας, αφού στην 21η διοργάνωση είχε πραγματοποιηθεί ειδικό αφιέρωμα στον δημιουργό και στο έργο του. Τα θέματα που απασχολούν συχνά τις ταινίες του σχετίζονται με την ομοφυλοφιλία, όπως και με τις επιπτώσεις της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης στις διαπροσωπικές σχέσεις. Στο ίδιο μοτίβο των ομοφυλοφιλικών σχέσεων κινείται και το Sublet”, φωτισμένο από μια ενδιαφέρουσα, αλλά ταυτόχρονα και συμβατική οπτική.

Προτεραιότητα του Φοξ είναι να αναδείξει τις διαφορές μεταξύ των δύο ανδρών, που στο τέλος ίσως δεν αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για να τους φέρει κοντά. Ο Μάικλ είναι ήρεμος, νοικοκύρης, μιλά με το σύζυγό του κάθε βράδυ μέσω Skype, φοράει πιτζάμες και του αρέσουν τα μιούζικαλ. Ο Τόμερ είναι ένας κλασικός φοιτητής, ακατάστατος, ταπί και ψύχραιμος, φιλήδονος, που ζει για να μετράει τα προφυλακτικά του και να «ψωνίζει» συντρόφους μέσω των εφαρμογών γνωριμίας. Ένας ολόκληρος κόσμος φαίνεται να τους χωρίζει, αλλά ταυτόχρονα να τους δένει κιόλας, αναδεικνύοντας έτσι μια ιδιαίτερη φιλία.

Στο σημείο αυτό να αναφέρω πως έχω αγαπήσει τον Τζον Μπέντζαμιν Χίκεϊ στο “The Big C”, οπότε χάρηκα πολύ που τον είδα να πρωταγωνιστεί στην ταινία αυτή. Η ερμηνεία του απέδωσε με επάρκεια την υπαρξιακή κρίση του ήρωά του, την οποία, δυστυχώς, δεν ανακούφισε με έναν τρόπο λυτρωτικό ο νεοφερμένος και γοητευτικός Νιβ Νισίμ. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τις υποκριτικές του ικανότητες, τις οποίες δεν υποτιμώ, αλλά με το σενάριο του Φοξ, το οποίο παρουσίασε κάπως επιδερμικά τη σύντομη σχέση τους, όπως παρουσιάζονται σε μεγάλο βαθμό οι queer σχέσεις, προς απογοήτευσή μας.

Η λογοκρίτρια (Censor)

Σκηνοθεσία: Πράνο Μπέιλι-Μποντ

 

Η Πράνο Μπέιλι-Μποντ απ’ την Ουαλία κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, το “Censor”, που έκανε την πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Σάντανς. Η ταινία κάνει στην κυριολεξία μια ουσιαστική βουτιά πίσω στη δεκαετία του ’80, όπου οι ταινίες τρόμου δεν περιορίζονταν μόνο στα «Γκρέμλινς», τη «Λάμψη» και τον «Εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες». Γυναικεία υπόθεση απ’ άκρη σ’ άκρη αυτή η ταινία, κάτι που εκτίμησα πολύ και γι’ αυτό την προτείνω.

Στη Μεγάλη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ είχε γίνει πανικός με τα λεγόμενα video nasties, τα οποία ήταν χαμηλής ποιότητας και budget ταινίες τρόμου, οι οποίες γράφονταν σε βιντεοκασέτες και είχαν πλημμυρίσει την αγορά. Ένας από τους λόγους που επέσυραν την μήνιν των συντηρητικών ήταν η πεποίθηση πως το βίαιο περιεχόμενό τους ήταν ικανό να διαφθείρει τον κόσμο, με αποτέλεσμα να προβούν σε αντίστοιχες φρικτές πράξεις.

Το “Censor” ασχολείται με αυτό το ζήτημα μέσα από την παρατήρηση της ζωής της Ένιντ (όχι της Ένιντ Μπλάιτον), η οποία εργάζεται ως λογοκρίτρια αυτών των ταινιών, πετσοκόβοντας καθημερινά σκηνές αγριότητας και σφαγής, όπου θύματα είναι συνήθως γυναίκες. Κλεισμένη μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο για ώρες, σημειώνει τις περικοπές που πρέπει να γίνουν προτού διανεμηθεί η ταινία στον κόσμο, μια ασχολία την οποία χαρακτηρίζει «καθήκον», που στόχο έχει να προστατέψει τον κόσμο και να αποτρέψει τον ηθικό πανικό.

Παράλληλα καλείται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας οικογενειακής τραγωδίας. Η αδερφή της έχει εξαφανιστεί πριν από χρόνια και οι γονείς της την πιέζουν να προχωρήσει μπροστά αψηφώντας το παρελθόν, ενώ η ίδια παλεύει ακόμα μέσα της με διάφορα ανεξήγητα ερωτήματα. Η παρακολούθηση, δε, μιας συγκεκριμένης ταινίας με τίτλο "Don't Go in the Church", που η υπόθεσή της ασχολείται με την προδοσία μεταξύ δύο αδερφών, την επηρεάζει τόσο, ώστε βρίσκεται εγκλωβισμένη μες στις πικρές αναμνήσεις της.

Η πρωταγωνίστρια Νίαμ Άλγκαρ κατάφερε να κάνει καλά τη δουλειά της στο να με εκνευρίσει για όλο αυτό το συντηρητικό στυλ της που ολοφάνερα δεν αντέχω. Από την άλλη, αναγνώρισα πως πρόκειται για ένα τραυματισμένο απ’ τη ζωή πλάσμα, οπότε δεν εξέλειψαν οι στιγμές που επέδειξα καρτερία. Στο σύνολό της ταινίας πάλι, ενώ το πρώτο μέρος κυλάει πολύ ευχάριστα και το λάτρεψα στ’ αλήθεια για τα υπέροχα χρώματα, για την υποβλητική του ατμόσφαιρα, το πολιτικό drama και την μυστηριώδη behind the scenes αίσθηση, η υποτιθέμενη «κορύφωση» και το plot twist παρουσιάζονται με έναν δυσνόητο και έντονα σουρεαλιστικό τρόπο, που αποτυχημένα εμπλέκει την πραγματικότητα με την παραίσθηση και συγχύζει κάπως τον θεατή.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ