Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη φορά που άκουσα τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου

Το τραγούδι ξεκινούσε με μια εισαγωγή ασυνήθιστη, με ένα μουσικό θέμα που δεν μπορούσες να προβλέψεις τη μελωδική εξέλιξή του και ταυτόχρονα στιβαρό και αδιαπραγμάτευτο.

Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη φορά που άκουσα τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ακολουθούσε το κουπλέ, όπου ο τραγουδιστής (ο Θανάσης) δεν ήταν τραγουδιστής, δεν έμοιαζε στ’ αυτιά μου ούτε και για μουσικός που τραγουδάει, ήταν κάποιος άλλος, παράξενος, που δεν προσπαθούσε να αρέσει. Τα διάφορα όργανα συμμετείχαν στην ενορχήστρωση με έναν τρόπο σχεδόν ανορθόδοξο, παίζοντας γραμμές με νότες ριψοκίνδυνες που διαρκώς φλέρταραν με τη διαφωνία. Τα νοήματα που έβγαιναν από το στόμα αυτού του μη τραγουδιστή είχαν αρχίσει να χορεύουν στο μυαλό μου και αμφιταλαντευόμουν: να παρακολουθήσω την πλοκή των στίχων ή να αφεθώ στη συνολική εμπειρία ακρόασης του τραγουδιού, παραιτημένος εντελώς από την ανάγκη μου να το κατανοήσω;

Μόλις τελείωσε το τραγούδι, τα συναισθήματά μου ήταν ανάμικτα και οι αισθήσεις μου τεντωμένες. Σε κάθε ακρόαση, το πρώτο που εισπράττει κανείς είναι αν το τραγούδι τού άρεσε. Στην περίπτωση αυτή, ένιωθα κάτι πολύ διαφορετικό. Είχα εκείνη την παράξενη αίσθηση στο στόμα που έχει κάποιος από την πόλη που μόλις δοκίμασε ένα ποτήρι φρέσκο κατσικίσιο γάλα από το χωριό. Δεν ξέρεις αν σου αρέσει, αλλά ξέρεις ότι είναι το πιο γνήσιο που έχεις πιει. Κι ότι σου μυρίζει ίσως «γαλατίλα» ή σου μοιάζει κάπως περίεργο στη γεύση γιατί εδώ και χρόνια πίνεις από το άλλο γάλα, το επεξεργασμένο.

Ακολούθησαν πολλά χρόνια που ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου συνέχισε να κάνει αυτό που κάνει. Με τον ίδιο πάντα τρόπο, παρέμεινε ακαταλαβίστικος, ανορθόδοξος, χαρισματικός, κακόφωνος, ιδιοφυής, απρόβλεπτος, ανεπεξέργαστος, διονυσιακός. Καθώς ο ένας δίσκος διαδεχόταν τον άλλον, και αφήνοντας όλοι κρυστάλλινα τραγούδια στο πέρασμά τους, γινόταν μέσα μου όλο και πιο έντονη η αίσθηση ότι ο Θανάσης γράφει εδώ και τώρα την επόμενη παρτίδα διαχρονικών ελληνικών τραγουδιών. Λίγο καιρό μετά την πρώτη ακρόαση κάποιων από αυτά, τα ένιωθα ήδη ριζωμένα βαθιά στην καρδιά και στο μυαλό μου, λες και η καθαρή αλήθεια και η αβίαστη δύναμή τους είχαν ήδη νικήσει μέσα μου το χρόνο. Κατάλαβα με τι είχα να κάνω. Με μια νέα ρίζα, από τα έγκατα αυτού του τόπου, που οι επόμενες γενιές θα έχουν σημείο αναφοράς για να αντλούν πρωτογενές υλικό, όπως συνέβη στο παρελθόν με πολύ λίγους. Μια νέα, ντόπια δυναμωτική τροφή για το πνεύμα και τις αισθήσεις, που ανυψώνει και απελευθερώνει.

Στο άρθρο μου θα αποφύγω εντελώς να κάνω συγκρίσεις με άλλους δημιουργούς. Τι νόημα έχει να προσπαθήσω να «κατατάξω» τον Θανάση Παπακωνσταντίνου σε κάποια θέση στην ιεραρχία των μεγάλων του ελληνικού τραγουδιού; Αυτού του είδους οι λίστες μού έμοιαζαν πάντα καλλιτεχνικά ανορθόγραφες.

Ο κάθε σπουδαίος δημιουργός είναι ένα δέντρο που χαρίζει οξυγόνο και σκιά στους γύρω του και είναι τόσο ανώφελο να τον συγκρίνεις με το διπλανό του όσο το να συγκρίνεις τη λεμονιά με την πορτοκαλιά ή τον πλάτανο με την ελιά. Ο Θανάσης δεν είναι πιο μεγάλος ή πιο μικρός από τον Χατζιδάκι π.χ. ή τον Βαμβακάρη. Είναι όμως σίγουρα το ίδιο ολόκληρος με αυτούς. Και αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο επιδραστικός στους γύρω του, κοινό και ομότεχνούς του, που πολλοί από αυτούς (χωρίς ο ίδιος -είμαι βέβαιος- να έχει ιδέα γι’ αυτό) τον έχουν αναγάγει ήδη σε ένα είδος πατέρα, που από αυτόν ξεκινούν και πάλι όλα.

Για παρόμοιους λόγους δεν θέλω να «κατατάξω» ούτε τα τραγούδια του. Ανάμεσά τους σίγουρα κάποια είναι πιο αγαπημένα στο κοινό -είναι αυτά που δεν λείπουν ποτέ από τις συναυλίες του. Στην πραγματικότητα, όμως, μπορείς να αντιληφθείς το ολόκληρο σχήμα του Θανάση ακούγοντας οποιοδήποτε από τα τραγούδια του. Για να επιστρέψω στο παράδειγμα με το γάλα, όλα τα τραγούδια του αυτό το γάλα κουβαλούν, το πάντα αγνό και φρέσκο, αρμεγμένο απλώς το καθένα μια άλλη μέρα ή από διαφορετικό ίσως ζώο του ίδιου κοπαδιού.

Δεν πρόκειται, λοιπόν, να ξεχωρίσω κάποιο από αυτά ή να βρω κάποιο «αδικημένο» του, ως είθισται, για να σας το προτείνω να το ανακαλύψετε. Αφήστε εσείς «το νερό το κρύσταλλο να ρέει απ’ τις οθόνες» σας άφθονο ή όχι. Είναι δική σας η επιλογή αν αυτή τη ρίζα θα την αξιοποιήσετε για τον εαυτό σας σαν αποτοξίνωση από το μεταλλαγμένο και το ανθυγιεινό που κυκλοφορεί παντού εκεί έξω ή όχι.

Εγώ ήθελα μόνο να σας πω ότι η ρίζα αυτή υπάρχει. Και όπως κάθε ρίζα που γεννήθηκε κόντρα στην ξηρασία και την ανομβρία του καιρού και του τόπου της, θα είναι πάντα εκεί ανάμεσα στα ξερόχορτα και θα σας περιμένει, αιρετική και αειθαλής.

* Φωτογραφία: Χρήστος Διαμαντής

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ