Ο Γιάννης Οικονομίδης στο 2020mag.gr: «Το λέγαμε, "μάγκες, η Ελλάδα λατινοαμερικανοποιείται"! Ε, συνέβη»

Ο Γιάννης Οικονομίδης μίλησε με τον Κωνσταντίνο Βρεττό για τον μαγικό κόσμο του σινεμά, για το σκηνικό με τους φυλακόβιους στον Δομοκό και υπενθύμισε ότι σε εποχές που τίποτα δεν είναι δεδομένο, οι μικρές χαρές της ζωής σε κάνουν να νιώθεις λίγοτερο ανυπεράσπιστος.

Ο Γιάννης Οικονομίδης στο 2020mag.gr: «Το λέγαμε,
ΠΡΟΒΟΛΗ

Όσοι είναι αναίσθητοι και δεν πιάνουν φάση από το τι παίζεται και που πάει το πράγμα, είναι υπό μια έννοια τυχεροί

Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο με τον Γιάννη Οικονομίδη έχοντας δώσει το ραντεβού για την συνέντευξη, είχα μαρκάρει την μέρα στο ημερολόγιο μου, όχι για να μην την ξεχάσω, αλλά για να θυμηθώ να την απολαύσω όσο το δυνατόν περισσότερο.

Ήξερα ότι είναι από αυτές τις συζητήσεις που πρέπει να είσαι πνευματικά παρών, να την ζήσεις και να αφεθείς σε οτιδήποτε μικρό η μεγάλο μπορεί να σου προσφέρει.

Βέβαια, στο πρώτο τηλεφώνημα που του είχα κάνει, είχα ένα συναίσθημα λες και έπαιζε ο Ολυμπιακός μέσα στην φλεγόμενη Τούμπα.

«Κύριε Οικονομίδη, θα ήθελα πολύ να κάναμε μια κουβέντα γύρω από το σινεμά, αν θέλετε, αν υπάρχει χρόνος, αν υπάρχει διάθεση»

Η παραπάνω φράση, δυστυχώς, ειπώθηκε έτσι ακριβώς, αλλά η κατάληξη, ευτυχώς, ήταν θετική.

Μετά από λίγες μέρες, όταν και βρεθήκαμε στους Αργοναύτες, την εταιρεία παραγωγής του, δεν μάσησα τα λόγια μου, πάτησα γερά στα πόδια μου και τον ρώτησα ευθέως, κοιτώντας φυσικά το ταβάνι.

Είναι τόσο μπρουτάλ όσο φαίνεται αυτός ο Γιάννης Οικονομίδης;

«Έχει και μια τέτοια πλευρά, δεν είναι αυτό που με χαρακτηρίζει. Τι σημαίνει μπρουτάλ όμως; Η ελληνική μετάφραση ποια είναι; Ο άγριος; Μπρουτάλ ήταν και ο Φασμπίντερ, μπρουτάλ ήταν και ο Σκολιμόφσκι, πρώην μποξέρ. Και ο Φεράρα είναι μπρουτάλ. Αυτό για κάποιους στενόμυαλους, αν πούμε ότι είμαστε μπρουτάλ, είναι μέσα σε κάποιο είδους μανιχαϊσμού σκέψης, "είσαι αυτό άρα δεν είσαι το άλλο". Μαλακίες τώρα, καταλαβαίνεις.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν τις στιγμές που ειναι ευάλωτοι, τους φόβους, τις αγωνίες, τα γλιστρήματα τους, τις παράνοιες τους. Δεδομένου ότι όλο αυτό που είναι από πάνω μας, που λέγεται σκληρή, πεζή, αδίστακτη καθημερινότητα, που είναι κάτι πολύ βαρύ τα τελευταια χρόνια για τον Έλληνα και δεν ξέρεις τι μικρό ή μεγάλο ζήτημα μπορεί να σε διαλύσει ανά πάσα στιγμή, οτιδήποτε κι αν είσαι. Είμαστε αρκετά ανηπεράσπιστοι ως όντα απέναντι σε αυτό που συμβαίνει, δεν έχουμε όπλα να το παλέψουμε. Εκτός από τα πιστεύω μας, τις παρέες μας, τις οικογένειες μας, τις φιλίες μας, για να κρατηθούμε. Όσοι είναι αναίσθητοι και δεν πιάνουν φάση από το τι παίζεται και που πάει το πράγμα, είναι υπό μια έννοια τυχεροί. Όλοι οι υπόλοιποι που αντιλαμβάνονται μέσα σε τι σκατό κολυμπάμε, μπρουτάλ, ξεμπρουτάλ, είμαστε δύσκολα».

Συχνά αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν υπήρχε περισσότερο σινεμά στα πρώτα μας βήματα, πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος αλλά και οι σκέψεις που θα κάναμε.

«Στην παιδική ηλικία, η σχέση μου με το σινεμά ήταν όπως όλων των παιδιών, τίποτα το ιδιαίτερο δηλαδή. Ο,τι βλέπαμε από την τηλεόραση. Μετά στην εφηβεία πηγαίναμε στην κινηματογραφική λέσχη της Λεμεσού. Το πρώτο μεγάλο σοκ, το έφαγα όταν έπεσα πάνω στον Καθρέφτη του Ταρκόφσκι. Φυσικά δεν κατάλαβα τίποτα, αλλά διαισθάνθηκα ότι σινεμά είναι και κάτι άλλο. Ήταν μια κοσμογονική εμπειρία, ενα μεγάλο σοκ, η επαφή μου με έναν άλλον κόσμο, που δεν είχα φανταστεί. Μετά πρόεκυψε η σχολή κινηματογράφου, από σπόντα. Έψαχνα έναν τρόπο να ξεφύγω απο τη Νομική. Πήγα και γράφτηκα σε μια σχολή που πήρα χαμπάρι, της Ευγενίας Χατζίκου και όταν μπήκα σε αυτό το πλαίσιο μιας νέας καλλιτεχνικής φοιτητικής ζωής, με σινεμά, θέατρο και βιβλία, έκανα focus».

Ο ιρανός σκηνοθέτης Αμπάς Κιαροστάμι έχει πει ότι με κάθε ταινία που βλέπει, ξαναγεννιέται. Το σινεμά σου δίνει αυτή την δυνατότητα, να κοιτάξεις λίγο πιο μακριά, να ζήσεις πολλές ζωές.

«Δεν είναι απλά το σινεμά, είναι μια ολόκληρη τέχνη. Δεν είναι απλά επιρροές, όλα αυτά σε διαμορφώνουν. Παλιά μπορεί μέσα σε ένα βράδυ να πηγαίναμε σε τρία σινεμά, τρέχαμε από τον ένα κινηματογράφο στο άλλο. Εκεί βλέπεις ανθρώπους που δεν είναι απλά σινεφίλ, αλλά ψάχνουν την θαλπωρή της τέχνης, σε καθορίζει αυτό. Είσαι σε έναν κόσμο που τον έχεις ανάγκη και τον χρειάζεσαι για να υπάρξεις. Άλλος πάει στο γήπεδο, άλλος διαλέγει τα αθλητικά, την πολιτική, άλλος την νύχτα, άλλος τον υπόκοσμο, για να την βγάλει. Είναι κάτι βαθύτερο, δεν είναι απλά μια επιρροή. Είναι η ανάγκη να βρεις την ταυτότητα σου, να προσδιοριστείς».

Σε μια κουβέντα που είχα τις προάλλες με έναν φίλο στην Θεσσαλονίκη, μου είπε ότι έχει δει μόνο δύο ταινίες του Οικονομίδη, ενώ τον εκτιμάει πολύ. Τον ρώτησα για ποιον λόγο και μου απάντησε ότι τις κρατάει για πιο μέτα.

«Από πολύ μικρή ηλικία ένιωθα ότι θέλω να δημιουργήσω, είμαι άνθρωπος που θέλω να φτιάχνω. Αν μου το στερήσεις αυτό, θα έχω ένα ζήτημα, ένα πρόβλημα μεγάλο, δεν μπορώ να υπάρξω. Το ένα είναι αυτό και το άλλο είναι το αίτημα της επικοινωνίας. Δεν είναι μόνο το ατομικό ζήτημα του νιώθω ότι θέλω να παράξω αλλά και το ότι μέσα από τις ταινίες, να γίνει μια επικοινωνία, έχεις έναν λόγο παίρνεις έναν αντίλογο, ξέρεις, κάτι γίνεται. Κάνεις ένα έργο για να επικοινωνηθεί, όχι για να είναι κλειστό στον εαυτό του, ναρκισσιστικό.

Η επικοινωνία είναι μια ιδιαίτερη έννοια και έχει μια ιδιαίτερη μαγεία. Σε κάνει να αισθάνεσαι λιγότερο μόνος, ξορκίζει την μοναξιά. Μπορεί να παραμένουμε μια κουκίδα μπροστά σε όλο αυτό το χαοτικό και απέραντο σύμπαν, αλλά σίγουρα η διαδρομή έχει περισσότερο χρώμα. Είναι και κάποιες στιγμές μάλιστα, λίγο διαφορετικές από τις άλλες.

«Όταν κάναμε ρεπεράζ για «Το μικρό ψάρι» και ήμουν με τον Βαγγέλη τον Μουρίκη, ήμασταν εκεί κοντά στις φυλακές του Δομοκού», εξιστορεί ο Οικονομίδης. «Σταματήσαμε σε ένα τοστάδικο εκεί στον δρόμο να πάρουμε ένα τοστ και ένα καφέ και μέσα ήταν δύο φυλακόβιοι, που είχαν πάρει άδεια. Μας αναγνώρισε ο ένας και λέει "Εσύ είσαι ο Κύπριος που έκανε το Σπιρτόκουτο; Από εμένα, λέει, κερασμένα". Είχε πλάκα αυτό ήταν ωραίο. Είναι πολλά και από ανύποπτο κόσμο. Όταν τελειώνουν οι ταινίες, όταν περνάνε ταξιτζήδες, ντελιβεράδες και με χαιρετάνε και σφίγγουν τις γροθιές. Είναι μια ανταμοιβή για όλο αυτό τον κόπο, γιατί γίνονται ταινίες με δυσκολία, με ρίσκα. Αυτό μας κρατάει ενδεχομένως, υπάρχει ένας κόσμος που αναγνωρίζει και καταλαβαίνει τι κάνουμε. Όλα αυτά είναι πολύ ευχάριστα και μας δικαιώνουν με έναν τρόπο για όλη την προσπάθεια».

Όταν είχαμε κάνει την συνέντευξη με την Βίκυ Παπαδοπούλου, την θυμάμαι να λέει πολύ όμορφα λόγια για τον Γιάννη Οικονομίδη και για το πόσο την βοήθησε ως ηθοποιό αλλά και ως άνθρωπο.

Λίγες ημέρες πριν βρεθούμε, λοιπόν, με τον Γιάννη Οικονομίδη, επικοινώνησα μαζί της και της ζήτησα να μοιραστεί δύο λόγια για εκείνον.

«Ο Γιάννης Οικονομίδης για εμένα είναι δάσκαλος, μέντορας, σπουδαίο μυαλό και σκηνοθέτης μα πάνω από όλα ένας καλός άνθρωπος και φίλος. Με την ιδιαίτερη φαντασία και το ταλέντο του καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον ώστε να βγάλει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Η τρυφερότητα κι η αγάπη που προσφέρει στους συνεργάτες του είναι ανεκτίμητη. Ένας άνθρωπος με αξίες. Ένας άνθρωπος που θαυμάζω», έγραψε η Βίκυ Παπαδοπούλου για τον Οικονομίδη.

Όταν ο Γιάννης Οικονομίδης διάβασε το μήνυμα της, το χαμόγελο του, ήταν διαπεραστικό.

«Ναι τα έχει πει και σε συνέντευξη το Βικάκι. Να’ ναι καλά το κορίτσι μας»

Με κάτι τέτοια λόγια, ο όρος συνεργασία αδικεί την ουσιαστική σχέση μεταξύ των ανθρώπων. Γίνεται μονοδιάστατη, βαρετή. Αυτό βέβαια είναι και η ουσία. Να βρεις τους ανθρώπους ανάμεσα στους άπειρους συνεργάτες που θα γίνουν φίλοι και οικογένεια. 

«Στις συνεργασίες που κάνεις οταν μπαίνεις μέσα στην φάση της δημιουργίας και στον χώρο, υπάρχουν δύο άξονες. Ο γνωσιακός άξονας, που λες δούλεψα με αυτόν και έμαθα πάρα πολλά πράγματα, δάσκαλος, μετρ, σπουδαίος. Ένα κομμάτι είναι αυτό. Το άλλο, αυτό που σε πάει παραπέρα, πέρα απο το θέμα της γνώσης, είναι να έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους – συνεργάτες που σπάνε τα στερεότυπα, που σπάνε τα κλισέ. Όταν είχα έρθει εδώ πέρα να κάνω σινεμά, όλοι μου λέγανε δεν υπάρχουν φίλοι στον χώρο. Συνάντησα όμως εγώ ανθρώπους που σπάσανε αυτό το κλισέ, που το μετουσιώσαμε, που το πήγαμε παρακάτω. Και φιλίες έκανα, που είναι τώρα 30 χρόνια και δέσαμε με ανθρώπους και δημιουργήσαμε, γελάσαμε, κλάψαμε και είμαστε εκεί από ταινία σε ταινία.

Αυτά σε πάνε παρακάτω, όχι μόνο το μαθησιακό κομμάτι. Αυτό λέει η Βίκυ. Συνεργάστηκε με έναν σκηνοθέτη και ανθρώπους, χωρίς υφάκι, δηθενιά και ψυχρότητα, υπήρχε αγάπη και σεβασμός. Έβγαλε φίλους από τις δυο ταινίες που κάναμε, αγαπήθηκε και αγάπησε ανθρώπους. Συνήθως υπάρχει πολύ μοναξιά και ένα χάι χούι, πολύ μεγάλα λόγια, αλλά όταν σβήνουν τα φώτα ο καθένας είναι μέσα στην τρύπα του, στο σπιτάκι του, στο εγώ του, την αυταρέσκεια του, τη μοναξιά του και την κακία του πολλές φορές. Αυτό είναι που αλλάζει τα δεδομένα και σε πάει παρακάτω».

Γράφουμε ένα σενάριο με τον Βαγγέλη τον Μουρίκη και προσπαθούμε να πιάσουμε φάση, να δούμε τι έρχεται, τι είδος Έλληνα θα δημιουργηθεί μετά από όλα αυτά

Οι χαρακτήρες που υπάρχουν στις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη, ζουν ανάμεσα μας. Τα βιώματα τους, τα βλέμματα τους, τα χούγια τους, οι χαρές και οι λύπες τους. Οι φάτσες τους γράφουν τον χαρακτήρα τόσο καλά, που θα έβγαινε νόημα ακόμα κι αν η ταινία ήταν βουβή. Η επιλογή των προσώπων, μόνο τυχαία δεν γίνεται.

«Είναι μια αντίληψη της πραγματικότητας που έχω που πέφτει μέσα. Το σωστό καστ, δηλαδή ο σωστός άνθρωπος στην σωστή θέση και η περίοδος των προβών μου δείχνει την εικονα. Πολλές φορές έχω αλλάξει ρόλους, άλλες φορές πάω χωρίς τίποτα στο κεφάλι μου και άλλες έχω καιρό μια φάτσα στο μυαλό μου. Αυτό είναι θέμα αντίληψης και με αυτό κρινόμαστε σαν σκηνοθέτες. Ένα από τα βασικά σημεία που περνάς εξετάσεις».

Το να κάνεις τον Γιάννη Οικονομίδη να σκαλώσει, έστω και για ένα πεντάλεπτο δεν το λες και λίγο. Όταν του «πρότεινα» σε ένα πλαίσιο σουρεάλ, ότι θα μπορούσε να επιστρέψει σε μια επόμενη ζωή ως ένας από τους χαρακτήρες τους, χάθηκε στις σκέψεις του. Με τα πολλά, κατάφερε να ξεχωρίσει κάποιον.

«Δεν ξέρω ποιον να πρωτοδιαλέξω. Είναι όλοι πολύ καλά παιδιά ρε πούστη. (γέλια) Είναι πολύ tricky. Πρέπει να θυμηθώ τώρα τις ταινίες. Πρέπει να απαντηθεί ε; Ο Ντίνος ο πακετούλης είναι ένας ωραίος χαρακτήρας, καλλιτέχνης».

Η ζωή είναι στιγμές, όσες φορές κι αν ειπωθεί, άλλο τόσο ισχύει. Αυτές είναι που μας κρατάνε, αυτές είναι που κάνουν την διαδρομή λιγότερο ανιαρή, ή και μάταια.

«Μια ανέμελη στιγμή με το παιδί σου, με τον άνθρωπο σου. Η στιγμή που έχεις μια καλή λήψη, μικρές χαρές της ζωής που είναι και τεράστιες σε χρόνια δύσκολα και σε εποχές που τίποτα δεν είναι δεδομένο. Καραδοκεί η δυστυχία, ο θάνατος, η απειλή, η αρρώστια, όλα. Είναι κάποιες χρονικές στιγμές που είναι που θα σε βρουν κι εσένα σε διάθεση, πώς θα είναι το set up για να αισθανθείς αυτή την εφορία της πλήρωσης».

Στιγμές που ξεφεύγουμε όχι μόνο από αυτό που ζούμε, αλλά και από τις σκέψεις μας για αυτό που ακολουθεί.

«Προσπαθώ να ψυχανεμιστώ αυτό που έρχεται. Γράφουμε ενα σενάριο με τον Βαγγέλη τον Μουρίκη και προσπαθούμε να πιάσουμε φάση, να δούμε τι έρχεται, τι είδους Έλληνα θα δημιουργηθεί μετά από όλα αυτά. Κρίση, κορωνοϊός, τι θα μας ξημερώσει. Πώς θα ειναι το περιβάλλον, οι άνθρωποι. Προσπαθούμε να γράψουμε μια ιστορία που θα γυριστεί σε 3-4 χρόνια και θα πέσουμε μέσα»

Η Ελλάδα πάει προς λατινοαμερικανοποίηση σούμπιτη. Το λέγαμε σε κάθε συνέντευξη. Μάγκες, η Ελλάδα λατινοαμερικανοποιείται με γοργούς ρυθμούς. Ε, συνέβη.

Στις ταινίες του, ο Γιάννης Οικονομίδης ερευνά το θέμα της βίας, συναισθηματικής και σωματικής, την κατάρρευση της μικροαστικής κοινωνίας και τις παθογένειες της σημερινής οικογένειας, με έναν δικό του τρόπο. Η «σχολή Οικονομίδη» βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.

«Το είχαμε πει πριν 20 χρόνια. Από τότε με το Σπιρτόκουτο και με την Ψυχή στο στόμα. Η Ελλάδα πάει προς λατινοαμερικανοποίηση σούμπιτη. Το λέγαμε σε κάθε συνέντευξη. Μάγκες, η Ελλάδα λατινοαμερικανοποιείται με γοργούς ρυθμούς. Ε, συνέβη. Είναι μια κατάσταση escape from new york, τελείως Mad Max. Είναι ατομική υπόθεση. Ο καθένας στήνει την δική του σκάλα για να αποδράσει. Αυτή την στιγμή η κοινωνική πραγματικότητα δεν υπάρχει. Είναι ξεφουσκωμένο τελείως. Να μιλήσουμε με όρους πολιτικούς, ποιον να πιστέψεις, που να ακουμπήσεις τα ρέστα σου. Ο Έλληνας ανέκαθεν ηταν οπουρτουνιστής, λίγοι είχαν ιδεολογία. Αυτή είναι η Ελλαδίτσα, δυστυχώς. Κρίμα για όλο αυτό τον κόσμο που τον έχει φάει το χώμα, μέσα από αγώνες. Η μεγάλη μου απορία είναι τι ακριβώς γιορτάζουμε φέτος, εγώ δεν καταλαβαίνω».

Τα επόμενα λεπτά, θυμάμαι να μένω σιωπηλός, με ένα κόμπο στο στομάχι.

«Δεν υπάρχει πραγματική δικαιοσύνη στην χώρα. Τι θα πεις στους γονείς της Τοπαλούδη αν οι άλλοι σε δέκα χρόνια κυκλοφορούν έξω; Είπαμε, ανθρωπισμός, ουμανισμός, αλλα πρέπει να υπάρχει και μια στοιχειώδης δικαιοσύνη. Όταν μια κοινωνία βυθίζεται στο βούρκο έρχονται όλα αυτα μαζι. Έγκλημα, βία, δράματα μέσα στο σπίτι, είναι όλα μέσα. Υπάρχουν μεγάλες ανισότητες, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και όποιον πάρει ο χάρος. Ο άνθρωπος απανθρωποιείται. Η φτώχια φερνει απανθρωποίηση. Μετά γεννιέται η επιθετικότητα και τα χειρότερα ένστικτα. Τα πιο πολλά εγκλήματα κάποιες άλλες μαύρες τρύπες καλύπτουν. Πρέπει να κοιτάξουμε συνολικά την κοινωνία. Με όρους πολιτικούς, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, κοινωνικής ισότητας, αλληλεγγύης, ανθρωπιάς»

Πέρα από τους χαρακτήρες των ταινιών του, που είναι σαν παιδιά του, ο Γιάννης Οικονομίδης είναι και πατέρας ενός μικρού αγοριού. Το να μεγαλώνεις ένα παιδί στην συνθήκη που ζούμε δεν είναι εύκολο και όταν η κουβέντα πήγε εκεί, η ανησυχία του ήταν φανερή.

«Υπάρχει αγωνία για το μέλλον. Για το τι μέλλον θα αντιμετωπισούν τα παιδιά. Τα παιδιά θα μεγαλώσουν, αυτό δεν αλλάζει, αλλά τι μέλλον θα έχουν; Τι θα βρουν μπροστά τους; Μήπως μεγαλώσουν και βλέπουν μόνο γκρεμό; Θα δούνε κατι άλλο;».

Το φινάλε της κουβέντας μας, ταίριαζε τέλεια με τον τίτλο της ταινίας του Γιώργου Γεωργόπουλου: «Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό».
Αυτές οι κουβέντες δεν γίνονται επειδή έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά για να υπενθυμίσουμε ο ένας στον άλλον όσα μας ανησυχούν και να νιώσουμε λιγότερο μόνοι. Αυτός είναι και ο τρόπος να νιώσουμε λιγότερο ανυπεράσπιστοι, μπροστά σε αυτό που συμβαίνει, σε αυτή την αδίστακτη, όπως ο ίδιος την χαρακτήρισε, καθημερινότητα.

Κάθε κύτταρο του Γιάννη Οικονομίδη είναι αυθεντικό και κάθε λέξη του έχει αξία, προερχόμενη από τις πολύ προσωπικές του αναζητήσεις.

Ο Γιάννης Οικονομίδης είναι ένας πολύ σημαντικός σκηνοθέτης, ακόμα κι αν δεν σου αρέσουν οι ταινίες του.
Είναι πολύ σημαντικός επειδή μέσα στα έργα του δεν θα βρεις ιστορίες νικητών ή χαμένων, αλλά ιστορίες ανθρώπων για τους οποίους θα έπρεπε να γράφονται ταινίες.

Εκείνος ο καφές που τον κέρασαν οι δυο φυλακόβιοι στον Δομοκό, μόνο τυχαίος δεν ήταν.


Φωτογραφίες: Μαρία Γαλάτη

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ