Ο Ocean Vuong πρόσκαιρα συγκατοικεί με τον Γιώργο Καπουτζίδη. Υπέροχα.

Ως συγγραφέας ήθελα να αρχίσω με αλήθεια και να τελειώσω με τέχνη, δηλώνει σε μία από τις συνεντεύξεις του ο Βιετναμέζος-Αμερικάνος ποιητής, Ocean Vuong, αναφερόμενος στο με τον υπέροχο τίτλο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι», με το οποίο έκανε τα πρώτα βήματά του στον χώρο της πεζογραφίας.

Ο Ocean Vuong πρόσκαιρα συγκατοικεί με τον Γιώργο Καπουτζίδη. Υπέροχα.
ΠΡΟΒΟΛΗ

ΓΡΑΦΕΙ Η ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΠΑΣΙΑ

Για τη μητέρα μου, η αφιέρωσή του, καθώς πρόκειται για ένα σπαρακτικό μυθιστόρημα με τη μορφή του ανεπίδοτου γράμματος, από τον γιο προς τη νεκρή από καρκίνο αναλφάβητη μητέρα. Σου γράφω μέσα από ένα σώμα που κάποτε ήταν δικό σου. Που πάναπεί σου γράφω ως γιος. 

Είσαι μάνα, μαμά. Και είσαι και τέρας. Το ίδιο όμως ισχύει και για μένα –κι αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ να σου γυρίσω την πλάτη. Και αυτός είναι ο λόγος που πήρα την πιο μοναχική δημιουργία του θεού και σ’ έβαλα μέσα της. Κοίτα.

Και κοιτάμε μαζί του κι εμείς. Όλο αυτό το ταξίδι της παιδικής και εφηβικής ωκεάνιας ηλικίας, από το Βιετνάμ στις Ηνωμένες Πολιτείες, κρατώντας το χέρι μιας μάνας με τριανταφυλλένιο όνομα και μιας γιαγιάς με το όνομα του κρίνου. Αναμετρούμενη αυτή η διαδρομή με τραύματα και αναμνήσεις, με τα σημάδια της βίας, του μετατραυματικού στρες και της σχιζοσυναισθηματικής διαταραχής ως απότοκο της δίνης του πολέμου. 

Την πρώτη φορά που με χτύπησες, πρέπει να ήμουν τεσσάρων. Ένα χέρι, μία αστραπή, ένα ξεκαθάρισμα.Ήταν εκείνη τη φορά που επιχείρησα να σου μάθω να διαβάζεις, όπως μου έμαθε εμένα η κυρία Κάλαχαν, με τα χείλη μου στο αφτί σου, το χέρι μου πάνω στο δικό σου, με τις λέξεις να κινούνται κάτω από τους ίσκιους που σχηματίζαμε. Όμως, η πράξη αυτή (ένας γιός να διδάσκει τη μάνα του) αντέστρεψε τις ιεραρχίες μας, και μαζί μ’ αυτές και τις ταυτότητες μας, που στη χώρα τούτη ήταν ήδη ισχνές και περιορισμένες.

Ένα ταξίδι μπροστά και πίσω στον χρόνο, σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, γεμάτο εναλλαγές, με προορισμό τη συμφιλίωση, την αποδοχή, την κατανόηση του εαυτού. 

Σε αυτό το ταξίδι το σώμα μοιάζει να είναι το κυρίαρχο όχημα.

Ποτέ δεν ήθελα να φτιάξω ένα σώμα έργων, απλώς να διατηρήσω αυτά, τα σώματά μας, να ανασαίνουν και να αγνοούνται μέσα στο έργο.

Ένιωσες ποτέ χρωματισμένη καθώς ένα αγόρι σε ανακαλύπτει με το στόμα του;

Πολλές οι σκληρές στιγμές. Η παράνοια του πολέμου ως ξεχειλίζει από τα χείλη του στρατιώτη που τρέφεται με το ωμό μυαλό του πιθήκου μαμάκα, οι οικονομικές δυσκολίες, η ξενοφοβία –βγάλτε το λευκό από πάνω της- και ο ρατσισμός. Κάποιες φορές σε διαγράφουν πριν καν σου δοθεί η ευκαιρία να  δηλώσεις ποιος είσαι. 

Άλλες τόσες οι φωτεινές κι ανέμελες. Τα θυμάμαι όλα, γιατί πώς να ξεχάσεις οτιδήποτε από τη μέρα που είδες για πρώτη φορά όμορφο τον εαυτό σου; Ένα παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. 

Ο ωκεάνιος μικρόσωμος συγγραφέας, όσο κι αν έχει βρεθεί στη σκοτεινή πλευρά της ζωής, επιλέγει να επιμένει στο ότι πάντα θα υπάρχουν αποχρώσεις ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο. Το ίδιο διάχυτο μπορεί να είναι και το «είναι», τόσο επαναστατικό, αντιτιθέμενο στους κανόνες και την πατριαρχία, ανοικτό σε αλλαγή, όσο και το queer, τόσο ως πολιτισμική έκφραση όσο και ως κινηματικό στοιχείο, όπως άλλωστε και ίδιος υποστηρίζει στην Los Angeles Review of Books δηλώνει «[τo queer] προσκαλεί  το καινούργιο, το καινοτόμο και είναι ευρύτερο από τη σεξουαλικότητα και το φύλο. Είναι δράση. Κι η δράση αυτή ξεκινά στην ακινησία, όπου η σιωπή γίνεται μία αρχιτεκτονική στην υπηρεσία της πρόθεσης». 

Και μέσα σε όλα, ο έρωτας. 

Κι ήταν αυτό που ήθελα- όχι μόνο το σώμα, όσο ποθητό κι αν ήταν, αλλά η επιθυμία του να αναπτυχθεί μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο κόσμο που απορρίπτει τη δίψα του. Κι έπειτα ήθελα περισσότερα, τη μυρωδιά, τη δόνησή του, τη γεύση από τηγανητές πατάτες και φυστικοβούτυρο κάτω από το βάλσαμο της γλώσσας του, το αλάτι γύρω από τον λαιμό του έπειτα από μία δίωρη οδήγηση στο πουθενά.

Αυτός κι ο Τρέβορ, το αγόρι με τα πυκνά μαλλιά, εκεί στα καπνοχώραφα του παππού. 

Τον μελέτησα σαν μια καινούρια λέξη. 

Μια ανακάλυψη της ερωτικής ταυτότητας και μια πάλη ενάντια σε αυτήν. Δυο στάσεις ζωής σε δύο σώματα που γίνονται ένα. Επιλεκτικά. 

Είχα νομίσει ότι σεξ σημαίνει να ανοίγεις δρόμους προς νέα εδάφη, να αψηφάς τον τρόμο, πώς, εφόσον οι άλλοι δεν μας έβλεπαν, οι κανόνες τους δεν ίσχυαν. Έκανα όμως λάθος. Οι κανόνες βρίσκονταν ήδη μέσα μας.

Συχνά αναρωτιέμαι και επιβεβαιώνω την αλήθεια της σκέψης ότι τα βιβλία σε/μας συναντούν την στιγμή που τα έχεις/έχουμε ανάγκη. Ανακαλώ τα όσα συμβαίνουν τις σκοτεινές αυτές ημέρες, με τις διαρκείς αποκαλύψεις μα και την προσπάθεια συγκάλυψής  τους. Τα τόσα αθωράκιστα και απαλά πλάσματα που βρέθηκαν μπροστά σε μια βία ανομολόγητη ακόμη και στον ίδιο τους τον εαυτό συνθήκη. Και όσα άλλα διστάζουν ακόμη να αναγνωρίσουν ελεύθερα την επιλογή της σεξουαλικής τους ταυτότητας, μιας και τους χρεώνεται δόλος και ανομία πέρα από την ταμπέλα του ανήθικου. Από αυτούς που αυτοαποκαλούνται «άριστοι» κι «εξέχοντες». 

Είναι αυτό το μυθιστόρημα του Vuong που έρχεται και σκάει στα μούτρα μας σαν μια αλήθεια. Οικουμενική και πέρα από τα στενά μας όρια. Από αυτές τις αλήθειες που μας θυμίζουν ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι μεγάλος και πλατύς, ασφυκτιά από σκηνές βίας, από ανθρώπους που αρνούνται ακόμη και στον ίδιο τους τον εαυτό να αναγνωρίσουν ανάγκες και επιθυμίες. Από μια κοινωνία που οδηγεί σε αδιέξοδα και εθισμούς, που φιμώνει το ό,τι διαφορετικό. 

Είναι αυτό το χάρισμα του δημιουργού που σπάει κάθε νόρμα. Συνδυάζει την τρυφερότητα και το ανοίκειο της ποίησης μαζί με έναν ψυχρό ρεαλισμό και καταφέρνει μέσα από την αλήθεια και την εξομολόγηση, μέσα από σκέψεις, συναισθήματα, αισθήσεις, μέσα από το σώμα και τα φυσικά αντικείμενα, να μας δηλώσει ότι θα υπάρχει πάντα αυτή η στιγμή, όσο δύσκολη κι αν είναι η ζωή, όσο βίαιη και βάρβαρη κι αν μοιάζει, όπου θα νιώσουμε αυτή την υπεροχότητά μας, έστω και πρόσκαιρα, όπως τόσο τρυφερά και νοσταλγικά δηλώνει ο τίτλος. 

Εκεί κάτω απ’ τα’ αστέρια, κάτω από το φως των πραγμάτων νεκρών από καιρό, βλέπουμε επιτέλους αυτό που κάναμε ο ένας στον άλλον – και το ονομάζουμε καλό. 

Θα μπορούμε να νιώσουμε αυτή την ευτυχία που περιγράφει ο Γιώργος Καπουτζίδης αναφερόμενος στο γεμάτο περηφάνια βλέμμα του πατέρα του και να ελπίσουμε στην αλλαγή

Για πρώτη φορά ύστερα από καιρό προσπαθώ να πιστέψω στον παράδεισο, σε έναν τόπο όπου θα μπορέσουμε να βρεθούμε μαζί όταν όλα αυτά εκραγούν. 

Αυτό άραγε να είναι τέχνη; Να σ’ αγγίζουν και να σκέφτεσαι ότι αυτό που νιώθεις είναι δικό σου όταν τελικά ήταν ο πόθος κάποιου άλλου που βρίσκει εσένα; 

 

*Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, Ocean Vuong

Μετάφραση: Έφη Φρυδά, εκδόσεις Gutenberg

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ