Ο Βορεινός τομέας και το Warum του Λευτέρη Ξανθόπουλου

Ανοίγω το παράθυρο. Ταξίδια μού φέρνουν τα χειρόγραφα πίσω. Στρίβουν τα λόγια μου δεν μου αρκούν. Ανοίγω καινούργιους λογαριασμούς με ανθρώπους και τόπους. Δεν λένε να κλείσουν. Όσο να ’ρθούνε τα πρόσωπα στο φως γυρνάνε τα χρόνια
Τα ποιήματα γραφτήκαν ανάμεσα 1965 και 1977. Θα έπρεπε να βγούνε νωρίτερα, όπως αίφνης με μια σπρωξιά κλείνεις την πόρτα κατάμουτρα στη νύχτα μην μπει το σκοτάδι στον ύπνο των πουλιών. Ένα φως βρέχει στα φύλλα. Πάμε.” (Βορεινός τομέας 916, Μετρονόμος)

Ο Βορεινός τομέας και το Warum του Λευτέρη Ξανθόπουλου
ΠΡΟΒΟΛΗ

Της Κυριακής Μπεϊόγλου

“Αισθάνομαι σήμερα την ανάγκη να αναμετρηθώ ξανά με εκείνη την παλιά ιστορία και επιτέλους να στρωθώ και να την καταγράψω. Τελευταία, όλο και περισσότερο με βασανίζει το μάταιο της γραφής καθώς και το μάταιο της ανάγνωσης, με βασανίζει όμως πιο πολύ από όλα αυτό που ονομάζεται «το ρίγος του συγγραφέα» και «το ρίγος του αναγνώστη». Υπάρχουν;( Warum και άλλες ιστορίες, Καστανιώτης).

Δυο αποσπάσματα, δυο βιβλία. Από το ίδιο χέρι. Η ποιητική συλλογή «Βορεινός τομέας 916» (Μετρονόμος) και τα διηγήματα «Warum και άλλες ιστορίες»(Καστανιώτης) του Λευτέρη Ξανθόπουλου.
Κυκλοφόρησαν και τα δυο τις γιορτές, μήνες μετά τον θάνατό του. Και έρχονται για να προστεθούν σε μια τελική μεγάλη λίστα του έργου του που περιλαμβάνει εμβληματικά ντοκιμαντέρ-όπως η Ελληνική κοινότητα της Χαϊδελβέργης-σπουδαίες ταινίες-όπως το Καλή πατρίδα σύντροφε-βραβευμένες ποιητικές συλλογές-όπως τα Αντίψυχα, αμέτρητα λογοτεχνικά πεζά, βιβλία και έρευνες για σημαντικές προσωπικότητες.

Ξεκινώντας από τα ποιήματα του Βορεινού τομέα 916, ο ποιητής δηλώνει ξεκάθαρα τις προθέσεις του:
«ΥΓ.: Τα όνειρα που συνοδεύουν και υποστηρίζουν τα ποιήματα, με επισκέφθηκαν κατ’ ὄναρ* σε διαφορετικούς τόπους και διαφορετικές εποχές καταγράφτηκαν επί τόπου με την αφύπνιση του ονειρευτή και παρουσιάζονται εδώ στην αρχική τους την πρώτη μορφή»

Εμφανίζονται οι άνθρωποι που αγάπησε, επώνυμοι και ανώνυμοι. Άνθρωποι της καθημερινότητας του και άλλοι των γραμμάτων που τον επηρέασαν και τον στοίχειωναν μέχρι το τέλος. Ο Σαχτούρης, ο Γονατάς, ο Αναγνωστάκης, ο Παπαευσταθίου, και άλλοι. Η Αθήνα, η Καβάλα, η Γερμανία πότε έρχονται στο προσκήνιο και ποτέ εξαφανίζονται στο βάθος για να βγουν μπροστά οι θάλασσες, οι κήποι, τα σπίτια που αγάπησε. Και προς το τέλος το «Παράπονο»:

«Το ξέρω
πολέμησες την παγωνιά
την άνοιξη και την ομίχλη
υπόφερες τις τρύπες τα καρφιά
και τα ταξίδια που δεν έκανες
αγάπησες μια λυπημένη ξενοδόχα
όμως αυτά
δεν τα μιλάν στις συντροφιές
καλέ μου
δεν τα μιλάν

κράτα τις λέξεις σου
για τα πουλιά
τον ήλιο
και τα δέντρα

κι αυτό μην το ξεχνάς
ποτέ καλέ μου
μην το ξεχνάς»

Μας παρασύρει στο μυστικό σύμπαν των ονείρων του και στην υπαρξιακή αναζήτηση της απάντησης στο πιο αγωνιώδες ερωτήμα που έδωσε ως τίτλο στις ιστορίες του
Warum? (Γιατί;) . Γιατί είμαι αυτός που είμαι; Αναζητά την απάντηση μέσα σε μια επιμονή κατάδυση στη θάλασσα της μνήμης. Η ελληνική φιλοσοφία στην αναζήτησή του «γιατί;» ευθυγραμμίζεται με το δικό του ταξίδι προς τα πίσω. Πρόσωπα, τόποι και καταστάσεις μπερδεύονται, άλλοτε συμβιώνουν αρμονικά και άλλοτε αλληλοεξουδετερώνονται:
«Υπάρχουν κι άλλοι τόποι
που δεν είδαμε
ή πρόσωπα που
επιμελώς μας έκρυψαν
ή και οσμές ακόμη
υψίστης σπουδαιότητας

Το νου τους βέβαια
είχαν στην δάφνη
και τον Φοίνικα
και τα πολύχρωμα χαλιά
στην προκυμαία
για ξένων υποδήματα»

Στα διηγήματα του «Warum» αφήνει ελεύθερη τη λογοτεχνική έκφραση να συνδεθεί με τον αναγνώστη:
«Πραγματικά, πιστέψτε με, διόλου δεν μπορώ να καταλάβω όλο αυτό το μυστήριο, τι ακριβώς κάνει ο συγγραφέας και γιατί γράφει. Και ο αναγνώστης; Τι είναι ο αναγνώστης; Πού βρίσκεται; Σε ποιον κόσμο ζει και τι ψάχνει; Τον συγγραφέα, τον εαυτό του ή το έργο; Και αν κάπου υπάρχει, κάπου ζει και αναπνέει, τότε έχει μνήμη ο αναγνώστης;
Πώς λειτουργεί η μνήμη του; Σαν μαυροπίνακας, όπου επάνω του το ένα χέρι γράφει με την κιμωλία και το άλλο σβήνει; Τι μένει; Μένει κάτι; Και αν μένει κάτι, τι είναι αυτό; Είναι σωρός από κόκκους άμμου; Είναι ψίχουλα πάνω στο τραπέζι; Είναι σταγόνες βροχής που στεγνώνουν με το πρώτο φως του ήλιου, ή κοτρόνια που κατρακυλούν στη βουνοπλαγιά και σκορπίζουν στα πεδινά όταν ξεσπάει άγρια καταιγί- δα με νεροποντή και δυνατό αέρα;
Με τον καιρό όλα θολώνουν, ξεθωριάζουν, ξεχνιούνται. Έρχονται άλλοι μετά από εμάς για να γράψουν επάνω στα δικά μας, όπως κι εμείς με τη σειρά μας γράψαμε πάνω σε λόγια αλλωνών. Όλα δοκιμασμένα. Τίποτα καινούργιο. Όλα περασμένα.»

Ελεύθερος, δίχως τους κανόνες της ποιητικής φόρμας, αφιερώνεται στο συναίσθημα και στην ατμόσφαιρα της εποχής των Χριστουγέννων που αγαπάει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Οι τόποι του είναι ίδιοι με των ποιημάτων του.
Οι ιστορίες του παίρνουν ζωή μέσα από τα μάτια των ηρώων του και του μικρόκοσμου που τους περιβάλλει. Έχουν όμως όλοι κάτι μυστηριακά γενναίο. Αναγεννιούνται μέσα από την απώλεια ή σβήνουν δικαιωμένοι στα μάτια των αναγνωστών. Είναι αδύνατον να μην φανταστείς κινηματογραφικά πεδία δράσης πίσω από τις λέξεις του:

 “Είδαν κι απόειδαν τα πετεινά του ουρανού, αραίωνε από τις σφαγές επικίνδυνα ο πληθυσμός τους και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις φωλιές που είχαν φτιάξει στο έδαφος και να ανεβούν στα πιο ψηλά κλαδιά των πιο ψηλών δέντρων, εκεί που ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να τα βρει και να τα φτάσει.

Εκεί, στα ύψη επάνω και στα πυκνά φυλλώματα, στις αυτοκρατορικές σεγόιες και στους υδρόφιλους ευκάλυπτους, βρήκαν επιτέλους ησυχία και καταφυγή τα πουλιά και από εκεί πάνω πια μπορούσαν να πετάνε ελεύθερα και όσο ήθελαν στα δυσθεώρητα ύψη και στο «στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος ἐν ἀρχῇ».”

Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος έχει πάντα, τόσο στις ταινίες του όσο και στα γραπτά του το προσωπικό του πολύ ιδιαίτερο τρόπο να βλέπει τα πράγματα πίσω από τις εμφανείς αποτυπώσεις τους. Στο βάθος και την ουσία τους. Και τα δυο τελευταία βιβλία του είναι δυο πολύ αντιπροσωπευτικά δείγματα του έργου του για τον κριτικό και τον αναγνώστη του μέλλοντος. Κανείς δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση σ´ αυτό το αιώνιο «Warum» που τον παίδευε από τότε που ήταν στη Χαϊδελβέργη εργάτης για να πληρώσει τα δίδακτρα της σχολής κινηματογράφου στο Λονδίνο όπου σπούδαζε. Αλλά η λογοτεχνία όπως και η φιλοσοφία δεν δίνει απαντήσεις. Βάζει όμως σπουδαία ερωτήματα.

Και στην περίπτωση του Λευτέρη Ξανθόπουλου έχει να κάνει με μια πολυσχιδή προσωπικότητα με μεγάλο συγγραφικό και ποιητικό ενδιαφέρον.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ