Τα τρανς άτομα δεν χρωστούν τίποτα και σε κανέναν

Στο πλαίσιο του 27ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου «Νύχτες Πρεμιέρας» πραγματοποιήθηκε ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Η τρανς ορατότητα στον κινηματογράφο και τα mainstream αφηγήματα vs αληθινής ζωής», που ακολούθησε την προβολή της ταινίας «Στρέλλα» στον κινηματογράφο Τριανόν.

Τα τρανς άτομα δεν χρωστούν τίποτα και σε κανέναν
ΠΡΟΒΟΛΗ

Απόγευμα στο Τριανόν. Οι 27ες Νύχτες Πρεμιέρας πραγματοποιούν ειδικό αφιέρωμα στο τρανς σινεμά, μέσα από την προβολή 13 ταινιών. Θα μου πεις τώρα, από τις 13 ταινίες του αφιερώματος, που ανάμεσά τους υπάρχουν και καινούρια διαμάντια, εσύ γιατί επέλεξες να ξαναδείς τη «Στρέλλα»; Ήταν μια πολύ βολική απόφαση. Γιατί ισοδυναμεί με το λεγόμενο “oldie but a goodie”. Γιατί σαν παιδί κι εγώ, θεωρώ την επανάληψη παρηγορητική και καθησυχαστική. Από την άλλη, μπορώ και αυτοκαλμάρομαι έτσι, αφού γνωρίζω εξαρχής το τέλος κι ως αγχώδης τύπος ίσως να κλονιζόμουν από μια αντίστοιχη τραγική ιστορία που θα παρακολουθούσα για πρώτη φορά.

Και ναι, η εμπέδωση μιας ακόμα προβολής με γαλήνεψε, αφού τα νεύρα μου για το ότι άνοιξαν τη σκεπή και το έκαναν θερινό για τους καπνίζοντες, ενώ εγώ κρύωνα, μου πέρασαν γρήγορα κι ακόμα και το ουίσκι που μας κέρασαν κατά την είσοδο το ήπια ευχάριστα, αντί να το φτύσω. Την ταινία προλόγισε ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Γιάννης Κοκιασμένος, αναφέροντας πως «η “Στρέλλα” είναι μια ανατρεπτική ταινία, όχι τόσο γιατί ασχολείται με μια περιθωριοποιημένη κι αποκλεισμένη κοινότητα, όσο γιατί προσπαθεί να αλλάξει τη γωνία εστίασης και, ενώ δεν χάνει ούτε μία στιγμή το βλέμμα της απ’ το δράμα, διαλέγει να δει το γλέντι».

Θα συμφωνήσω με αυτό, κυρίως γιατί αυτό το συναίσθημα λαμβάνει κι ο θεατής παρακολουθώντας την ταινία. Παρά τις δραματικές εξελίξεις στη ζωή της Στρέλλας και του Γιώργου, των δύο κεντρικών προσώπων, στο τέλος η ηρωίδα καταφέρνει να μετεξελίξει το σοκ και την ενοχή σε διασκέδαση και να τα ενσωματώσει σ’ αυτό τον «στρουμφοτζάζ» τρόπο που χαρακτηρίζει τον δρόμο της. Θυμήσου, σε παρακαλώ, πως η «Στρέλλα» προβλήθηκε την ίδια χρονιά με τον «Κυνόδοντα». Και σκέψου πόσο ελπιδοφόρα επανασύστησαν εκείνη τη χρονιά τον ελληνικό κινηματογράφο ο Κούτρας κι ο Λάνθιμος, μέσα από την παρουσίαση δύο διαφορετικών εκδοχών της ελληνικής οικογένειας.

Η Στρέλλα είναι μια τρανς εταίρα που ζει τη ζωή της επί ξυρού ακμής. Η Μίνα Ορφανού την ενσαρκώνει προβάλλοντας μια θηλυκή ευψυχία ανυπέρβλητου κάλλους. Μια αδάμαστη κι ανυπότακτη αμαζόνα της μέρας και της νύχτας. Μία Κάλλας του πεζοδρομίου, που κλαίει «γιατί, Κύριε, γιατί με ανταμείβεις έτσι;». Ένα γιορτινό και καλόψυχο παιδί που βοηθά τους πάντες γύρω της. Κι αφού μαζί με τον Γιώργο τα κάνουν κυριολεκτικά μαντάρα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι αναποτελεσματικό τελικά να σκέφτεσαι τα περασμένα. Ο Πάνος Κούτρας αποενοχοποιεί ένα μεγάλο ταμπού της ελληνικής κοινωνίας, παρουσιάζοντάς το ως μια πληγή ιάσιμη κι όχι ως το τέλος του κόσμου.

Με την ταυτόχρονη χρήση μιας γλώσσας που για άλλους θεωρείται camp, ενώ για άλλους απλώς αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα, η περίπτωση της «Στρέλλας» δεν επιχειρεί την επίδειξη, ούτε να πλασαριστεί ως εκκεντρική. Η φωτογραφία μπορεί να μην είναι και η πιο ελκυστική, αφού τα σκοτεινά χρώματα ίσως φαίνονται βαριά σε κάποιους, αλλά τουλάχιστον δεν στιλιζάρει και δεν εξωραΐζει έναν κόσμο εξ υπαρχής ομορφάσχημο. Όσον αφορά την εξέλιξη των τρανς ανθρώπων στη μεγάλη οθόνη, η «Στρέλλα» είναι μια ταινία αυτοαναφορική, οι ήρωες δηλαδή δεν καλούνται να διαχειριστούν τις διάφορες αντιπαραθέσεις σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά σε σχέση με τον εαυτό τους.

Κανείς εναντίον τους

Αμέσως μετά την προβολή ακολούθησε ανοιχτή συζήτηση και, όπως ήταν λογικό, έμεινα να ακούσω. Στήθηκαν τραπέζια, καρέκλες, μικροφωνικές, σταχτοδοχεία ανοξείδωτα μοιράστηκαν παντού, η αίθουσα φλόμωσε και η Μαρία Ναθαναήλ, υπεύθυνη επικοινωνίας των Νυχτών Πρεμιέρας και ειδική στην κοινωνιολογία των φύλων, προλόγισε και παρουσίασε τη συζήτηση με το ενδιαφέρον θέμα «Η τρανς ορατότητα στον κινηματογράφο και τα mainstream αφηγήματα vs αληθινής ζωής».

Στη σκηνή ανέβηκαν η δημοσιογράφος Μαρία Λούκα, που συντόνισε τη συζήτηση, ενώ ως ομιλήτριες κλήθηκαν η Πάολα Ρεβενιώτη, σκηνοθέτις κι ακτιβίστρια, η Άννα Κουρουπού, Διευθύντρια του Red Umbrella Athens, η Ερωφίλη Κόκκαλη, σύμβουλος σεξουαλικής υγείας, συγγραφέας και ηθοποιός και η Έλενα Όλγα Χρηστίδη, ψυχολόγος και επιστημονικά υπεύθυνη του Κέντρου Ψυχικής Υγείας ORLANDO. Ζωές σε μετάβαση, ζωές σε έναν δρόμο κανονικό, ζωές που δικαιωματικά προτίμησαν την αυτοεκτίμηση από την αυτοεξορία.

Η πρώτη ερώτηση που απηύθυνε η Μαρία Λούκα ήταν στην Πάολα Ρεβενιώτη, ρωτώντας την αν η πρόσβαση στην κινηματογραφική παραγωγή είναι πιο εύκολη σήμερα απ’ ό,τι ήταν παλιά. Εκείνη απάντησε λέγοντας πως ήδη από την εποχή που κυκλοφορούσε το περιοδικό «Κράξιμο», δεν βρέθηκε μπροστά σε κλειστές πόρτες αναφορικά με αυτά με τα οποία ήθελε να ασχοληθεί κι ότι η μόνη δυσκολία που βίωσε ήταν το ότι ήταν τρανς και μόνη, χωρίς κάποια υποστήριξη και βοήθεια (οικονομική κυρίως) από φορείς, θεσμούς κτλ.

Στη συνέχεια η Άννα Κουρουπού μίλησε λέγοντας πως οι περισσότερες ελληνικές παραγωγές αναφορικά με την τρανς κοινότητα περιέχουν στρεβλώσεις, κι ότι εντοπίζει σ’ αυτές την παράλειψη της γοητείας και του γλεντιού που διακρίνει τη ζωή τους, με την προσοχή να δίνεται κυρίως στο δράμα και στις δυσκολίες που βιώνουν. Μια εξαίρεση για την ίδια αποτελεί η ταινία «Στρέλλα», που επικεντρώνεται στη χαρά, ενώ αυτό που λείπει στην ίδια είναι η παρουσίαση της λάμψης και της υπερβολής των τρανς, από την εξωτερική εμφάνιση ως τη συμπεριφορά, της υπερβολής όπως αυτή εκφράζεται, κατά την ίδια, «ως τσαχπινιά».

H Ερωφίλη Κόκκαλη σημείωσε πως στις διάφορες παραγωγές και εκδηλώσεις αναφορικά με την τρανς ορατότητα, παρατηρεί το λεγόμενο «σύμπλεγμα του σωτήρα», επεξηγώντας πως η άποψη των τρανς ατόμων συνήθως απαξιώνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, ωσάν όλα αυτά τα άτομα να χρωστούν ευγνωμοσύνη σε όλους εκείνους που επιλέγουν να τα «προβάλουν». Μετά το mansplaining, έρχεται το cisplaining, όπου τα cisgender άτομα πιστεύουν ότι αξίζουν να μιλάνε περισσότερο για τους τρανς ανθρώπους απ’ όσο οι ίδιοι. «Δεν χρωστάμε τίποτα και σε κανέναν», είπε σε μια στιγμή και συμπλήρωσε πως τα τρανς άτομα εργάζονται, δημιουργούν, επιβιώνουν, γελούν.

«Δεν έχουμε ιστορική μνήμη», παρατήρησε η Πάολα Ρεβενιώτη, όταν η συζήτηση προχώρησε στο θέμα της πολιτικής, στις διάφορες ακραίες και φασιστικές συμπεριφορές και στην ανάγκη να αντισταθούμε όλοι σ’ αυτή την κρίση. Η Έλενα Όλγα Χρηστίδη μίλησε τότε έξυπνα, χωρίς να ευλογεί τα γένια της, αναφέροντας ότι οι ακραίες και βίαιες συμπεριφορές έχουν προκύψει με τις «ευλογίες» των επιστημών και πως, συγκεκριμένα οι επιστήμες της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, παθολογιοποιούν σε ακραίο βαθμό τις σεξουαλικότητες και τα φύλα, αλλά κυρίως τα τρανς άτομα. Εκεί γιγαντώνεται, κατά την ίδια, το «σύμπλεγμα του σωτήρα», που στην κορυφή της εξέλιξής του καταλήγει στον ναζισμό και στον φασισμό.

Ένα αφιέρωμα και μια γεμάτη συζήτηση που, όπως αναφέρεται και στο δελτίο Τύπου, χτίζουν μεθοδικά και αναπόφευκτα τον πολιτικό χαρακτήρα του φεστιβάλ, παρέχοντας στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες το φως των ιστοριών της τρανς κοινότητας που η πατριαρχία συνηθίζει να εξαιρεί, να συρρικνώνει, να εξαφανίζει. Τα τρανς άτομα ζουν δίπλα μας και διεκδικούν δικαιώματα. Αξίζουν μια ενσώματη θέση στον κόσμο, το φως που όλους μάς λούζει, μακριά απ’ την εκμετάλλευση, την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό.

Παρακολουθήστε παρακάτω ολόκληρη τη συζήτηση, όπως μεταδόθηκε από τον επίσημο λογαριασμό του φεστιβάλ στο Facebook:

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ