Εκταφή (ένα διήγημα της Δώρας Κασκάλη)

Η λογοτέχνης Δώρα Κασκάλη έγραψε το διήγημα "Εκταφή", ειδικά για το 2020mag.gr. 

*H εικονογράφηση ανήκει στην φωτογράφο, Όλγα Δέικου

Εκταφή (ένα διήγημα της Δώρας Κασκάλη)
ΠΡΟΒΟΛΗ

ΓΡΑΦΕΙ Η ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ

Όταν κατεβαίνει, πάντα με τα πόδια - αποφεύγει το ασανσέρ -, μπορεί να μυρίσει μέσα από τη μάσκα της τη φαρμακίλα που δραπετεύει από την χαραμάδα της πόρτας της γριάς του πρώτου. Στο ισόγειο, η Σύρια βράζει από το πρωί σούπες με τα μπαχάρια του τόπου της με μισάνοιχτη την εξώπορτα. Στον κοινόχρηστο διάδρομο, τα ποδηλατάκια των παιδιών της και τα μεταχειρισμένα παιχνίδια τους μέσα σ’ ένα χάρτινο κιβώτιο με τη φίρμα γνωστού απορρυπαντικού, της φέρνουν στη μύτη οσμές από μωρουδίστικο δέρμα και λερωμένη πάνα. Ακούει ανάκατα τις φωνές των παιδιών που παίζουν και της μάνας τους που μιλά διαρκώς στο τηλέφωνο. Ο πατέρας άφαντος.

Όταν επιστρέφει, στα ρουθούνια της έχει εγκατασταθεί η μυρωδιά του θανάτου. Αν είναι τυχερή και ξεθάψουν κανέναν παππού, χαζεύει τα άσπρα κόκαλα και το συνθετικό κοστούμι του που τα σκεπάζει, άθικτο. Μια μαριονέτα που βρήκε γαλήνη, άοσμη σαν προθάλαμος ανατομείου. Αν είναι κανένα παιδί που πέθανε από αρρώστια, λίγο πριν το φτυάρι βρει το φέρετρο, αρχίζει να την πνίγει η αποφορά της σάρκας που συντηρείται από τα χημικά και δεν λέει να λιώσει. Οι υπερμεγέθεις φαλακρές κούκλες την τρομάζουν ακόμα, παρά τα πέντε χρόνια που δουλεύει με σύμβαση στα κοιμητήρια του δήμου. Δεν ξεπλένεται με τίποτα αυτή η δυσωδία της άδικης τύχης.
Ανεβαίνει τα σκαλιά και ακούει τους μεσημεριανούς ήχους της πολυκατοικίας. Αλλά δεν μπορεί να θυμώσει με τα ποδοβολητά των παιδιών του ισογείου και την τηλεόραση που φωνάζει στο σπίτι της χήρας του πρώτου, κάνοντας κακόηχη παρέα στη μοναξιά της. Αργά το βράδυ, όταν ο Φώτης επιστρέφει από τα γραφεία του κόμματος, καμιά φορά ακούγονται κι εκείνοι. Οι φωνές του, οι πόρτες που χτυπούν και ο γδούπος, όταν το σώμα της πέφτει πάνω στα έπιπλα, μια ζωντανή μαριονέτα που κινείται από τα χέρια του.
Σε μια διαδήλωση γνωρίστηκαν, εκείνος φώναζε με την ντουντούκα και συντόνιζε. Αυτή γοητεύτηκε από το πάθος του. Έκτοτε, το υπερβάλλον πάθος, όταν δεν συναντούσε τη δική της συμφωνία ή συναίνεση κατέληγε σε μικρά δράματα που επέμενε να ξεχνάει. Ευτυχώς οι πολύωρες απουσίες του στο μαγαζί και μετά στο κόμμα, ειδικά την περίοδο των εκλογών, είναι σωτήριες. Προλαβαίνει να πλυθεί, να βάλει στη ρίζα της μύτης για να διώξει την θανατίλα λίγες σταγόνες από μια φθηνή κολώνια με άρωμα λεμονιού και να κοιμηθεί, αφού αφήσει να δράσουν τα μαγικά χαπάκια της λήθης της.
Μια μέρα επιστρέφει αλλιώτικη. Στ’ αυτιά της δεν ακούει πια τους ήχους της πολυκατοικίας, αλλά τα μοιρολόγια της μάνας για την κόρη που σκότωσε ο γαμπρός της. Η κηδεία γινόταν παραδίπλα από εκεί που δούλευε. Όπως ήταν μες στην τρύπα, παράτησε το φτυάρι και κοκαλωμένη παρακολουθούσε την λιγνή μαυροφόρα να χτυπιέται και να καταριέται. Ύστερα, στο καμαράκι όπου άλλαζε τα βρώμικα ρούχα της δουλειάς, η παμπάλαια, φορητή τηλεόραση ήταν ανοιχτή σ’ ένα μεσημεριανάδικο και οι πανελίστες με ζέση ανέλυαν τις καταγγελίες μιας ηθοποιού για τις ταπεινώσεις και επιθέσεις που είχε υποστεί από γνωστό ζεν πρεμιέ.
Τις επόμενες μέρες, παίρνει άδεια και βιδωμένη στον καναπέ με τις ώρες, χαζεύει τις εκπομπές που έχουν διαρκώς αναφορές σε νέες καταγγελίες κακοποίησης, βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων. Τα πρόσωπα πλέον δεν κρύβονται στο σκοτάδι - όπως παλιά -, και η λεζάντα από κάτω τους γράφει «τα θύματα μιλούν». Ο Φώτης δεν της δίνει σημασία. Σχεδιάζει να κατέβει για βουλευτής στις εκλογές που περιμένουν να γίνουν εντός του έτους, μετά από χρόνια στα μετόπισθεν, στην τοπική και στη νομαρχιακή, και είναι εξαφανισμένος· προετοιμάζει το έδαφος και ψαρεύει ψήφους από μέλη και ψηφοφόρους του κόμματος. Κατά τα μεσάνυχτα, μπαίνει στο σπίτι, την προσπερνάει σιωπηλός, εκείνη αγαλματωμένη μπροστά στην παλλόμενη οθόνη, και τραβάει για την κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμάται σχεδόν με τα ρούχα στο κρεβάτι τους.
Στο τέλος της άδειά της, του ζητάει να χωρίσουν. Αυτός κάνει πως δεν την ακούει. Ντύνεται και ετοιμάζεται να φύγει. Πριν κλείσει την πόρτα, της λέει ότι κανείς δεν θα τον διώξει από το σπίτι που πληρώνει και συντηρεί με το αίμα του και να πάψει τις υστερίες, ειδικά σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για το πολιτικό του μέλλον.
Ντύνεται κι αυτή και πάει στα γραφεία μετά από πολύ καιρό. Ο Φώτης λείπει σε τουρ στα γύρω χωριά. Παρών είναι ένας βουλευτής της πρωτεύουσας, φίλος του από παλιά, που κάνει πλύση εγκεφάλου σε κάποια συγκεντρωμένα μασκοφόρα μέλη, φυσικά κρατώντας τις αποστάσεις και τους κανόνες υγιεινής. Παινεύει τον Φώτη για το ήθος και την αφοσίωσή του στις αρχές και τις αξίες του κόμματος και για το ότι βρίσκεται πάντα δίπλα σε κάθε κατατρεγμένο και αδικημένο. Δεν μένει πολύ. Δεν φταίει η μάσκα της για την ασφυξία που νιώθει.
Στον γυρισμό, παίρνει τηλέφωνο έναν παλιό της έρωτα που δουλεύει στον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό. Η καταγγελία περί της κατ’ εξακολούθηση κακοποίησής της και μείωσης της προσωπικότητάς της από τον πρώην σύντροφό της και σημαίνον κομματικό στέλεχος, καθώς και η πρόθεσή της να προχωρήσει σε μήνυση εναντίον του, ανακοινώνεται από τον τηλεπαρουσιαστή ως αποκλειστικότητα στις ειδήσεις των οκτώ και είναι αναμφίβολα επιτυχία για το κανάλι.
Η είδηση φτάνει με ταχύτητα φωτός ώς τα κεντρικά γραφεία. Ο βουλευτής προσπαθεί να πείσει τις κεφαλές του κόμματος για την αξιοσύνη του Φώτη, επιχειρηματολογώντας με την γνωστή του ρητορική δεινότητα ότι η οικογενειακή ζωή των στελεχών δεν θα έπρεπε να αφορά τον αγώνα της παράταξης για την επίτευξη του στόχου, που δεν είναι άλλος από την νίκη στις εθνικές εκλογές. Δυστυχώς, δεν καταφέρνει να τους πείσει να μην πνίξουν την υποψηφιότητα του εκλεκτού του και μελλοντικού συμμάχου του. «Ενόψει της νέας κατάστασης, δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά», του εξομολογείται στο τηλέφωνο ο παρά τω Αρχηγώ.
Κατεβαίνει για τελευταία φορά τις σκάλες. Στέκεται έξω από την πόρτα της χήρας και μυρίζει τη φασολάδα που ετοιμάζει για το μοναχικό μεσημεριανό της. Στο ισόγειο, ησυχία· η οικογένεια πρέπει να τρώει τα μυρωδάτα φαγητά της πατρίδας της γύρω από την ξύλινη τάβλα. Στην βαλίτσα που κρατά και της κόβει το χέρι, έχει στριμώξει όσα χρειάζεται για να φτιάξει μια νέα ζωή. Και η παραίτηση από τη δουλειά της, είναι μια υπόσχεση ότι μπορεί για κάμποσα χρόνια να ξεχάσει τόσο θανατικό.

Φωτογραφία: Όλγα Δέικου

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ