Όσα ξεχωρίσαμε από τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας

Το κινηματογραφικό γεγονός της πόλης ολοκληρώθηκε αισίως και οι ταινίες που ξεχώρισαν μέσα απ’ το πλούσιο πρόγραμμα πραγματικά αξίζουν μια τελευταία αναφορά. Τα καλύτερα, άλλωστε, μένουν για το τέλος.

Όσα ξεχωρίσαμε από τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας
ΠΡΟΒΟΛΗ

Άλλο ένα τελευταίο κι έφυγα. Θα ήθελα αυτές οι ταινίες να είχαν παρουσιαστεί ξεχωριστά κι αναλυτικά, όμως επέλεξα να τις μαζέψω εδώ σε ένα συγκεντρωτικό άρθρο για να μην είναι μόνες τους. Σίγουρα παρέλειψα αριστουργήματα και παραγωγές που άξιζαν αναφορά, ωστόσο ο χρόνος σε ένα φεστιβάλ πάντα τρέχει κι αυτό που εσύ μπορείς να κάνεις είναι, πέρα από το να το απολαύσεις, να προλάβεις να δεις όσα περισσότερα μπορείς. Η ρετροσπεκτίβα στον θεό Όρσον Γουέλς, για παράδειγμα, έπρεπε να προσπεραστεί, όχι από υποτίμηση, αλλά γιατί η αδιαμφισβήτητη αξία του δεν μπορεί να τεθεί ως προτεραιότητα, τουλάχιστον μπροστά σε νέους κι ανερχόμενους δημιουργούς που τώρα συστήνονται. Το ίδιο και το παράλληλο αφιέρωμα στο τρανς σινεμά, που δεν καλύφθηκε όπως έπρεπε. Αλλά αυτού το είδους οι απολογίες είναι για τους αδύναμους.

Ξεκινάω με τον Σεμπάστιαν Μάιζε και τη «Μεγάλη απόδρασή» (Great Freedom) του, που ενθουσίασε το κοινό. Ο θεατής παρακολουθεί τη ζωή του Χανς σε διάστημα 20 ετών, που φυλακίζεται διαρκώς για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Ενώ ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονται οι διάφορες χρονικές περίοδοι μεταξύ τους είναι σχεδόν ανεπαίσθητος, οι όποιες σεναριακές παρενθέσεις που ανοίγουν, δεν κλείνουν κάθε φορά με πληρότητα. Απόδειξη πως ακόμα και πίσω από τα σίδερα μπορεί να αναπτυχθεί ο έρωτας, ένας έρωτας ατρόμητος, που αντέχει στις απαγορεύσεις. Θα την ενέτασσα άνετα και στις ταινίες σχετικά με το Ολοκαύτωμα, που είναι ένα θέμα που κυριαρχεί υπογείως, αφού τελικά η ζωή των χαρακτήρων δεν ισοπεδώνεται από τις πράξεις τους, αλλά από την ίδια την ιστορία.

Και τώρα λίγο από την «Eύθραυστη ισορροπία» (A Balance), που είδα στο Δαναό. Η περίληψη στο πρόγραμμα χαρακτηρίζει την ταινία με το στομφώδες επίθετο «βραδυφλεγές». Ε, λοιπόν, όσο καθυστέρησε η υπόθεση να εξελιχθεί, τόσο πιο εύκολα τον γλυκοπήρε ένας κύριος στις μπροστινές θέσεις, που κουράστηκε κι αφέθηκε να ονειρεύεται ένα πιο σύντομο τέλος μετά παχέων ρόγχων. Πάντως, πέρα την έκδηλη κούραση που σου άφησε στο τέλος (που μάλλον οφείλεται στο ότι το φιλμ απευθύνεται σε γυμνασμένους θεατές), εκτίμησα την ικανότητα του Γιούτζιρο Χαρουμότο στο σενάριο (γι’ αυτό, άλλωστε, έλαβε και το αντίστοιχο βραβείο), που καταλήγει σχεδόν σαν μια σπουδή στην ανάλυση χαρακτήρων. Επίσης, η ερμηνεία της Κούμι Τακιούτσι καταφέρνει να μεταφέρει όλα τα συναισθήματα, ακόμα και μέσα από την φανερά συγκρατημένη της στάση. Μια αναθηματική, σχεδόν, ταινία για την αισχύνη και το πώς διαχειρίζεται από τους απλούς ανθρώπους και τα κραταιά μέσα ενημέρωσης, αφού στην Ιαπωνία η διαπόμπευση είναι η μεγαλύτερη τιμωρία.

Η χαρά του Ισπανού ήταν εκείνη η μέρα στο σινέ Ριβιέρα στη Βαλτετσίου, αφού είδαμε back to back τα «Λιμπερτάδ» (Libertad) και «Άγιο πνεύμα» (The Sacred Spirit). Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Το «Λιμπερτάδ» ήταν μια γλυκόπικρη ιστορία που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ Καννών κι έκανε εντύπωση για τη χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστριών, που γνωρίζονται ένα καλοκαίρι σε ένα εξοχικό. Η Νόρα, είναι κόρη της «κυράς» του σπιτιού, ενώ η Λιμπερτάδ είναι η κόρη της «υπηρέτριας», που έρχεται και τους αναστατώνει όλους, άλλους ευχάριστα κι άλλους δυσάρεστα. Σ’ αυτή τη χημεία στάθηκα κι εγώ, πέρα φυσικά από την έξυπνη τοποθέτηση της σχέσης τους μέσα σε ένα περιβάλλον ταξικών ανισοτήτων και οικογενειακών διαφορών. Ευχάριστη προβολή, γεμάτη νοσταλγία για τα χρόνια της αθωότητας, ενώ το τέλος λίγα δάκρυα τα φέρνει στα μάτια σου, αναπόφευκτα.

Το «Άγιο πνεύμα», πάλι, αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας ουφολόγων, που μέσα από τις παράδοξες θεωρήσεις τους για το σύμπαν και την αλλοκοτιά της συμπεριφοράς τους, προκάλεσαν πολλά γελάκια στους θεατές. Μην με θεωρήσετε ξυπνοπούλι, αλλά την «κορύφωση» στο τέλος την είχα ήδη προβλέψει απ’ τη μέση της πλοκής, νομίζω πως όλοι το κάναμε. Παρουσιάστηκε, όμως, με έναν τρόπο αφηγηματικά λειτουργικό, στη σίγαση, ώστε να ενισχυθεί η δραματικότητα. Το ντεμπούτο του Τσέμα Γκαρσία Ιμπάρα έλαβε Ειδική Μνεία στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και εύλογα, αφού οι ερασιτέχνες ηθοποιοί του ενορχήστρωσαν πολύ πετυχημένα ένα τραγικό ψέμα. Το ξέρεις το έλλειμμα απ’ την αρχή, το αισθάνεσαι σε κάθε πλάνο, ωστόσο αν μας αποκαλυπτόταν νωρίτερα θα μιλούσαμε για μια τελείως διαφορετική ιστορία.

Σχετικά με τα ντοκιμαντέρ, η βιασύνη να προλάβω τις προβολές του επίσημου διαγωνιστικού του φεστιβάλ δεν μου επέτρεψε να τα παρακολουθήσω όλα, ωστόσο πέρα απ’ τα δικά μας «Οφειλή» (Debt), σε σκηνοθεσία του Σταύρου Ψυλλάκη και «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας» (Builders, Housewives and the Construction of Modern Athens), σε από κοινού σκηνοθεσία του Τάσου Λάγγη και του Γιάννη Γαϊτανίδη, ξεχώρισα το νικητήριο “Faya Dayi”, που σκηνοθέτησε η Τζέσικα Μπεσίρ. Δεν ξέρω, αυτή η κάπως ονειρική απόδοση των πλάνων, το ψιθυριστό voice-over σαν να ανοίγουν έναν δρόμο προς την αυτογνωσία, μέσα από την καλλιέργεια ενός ναρκωτικού, του οποίου τις αρνητικές συνέπειες δεν μάθαμε ποτέ, όμως, αν και θα ‘πρεπε.

Και μετά δύο ακόμα επιλογές που ευτυχώς πρόλαβα να δω, ώστε να έχω λόγο να τις αναφέρω. «Σαμπάγια» (Sabaya), παιδιά, σε σκηνοθεσία Χογκίρ Χιρόρι. Ε, λοιπόν, αυτό ήταν μια γερή γροθιά στο στομάχι. Ο Μαχμούντ και η ομάδα του διακινδυνεύουν καθημερινά τη ζωή τους στην προσπάθεια να σώσουν γυναίκες που κρατούνται από το ISIS ως «Σαμπάγια», ως σκλάβες του σεξ. Συγκινητικό και σοκαριστικό ταυτόχρονα. Κι όσο κάποιοι άλλοι μασουλάνε το ποπ κορν τους, εσύ δεν στέκεσαι στο ότι οι άνθρωποι αυτοί κατάφεραν να σώσουν τουλάχιστον 200 κορίτσια, αλλά στο ότι πάνω από 2.000 γυναίκες περιμένουν ακόμη εγκλωβισμένες σ’ αυτά τα στρατόπεδα της κόλασης. Μια πολύ ριψοκίνδυνη αποστολή που ευτυχώς καταγράφηκε. Να την πάρει την υποψηφιότητα στα Όσκαρ, πιστεύω πως το αξίζει.

Τέλος, να αναφέρω πως προσωπικά δυσκολεύτηκα παρακολουθώντας το «Μια τελευταία αθώα νύχτα» (A Night of Knowing Nothing) της Πάιαλ Καπάντια. Ξεκινά σαν μια προσωπική αφήγηση από ένα ημερολόγιο, με αφηρημένες σκηνές διασκέδασης κι ανεμελιάς, ώσπου να ξεχυθούν πλάνα αρχείου από διαμαρτυρίες φοιτητών στην Ινδία, μετά την άνοδο ενός εθνικιστή πολιτικού. Ένα πολιτικό κολάζ που κλείνει το μάτι στην οικειότητα, όμως δεν αποτελεί τόσο μια οδυνηρή ιστορία αγάπης, όσο μια ιστορική μαρτυρία. Ένα ωμό και σχεδόν ερασιτεχνικό δημιούργημα με έντονη την αίσθηση των μεγάλων γεγονότων, που όμως μοιάζει να προσπαθεί να εξάγει συναισθήματα καταναγκαστικά, κάτι που πέρασε και στο κοινό.

Και του χρόνου!

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ