Θεατρική κριτική: «Η Ποντικοπαγίδα»

Κριτική για το θρυλικό έργο μυστηρίου «Η Ποντικοπαγίδα», της Άγκαθα Κρίστι, που μετά την πρώτη μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Νέος Ακάδημος, επιστρέφει για δεύτερη χρονιά, σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή.

Θεατρική κριτική: «Η Ποντικοπαγίδα»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η «Ποντικοπαγίδα», το θρυλικό έργο μυστηρίου της Άγκαθα Κρίστι, θεωρείται η μακροβιότερη παράσταση στην ιστορία του θεάτρου. Παρά το γεγονός ότι έχουν υπάρξει πολυάριθμες παραγωγές του, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, αυτό επιβιώνει, μεταξύ άλλων, εξαιτίας και της παράδοσης να ζητείται από το κοινό να κρατά μυστικό το τέλος του. Έτσι, η σκηνοθέτις Κίρκη Καραλή, απαλλαγμένη από το φόβο της εμπορικής αποτυχίας, αναλαμβάνει να παρουσιάσει για δεύτερη φορά την παράσταση στο θέατρο Νέος Ακάδημος, προσαρμόζοντας την ιστορία στα ελληνικά πράγματα και παρουσιάζοντας, μέσα από ορισμένες καίριες παρεμβάσεις, μια αρκετά προσιτή μεταφορά του έργου. Εκτυλισσόμενη γύρω από τη δολοφονία μιας γυναίκας, η υπόθεση περιλαμβάνει έντονα τα στοιχεία του μυστηρίου, της παγάνας, της υποψίας και της ανατροπής.

Μία παρέμβαση αφορά στα ονόματα και πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δραματουργικής επεξεργασίας από τη σκηνοθέτιδα, που μεταφέρει με τον τρόπο αυτό την πλοκή στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Δανείζοντας οι ηθοποιοί το όνομά τους στον φανταστικό χαρακτήρα τους, δημιουργείται ήδη μια οικειότητα κι αμεσότητα ως προς την επαφή με το κοινό, αλλά κι ως προς την ευκολότερη κατανόηση του έργου. Η Τζένη Μπότση, παντρεμένη με έναν νεαρό, τον Μιχάλη Λεβεντογιάννη, έχουν κληρονομήσει ένα χάνι στον Κιθαιρώνα, το οποίο την πρώτη μέρα της λειτουργίας του μέσα σε μια φρικτή κακοκαιρία περιμένει φυσικά τους καλεσμένους του. Οκτώ ήρωες, που όλοι τους κρύβουν ένα μυστικό, βρίσκονται αντιμέτωποι με σκληρές αλήθειες και επικίνδυνα ψέματα.

Ακριβώς επειδή η αρχική υπαγόρευση του κειμένου είναι πως όλα τα πρόσωπα χαρακτηρίζονται ως ύποπτοι, η απόδοση των ηθοποιών οφείλει να καλύπτεται από ένα αντίστοιχο πέπλο μυστηρίου, ώστε να προβάλει περισσότερο τις σκοτεινότητές τους, παρά τα όποια γνωστά χαρακτηριστικά τους. Συγκεκριμένα, κατά την είσοδό τους στη σκηνή, που γίνεται μέσα από τη θεατρική πλατεία, οι ηθοποιοί, καλυμμένοι με χιόνι (το καιρικό φαινόμενο αξιοποιήθηκε πολύ ωραία), γυρνούν προς το κοινό για ένα νοητό κλικ, το οποίο πολύ κινηματογραφικά τους «φωτογραφίζει» στο μάτι του θεατή ως «καταζητούμενους», ως θύτες που σίγουρα θα δημιουργήσουν υποψίες σε σχέση με το έγκλημα.

Έτσι, μπορεί να αντιληφθεί κανείς πως η Τζένη Μπότση βρίσκεται σε πολύ καλή φόρμα, εκμεταλλευόμενη την κρυπτικότητα του ρόλου της ως την μεγάλη κορύφωση, αλλά και επιδεικνύοντας ταυτόχρονα έντονα δραματικά στοιχεία. Ο Μιχάλης Λεβεντογιάννης κατορθώνει να σταθεί επί ίσοις όροις σ’ ένα ρόλο που ταιριάζει στην εξωτερική του εμφάνιση, αυτόν του όμορφου μυστηριώδους συζύγου για τον οποίο δεν γνωρίζουμε πολλά, μετρημένος στα σημεία που πρέπει. Χάρις στο ταλέντο της και στην αξιοθαύμαστη ευελιξία της στις μεταμορφώσεις, η Ράνια Οικονομίδου είναι η γκρίνια προσωποποιημένη, κερδίζοντας την πλατεία με τις βιτριολικές ατάκες της και το φαρμακερό της βλέμμα.

Η Βαλέρια Κουρούπη και ο Νίκος Πολυδερόπουλος, μολονότι ανταποκρίνονται με περισσή άνεση στις απαιτήσεις των ρόλων τους, κερδίζοντας στη στιγμή την αποδοχή και τον έπαινο όλων μας, προσωπικά με έκαναν να αναρωτηθώ για το αν οι σκηνοθετικές οδηγίες έθεσαν τη μανιέρα στην υπηρεσία των αναγκών του ρόλου τους, έχοντας πάντα στο νου αντίστοιχες ποιότητες χαρακτήρων με τους οποίους έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου. Η πραγματική πρόκληση και ικανοποίηση θα ήταν να αναμετρηθούν με κάτι φαινομενικά υπερβατικό (τουλάχιστον ως προς τις φαντασιώσεις των θεατών για τους ίδιους) και να υποδυθούν, για παράδειγμα, τους ρόλους του ζεύγους Λεβεντογιάννη. Φεύγοντας, τουλάχιστον, απ’ την παράσταση προσπάθησα να την οραματιστώ με τη συγκεκριμένη διανομή.

Ο Σήφης Πολυζωίδης, πολυπρόσωπος και επαρκής, από υποκριτική άποψη, προσαρμόζεται αυτή τη φορά σε νέο ρόλο, έχοντας συμμετάσχει ξανά στην παράσταση, άλλοτε με στόμφο κι άλλοτε με έναν καλοκουρδισμένο αυτοσχεδιασμό. Ο Στάθης Σταμουλακάτος, με αξιόλογη εμπειρία τόσο στο θέατρο, όσο και στον κινηματογράφο, δεν μπορεί παρά να ξεχωρίσει για το πόσο συνεκτικά απέδωσε την μυστηριώδη, σχεδόν ραδιούργα παρουσία του ανάμεσα στους υπόλοιπους ήρωες. Τέλος, με εξαίσια κίνηση και τη χαρά μικρού παιδιού, ο Χάρης Τζωρτζάκης σπαρταράει πάνω στη σκηνή, τόσο στα χιουμοριστικά, όσο και στα πιο δραματικά κομμάτια. Ορμητικός κι ακάματος αυξάνει το επίπεδο της αγωνίας με αγαστή συγκράτηση και ορθούς ρυθμούς, χωρίς να διαφεύγει στις υπερβολές.

Το ψευτοπαλιό σκηνικό, παρ’ όλο που με την πρώτη ματιά μοιάζει κάπως άχρωμο και διεκπεραιωτικό, με σκοπό απλώς να δημιουργήσει εντυπώσεις ρετρό αφαιρετισμού, αποδείχθηκε εύχρηστο και λειτουργικό στις εναλλαγές των σκηνών, υποβοηθούμενο πάντοτε από το φωτισμό, που υπογραμμίζει εικαστικά, αλλά συνηθισμένα, τη δράση.

Δευτεραγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει φυσικά και η πρωτότυπη μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου, όπως και τα ηχητικά εφέ, απ’ το αστυνομικό ρεπορτάζ του Πάνου Σόμπολου, στις σαπουνόπερες του Φώσκολου και στις πάντα ανατριχιαστικές εισαγωγές του Γρηγόρη Βαλτινού απ’ την «Ανατομία ενός εγκλήματος». Όλα αυτά, σε συνδυασμό και με την επιλογή των ενδυμάτων κατασκευάζουν μια  αντιπροσωπευτική εικόνα της δεκαετίας του ’90, με έντονη ατμόσφαιρα και στοιχεία λαϊκότητας, που έχουν απήχηση κι ευχάριστη αποδοχή.

Επίσης, αναφορικά με το εξελληνισμένο καδράρισμα της παράστασης, αξίζει να αναφερθεί πως απόδειξη του ότι μερικές φορές πράγματι χανόμαστε στη μετάφραση, είναι η απόδοση του σκοπού «Τρία τυφλά ποντίκια», που τελικά δεν είναι τόσο εύληπτη για το μέσο θεατή, γι’ αυτό και καταλήγει να εξυπηρετεί πολύ επίπεδα την πλοκή.

Η Κίρκη Καραλή δεν χρησιμοποιεί μια πληθώρα από εντυπωσιακά μέσα προκειμένου να επικοινωνήσει το όραμά της, ωστόσο ακόμα και μέσα απ’ αυτή την σχεδόν λακωνική εξέταση οργανώνει μια παράσταση με έντονη ατμόσφαιρα κι ωραίους ρυθμούς, βασισμένη πάνω στο έργο μιας τυπική εξιχνίασης.

Ενώ η σκηνοθεσία της ευστόχησε αρκετά καλά στην καθοδήγηση κι απέσπασε ικανοποιητικά ερμηνευτικά αποτελέσματα από τους ηθοποιούς, στο πρώτο μέρος επικεντρώνει την ανάγνωσή της στην ανάδειξη του γέλιου μέσα από το άπαυστο πινγκ πονγκ από χιουμοριστικές και καυστικές ατάκες, που αν δεν είχε μετριαστεί ως προς την ένταση εκ μέρους του θιάσου, ίσως να αποπροσανατόλιζε με τον λάθος τρόπο. Παρουσιάζει, τέλος, μια παράσταση με πρόδηλα τα στοιχεία της εμπορικής επιτυχίας, κλιμακούμενο σασπένς και ικμάδα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Διανομή (με αλφαβητική σειρά):

Κουρούπη Βαλέρια

Λεβεντογιάννης Μιχάλης

Μπότση Τζένη

Οικονομίδου Ράνια

Πολυδερόπουλος Νίκος

Πολυζωίδης Σήφης

Σταμουλακάτος Στάθης

Τζωρτζάκης Χάρης

Συντελεστές:

Συγγραφέας: Αγκάθα Κρίστι

Σκηνοθεσία- Δραματουργική Επεξεργασία: Κίρκη Καραλή

Θεατρική Απόδοση: Αντώνης Γαλέος

Πρωτότυπη Μουσική Σύνθεση: Αντώνης Παπακωνσταντίνου

Σκηνικά/Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου

Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Φωτογραφία: Νίκος Πανταζάρας

Γραφιστική Επιμέλεια: Gridfox

Βίντεο: Ειρήνη Στείρου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Κατερίνα Πεντέα

Βοηθός Σκηνογράφου: Φανή Παϊτάκη

Διεύθυνση Παραγωγής: Ιωάννης Παντελίδης

Προβολή/Επικοινωνία: BrainCo

Παραστάσεις: Δευτέρα 19:00, Τρίτη 20:00, Τετάρτη 18:00, Σάββατο 18:00, Κυριακή 20:30

Διάρκεια Παράστασης: 100 λεπτά χωρίς διάλειμμα

Παραγωγή: Happy Productions

ΝΕΟΣ Ακάδημος: Ακαδημίας & Ιπποκράτους 17, Μετρό Πανεπιστήμιο

Τηλέφωνα Επικοινωνίας: 210 3625119 & 210 0080900

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ