Στην εποχή των ωφέλιμων ιδεών - Κριτική για τη διαδικτυακή συναυλία των Μποφίλιου, Καραμουρατίδη, Ευαγγελάτου
Κριτική για τη διαδικτυακή συναυλία «Η εποχή του θερισμού» των Μποφίλιου-Καραμουρατίδη-Ευαγγελάτου, που μεταδόθηκε σε online streaming την τελευταία Κυριακή του χειμώνα από το Viva.gr.


Θυμάμαι με πόση ανυπομονησία και δημιουργικότητα σχεδίαζαν τις μέχρι τώρα παραστάσεις τους. Ήδη από το 2012 οι τρεις τους είχαν θέσει ως κανόνα να παρουσιάζουν πρώτα τα νέα τους τραγούδια στο πλαίσιο μιας σειράς ειδικά διαμορφωμένων μουσικών παραστάσεων, ενώ λίγους μήνες μετά θα ακολουθούσε η κυκλοφορία τους σε δίσκο. Φέτος οι περιστάσεις της πανδημίας δεν τους έδωσαν τη δυνατότητα να συστήσουν τη νέα τους δουλειά στο κοινό, όπως συνήθιζαν. Για το λόγο αυτό η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Θέμης Καραμουρατίδης και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος σχεδίασαν μια αποκλειστική διαδικτυακή συναυλία για το νέο τους δίσκο «Η εποχή του θερισμού», η οποία και μεταδόθηκε σε online streaming από το Viva.gr και την οποία παρακολούθησα κι εγώ από την κουραστική πλέον "ασφάλεια" του σπιτιού μου.
Η αλληγορία της έννοιας του θερισμού
Ο νέος τους δίσκος, στον οποίο δόθηκε ο υπαινικτικός τίτλος «Η εποχή του θερισμού» κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο από την Cobalt Music, τέσσερα χρόνια μετά τη «Βαβέλ», με την οποία η τριάδα ήδη είχε προετοιμάσει το έδαφος για μια νέα περίοδο δημιουργίας. Οι καρποί αυτής της νέας σοδειάς, όπως σημειώνουν και οι ίδιοι, μετά από μια περίοδο γόνιμης αγρανάπαυσης, έχουν λάβει τη μορφή δέκα καινούργιων τραγουδιών. Η κυκλοφορία, μάλιστα, συνοδευτικών βίντεο κλιπ για κάθε τραγούδι ήταν κάτι που συμπλήρωσε το όραμά τους και βρήκε μεγάλη ανταπόκριση εκ μέρους του κοινού.
Η χρήση της έννοιας του θερισμού ως αλληγορίας στον τίτλο του δίσκου, αλλά και στο ομότιτλο τραγούδι, θα μπορούσε από τη μία να υποδηλώνει το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής ωρίμανσης της δημιουργικής τριάδας, που μετά από δεκαεφτά χρόνια κοινής καλλιτεχνικής σύμπραξης έχουν πλέον αποκτήσει μια σταθερή σχέση με το κοινό τους, αλλά και μια εξέχουσα θέση στον μουσικό χώρο, κάτι που τους παρέχει πλέον την άνεση να μην ακολουθήσουν ξανά την πεπατημένη. Από την άλλη σίγουρα ενέχει και μια πολιτική τοποθέτηση, υπό την έννοια ότι τα υλικά της έμπνευσης αναζητήθηκαν στον πραγματικό κόσμο, στον οποίο ζουν πρώτα ως πολίτες και σε δεύτερο βαθμό ως καλλιτέχνες.

Διάφανες προθέσεις
Η Νατάσσα Μποφίλιου είναι εκπληκτική εξ ιδιοσυγκρασίας που λένε. Πιστή στα καλλιτεχνικά της ιδανικά, στέκεται πάνω στη σκηνή του Vox με τη σιγουριά της καρποφορίας που ακολουθεί την πορεία της ως τώρα. Οι ερμηνείες της δεν φέρνουν αίσθησης αμφιβολίας. Η ίδια φαίνεται πως δεν έχει πλέον να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Ακόμα κι αν η μουσική δεν ταιριάζει σε κάποιους, οι φωνητικές της δυνατότητες είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί, πόσω μάλλον να υποβιβαστεί. Αυτό που με κάνει λιώμα με τη Μποφίλιου είναι η σφοδρή επιθυμία της να επικοινωνήσει με τον κόσμο, πράγμα που φάνηκε πολύ έντονα κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Θα μπορούσε κανείς να πει πως η Μποφίλιου του 2021 είναι πιο ποπ από ποτέ, τόσο όσον αφορά τη μουσική της, το στυλ της, όσο και με την έννοια της αποδοχής. Σκέφτομαι ότι αυτό που την έχει κάνει τόσο αποδεκτή και επιτυχημένη είναι το ότι στην έξω ζωή της ίσως να μην παίρνει το επάγγελμά της τόσο στα σοβαρά. Ίσως για την ίδια όλο αυτό να είναι απλώς ένα χόμπι, μια γιορτή.
Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, παρ’ όλο που στο δίσκο «Η εποχή του θερισμού» δεν κατάφερε να υπερβεί στιχουργικά τις κορυφές που κατέκτησε σε προηγούμενες δουλειές, μπόρεσε στην παράσταση αυτή να σκαρώσει μια setlist έχοντας πάντα στο μυαλό του να μην αφήσει στιγμή ανεκμετάλλευτη. Επιμελούμενος ένα μουσικό πρόγραμμα 25 τραγουδιών κατάφερε, εκτός από τα δέκα καινούρια τραγούδια, να χωρέσει μέσα στα υπόλοιπα δεκαπέντε τις πιο χαρακτηριστικές επιτυχίες της μουσικής τριάδας, καθώς επίσης και δυο ωραίες εκπλήξεις. Επιτέλους, οι πιο σκληροπυρηνικοί θαυμαστές αποζημιώθηκαν στο άκουσμα του «Σ’ αυτόν τον κόσμο», το οποίο δεν έχουν παίξει σε πρόγραμμά τους από το 2014, καθώς επίσης και στο άκουσμα του b-side της «Βαβέλ» “Hotel Vienna” με αγγλικό, παρακαλώ, στίχο. Έξυπνο, επίσης, και λειτουργικό το σημείο στη μέση του προγράμματος, όπου ο Ευαγγελάτος συγκέντρωσε όλα μαζί τα πιο πολιτικά του τραγούδια («Εκατοστό», «Βαβέλ», «Η εποχή του θερισμού», «Κοίτα εγώ»), κορυφώνοντας τα συναισθήματα.
Στη συγκεκριμένη συνθήκη, ο πιο ευφάνταστος από όλους, αυτός δηλαδή που τόλμησε να πειραματιστεί για άλλη μια φορά, είναι με διαφορά ο Θέμης Καραμουρατίδης. Με ανήσυχο πνεύμα και χωρίς σχεδόν να φείδεται πρωτοτυπίας, τουλάχιστον σε ενορχηστρωτικό επίπεδο, έντυσε όλα τα τραγούδια με έναν σύγχρονο ποπ ήχο, αξιοποιώντας πολύτιμα όργανα όπως το synth bass και η ηλεκτρική κιθάρα. Το αποτέλεσμα είναι καλοδουλεμένο και για άλλη μια φορά ώριμο. Ποιος περίμενε ότι ο πολυτραγουδισμένος «Λύκος» θα μεταμορφωθεί σε άλλο “There must be an angel” των Eurythmics; Η τζαζ εκδοχή του «Ραντεβού», ωστόσο, είναι κάτι που πολλοί ήθελαν για καιρό. Έκπληξη, επίσης, και η νέα ενορχήστρωση της «Βαβέλ», στην οποία χάρισε έναν ανατριχιαστικά επικό ήχο. Η προσθήκη τριών τραγουδιστών στα φωνητικά απογείωσε τη μουσική εμπειρία σε κάτι που δεν θα λησμονήσει κανείς σύντομα.

Παρ' όλα αυτά
Ο τρόπος με τον οποίο διαφημίστηκε και προωθήθηκε στα μέσα η συγκεκριμένη συναυλία από την εταιρία παραγωγής δημιούργησε περισσότερες προσδοκίες απ’ όσο θα έπρεπε και έθεσε τον πήχη αρκετά ψηλά. Αυτό για το οποίο πρόκειται επί της ουσίας είναι μια διαδικτυακή συναυλία μαγνητοσκοπημένη με έναν αρκετά συμβατικό και τηλεοπτικό τρόπο, με λιγοστά walk in πλάνα που θα μπορούσαν ίσως να το κάνουν πιο δραματικό. Μια πιο κινηματογραφική προσέγγιση, κάτι που θα προσομοίαζε περισσότερο σε βίντεο κλιπ θα μπορούσε να μετατρέψει αυτή τη συναυλία σε κάτι πραγματικά μοναδικό. Η σκηνογραφία είναι λιτή στα μέσα χωρίς να κατορθώνει να ισορροπήσει με τους συνειρμούς που προκαλεί το συνολικό concept του δίσκου. Φαίνεται πως οι αχυρόμπαλες και οι πολλαπλές οθόνες που πρόβαλλαν θεματικές εικόνες δεν αποσπώνται από το μάτι ως κάτι εξεχόντως διαφορετικό και πρωτότυπο.
Ο συνολικός ρυθμός μοιάζει καταιγιστικός, στο βάθος όμως διακρίνεται μιαν αφόρητη αμηχανία που αναδεικνύει το κενό της απουσίας του κοινού, το οποίο κατεξοχήν είναι κάτι που κυριαρχεί στις παραστάσεις και τις συναυλίες του μουσικού τρίο και ανατροφοδοτεί την ενέργεια. Και, αλίμονο, δεν ψέγει κανείς τους δημιουργούς γι’ αυτό. Από την άλλη, βέβαια, δεν είμαι και τόσο σίγουρος για το τι παραπάνω θα έπρεπε να περιμένει κανείς από ένα τέτοιο project. Μοιάζει να είναι φτιαγμένο καλοπροαίρετα με όποια διαθέσιμα μέσα. Οπωσδήποτε, όμως, σε μια ζωντανή συνθήκη με την παρουσία κοινού θα γινόταν εκμετάλλευση περισσότερων στοιχείων. Σίγουρα ο παλμός της συναυλίας θα παρέσυρε το θεατή σε άλλους ρυθμούς.
Όχι ότι δεν κλάψαμε, όχι ότι δεν χαρήκαμε, όχι ότι δεν νοσταλγήσαμε.
Ασύγκριτα, όμως, τα συναισθήματα όταν βιώνονται σε ρυθμούς ταυτόχρονους.

Φωτογραφίες: Κώστας Αυγούλης