Τζαζ θλίψη

Υπάρχει, λοιπόν, στην Τέχνη, κάτι πολύ πιο αποτελεσματικό και ειλικρινές από τα να είσαι απλά ένας φτασμένος, ικανός και ισχυρός καλλιτέχνης. Το να βαδίζεις με τα γόνατά σου τσακισμένα στο δρόμο σου προς το «φτάσιμο».

Τζαζ θλίψη
ΠΡΟΒΟΛΗ

Παιδί χωρισμένων γονιών, κουβαλούσε από μικρή ανοιχτή την πληγή μέσα της για χρόνια. Διψούσε για αγάπη κι έτσι κάθε φορά που την έβρισκε τη διοχέτευε στο τραγούδι, το οποίο έμελλε να την καταξιώσει. Η Τζένη Βάνου, η κατά κόσμον Ευγενία Βραχνού, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, 5 Φεβρουαρίου του 2014 λαι πίσω της άφησε, θαρρώ, μια τζαζ θλίψη να “γρατζουνάει” την ατμόσφαιρα, καθώς και αρκετά πιο σκοτεινό το πάνθεο των μεγάλων φωνών του ελληνικού τραγουδιού, σε έναν κόσμο που ολοφάνερα χωλαίνει μέρα με τη μέρα.

Θα μου πεις, πού την θυμήθηκες τώρα την Τζένη Βάνου τόσα χρόνια μετά;
Γιατί την ενοχλείς τώρα εκεί που βρίσκεται;

Δεν ξέρω, η υπενθύμιση ότι σαν σήμερα έφυγε, σε συνδυασμό με όλα αυτά που ακούμε και διαβάζουμε αυτές τις μέρες, κάτι με έβαλε σε σκέψεις.
Δεν σκοπεύω, φυσικά, να αφηγηθώ τη βιογραφία της ούτε να παραθέσω λίστα των μεγάλων επιτυχιών της.
Να την υπενθυμίσω θέλω, σε όσους την ξέχασαν, με την ελπίδα ότι ο μύθος ακόμα κι αν ξεχαστεί, παραμένει μύθος.
Για να καταλάβετε, ακόμα κι όταν απεκδύθηκε την ιδιότητα της μεγάλης κυρίας του ελληνικού τραγουδιού, για να ανοίξει ψιλικατζίδικο στη Νέα Σμύρνη, προκειμένου να επιβιώσει, δεν έπαψε στιγμή να είναι η κυρία Τζένη Βάνου. Η αριστοκράτισσα, η ευγενής, η ταπεινή. Είναι κρίμα που δεν ζούσα στην Αθήνα εκείνη την εποχή, για να πηγαίνω και να αγοράζω σοκολάτες από εκείνη.

Τη γνώρισα μικρός μέσα από αφιερωματικές εκπομπές στις μεγάλες φωνές του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, που σαν είδος τότε ούτε πολυκαταλάβαινα, αλλά ούτε και ήθελα να μελετήσω περισσότερο.
Το θεωρούσα κάτι δύσκολο (όσο δύσκολο θεωρώ ακόμα, το Νίκο Καζαντζάκη), οπότε και προτιμούσα να αναλίσκομαι στα δημοφιλέστερα μουσικά είδη για τη γενιά μου. Ήδη τότε είχε παρέλθει προ πολλού η εποχή της μεγάλης επιτυχίας της και η φωνή της έπασχε. Ωστόσο πάντοτε, κάθε φορά που η σπουδαία φωνή της τύχαινε να ακουστεί απροσδόκητα από κάπου, μου ασκούσε μια παράξενη έλξη, στην οποία είχα βάλει ως στόχο κάποτε να επιτρέψω να μου τακτοποιήσει δυο τρεις σκέψεις για το τι εστί τελικά το ρήμα «τραγουδάω». Κι αυτό είναι μια περίεργη αισθηματική αντίδραση, το νόημα της οποίας καταλαβαίνει κανείς μόνον όταν είναι ερωτευμένος ή, έστω, λίγο ρομαντικός.

Δεν θέλει ψάξιμο.
Παρά τη γενικότερη κακομεταχείριση που παρατηρεί κανείς αν κοιτάξει λεπτομέρειες από τη ζωή της Τζένης Βάνου, όλοι έχουν να θυμούνται τις διαχρονικές επιτυχίες της με τον Μίμη Πλέσσα και τον Τόλη Βοσκόπουλο, τα ντουέτα με το Γιάννη Βογιατζή, τα ναυαγισμένα  σχέδια διεθνούς καριέρας στο εξωτερικό, τα συγκλονιστικά αυτά τραγούδια για τον έρωτα τα οποία απογείωσε με την ανεπανάληπτη φωνή της.
Επίσης, παρ’ όλο που στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μετά τον χωρισμό της, αναγκάστηκε να μπει στο λαϊκό τραγούδι για οικονομικούς λόγους, η φωνή της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μια γνήσια λαϊκή φωνή, αφού η φυσική βραχνάδα της, η ποιότητα και το ηχόχρωμά της φωνής της κινούνται ξεκάθαρα σε μπλουζ/τζαζ επίπεδα. Και δεν είναι μόνο το βαθύ συναίσθημα που χαρακτήριζε την κάθε ερμηνεία της, αλλά και αυτή η ειλικρινής θλίψη με την οποία εμπότιζε την κάθε φράση στους στίχους της, εν μέσω κορόνων που σου τρυπάνε ακόμα και σήμερα το μυαλό.

Και σκέφτομαι τώρα ότι η Βάνου είναι ένα παράδειγμα καλλιτέχνη που ακόμα κι αν για κάποιους «έπεσε» ή «ξέπεσε» κοινωνικά κάποια στιγμή στη ζωή της, ακόμα κι αν την κατηγόρησαν ότι κλαίγεται δημόσια για τις οικονομικές της δυσκολίες, το έργο της ούτε λησμονήθηκε, ούτε απαξιώθηκε, ούτε κακοχαρακτηρίστηκε.
Ό,τι κι αν ήταν αυτό που άφησε πίσω της -μικρό ή μεγάλο- είναι εμφανές πως κατάφερε να αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή χωρίς να “μολυνθεί” από ανήθικες πράξεις ή εγκλήματα.
Αντίθετα, άνθρωποι του σήμερα με ατσαλάκωτες καριέρες και πρόσωπα φαίνεται να έχουν προβεί σε τρομερά εγκλήματα και να έχουν προκαλέσει ενείπωτο φόβο σε άλλους ανθρώπους. Και τελικά το μεγαλύτερο επίτευγμά τους ήταν το ότι κατόρθωσαν να υποκρύψουν τον τελείως προβληματικό χαρακτήρα τους πίσω από καλλιτεχνικές επιτυχίες.

Το μεγάλο δίλημμα σε περιπτώσεις όπως αυτές -και για τους δημοσιογράφους- είναι τελικά το αν το ρητό «ακολουθώ την τέχνη, όχι τον ίδιο τον καλλιτέχνη», που λένε κάποιοι, αποτελεί σοβαρή δικαιολογία για να συνεχίσει κανείς να ακολουθεί το έργο προβληματικών ανθρώπων.

Αν, όμως, δεν πατήσουμε εμείς πόδι, δεν θα το κάνει κανένας άλλος για εμάς. Και πρέπει επιτέλους να δώσουμε στους υποστηρικτές και θιασώτες αυτών των ανθρώπων να καταλάβουν ότι πράγματα όπως ο βιασμός και η παρενόχληση δεν αποτελούν πταίσματα για την ιδιωτική ζωή ενός ανθρώπου. Είναι καταστροφικά εγκλήματα που σου αλλάζουν τη ζωή. Και δεν συγχωρούνται.

Το να διαχωρίσεις τον άνθρωπο από το καλλιτεχνικό του έργο είναι η πιο μεγάλη και δύσκολη εξίσωση, αλλά όλοι θα ζούσαμε καλύτερα αν ξέραμε και αν επιλέγαμε να ακολουθούμε το έργο ωραίων ανθρώπων και όχι αυτών που απομυζούν το ωραίο από τις ζωές άλλων, εξακολουθώντας να παραμένουν επιτυχημένοι και προσφιλείς.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ