Φεστιβάλ Καννών 2021 / Δολοφονίες γυναικών στο Βόρειο Μεξικό, "καραντινάτες" συζητήσεις και ο Αϊνούζ κατά του... Μπολσονάρο (video -εικόνες)

Μια άλλη "δυσκολία" των φεστιβάλ είναι ότι, εφ’ όσον δεν κατέχουμε το δισυπόστατο του Θεού και δεν μπορούμε να βρισκόμαστε σε δυο και τρία μέρη ταυτόχρονα, πρέπει να επιλέγουμε. Και οι επιλογές στις Κάννες δεν είναι εύκολη δουλειά.

Φεστιβάλ Καννών 2021 / Δολοφονίες γυναικών στο Βόρειο Μεξικό,
ΠΡΟΒΟΛΗ

Λοιπόν, στη διαγωνιστική κατηγορία για νέους σκηνοθέτες "UN CERTAIN REGARD", με πόνο ψυχής ακύρωσα το εισιτήριο για το Μετά τον Γιανγκ με τον αγαπημένο Κόλιν Φάρελ, σε σκηνοθεσία του Κογκονάδα (που με είχε εντυπωσιάσει πριν τρία χρόνια με το χαμηλών, απωανατολίτικων τόνων Colombus από το Sundance), για το La Civil, ένα φιλμ με θέμα τις εξαφανίσεις και τις δολοφονίες Βόρειο Μεξικό, θέμα που είχε προσεγγίσει και η μεξικάνα Φερνάντα Βαλαντέζ στα Χαρακτηριστικά Γνωρίσματα.

H ρουμανο-βελγο-μεξικάνα, Τεοντόρα Μιχάι, εμπνευσμένη από αφηγήσεις γυναικών στην μεξικάνικη μεθόριο, προσεγγίζει τη ζωή μιας μάνας που απήγαγαν την κόρη μπράβοι των καρτέλ και, μη βρίσκοντας βοήθεια από πουθενά, αποφασίζει να την ψάξει η ίδια. Η ταινία είναι γυρισμένη ως ένα καλογυρισμένο θρίλερ που κρατάει σε αγωνία τον θεατή μέχρι το κάπως διφορούμενο τέλος του – που είναι και το πιο αδύνατο σημείο μιας γενικά δυνατή ταινίας.

Είναι πάντως σημαντικό γυναίκες κινηματογραφίστριες να βοηθάνε με τις ταινίες τους, τις γυναίκες της μεξικάνικης μεθορίου που κινδυνεύουν καθημερινά και έχουν οι ίδιες οργανωθεί εδώ και χρόνια, καθώς αντιμετωπίζουν την αδιαφορία και την απραξία των αρχών. Και χαίρομαι επίσης που πολλαπλασιάζονται τελευταία οι πολιτικές ταινίες με θέμα στην ανεξέλεγκτη βία στο Βόρειο Μεξικό, γιατί ελπίζω πως αυτά που έχουν να πουν θα περάσουν τα τείχη των φεστιβάλ ταινιών τέχνης και θα φτάσουν εκεί που πρέπει για να ακουστεί η κραυγή τους: BASTA YA.

Η επόμενη επιλογή σίγουρα δεν μου "βγήκε".

Άφησα τον Πολ Φερχόφεν και τη Μπενετέτα του, σχετικά με τις μεταφυσικές και ερωτικές ανησυχίες μιας μοναχής, για μια συζήτηση οργανωμένη από το τμήμα της Αγοράς του φεστιβάλ.

Φαινόταν ενδιαφέρουσα: τρεις λατινοαμερικάνοι θα μιλούσαν για τις ανεξάρτητες πλατφόρμες ταινιών και το ξεπέρασμα των συνόρων. Όμως η συζήτηση γινόταν διαδικτυακά, στο ψηφιακό σύμπαν, και παρ’ όλο που είχε κάποιο ενδιαφέρον μου θύμισε τις χειρότερες μέρες της καραντίνας.

Το τέλος της κινηματογραφικής μέρας μου έλυσε μια απορία που είχα εδώ και ένα περίπου χρόνο: πως γίνεται ο βραζιλιάνος σκηνοθέτης που γοήτευσε το ελληνικό κοινό με την Αόρατη Ζωή της Ευριδίκης Γκουζμάο να έχει αραβικό όνομα και επίθετο; Ο Καρίμ Αϊνούζ με την τελευταία, βαθύτατα αυτοβιογραφική ταινία, το ο Marinheiro das Montanhas (ο ναύτης των βουνών) ένα εικαστικό ποίημα που αφιερώνει στην μητέρα που έχασε, μας αποκαλύπτει την αλγερινή, από τη μεριά του πατέρα του, καταγωγή του.

Ενός πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ αλλά που του άφησε όνομα και επώνυμο. Στα πενήντα τέσσερα του, μετά το θάνατο της μητέρας που τον μεγάλωσε μόνη της, αποφασίζει να πάρει το πλοίο, να διασχίσει τον ωκεανό και να πάει να γνωρίσει όχι τον πατέρα – εκείνος ζει πια στο Παρίσι – αλλά τη χώρα για την οποία τόσα χρόνια άκουγε.

Από το πολύβουο Αλγέρι, ο Αϊνούζ θα πάρει το δρόμο για το ορεινό χωριό στην Καβυλία, απ’ όπου πριν από εξήντα περίπου χρόνια ξεκίνησε ο πατέρας του για να σπουδάσει μηχανικός στις Η.Π.Α., ελπίζοντας πως θα γυρίσει πίσω μια μέρα και θα βοηθήσει την πατρίδα του να πετάξει τους Γάλλους στη θάλασσα. Στο χωριό που θα βρει θείους, θείες, ξαδέρφια κι ανιψιές, και μια ρέπλικα του, έναν συνομήλικο του Καρίμ Αϊνούζ με τρία παιδιά και τα μισά του δόντια.

Μακάρι πολλές μανάδες να’χουν την τύχη να τους κάνουν τα παιδιά τους ένα τέτοιο δώρο, έστω και μετά θάνατον. Ένα εντελώς ιδιαίτερο, ευαίσθητο και προσωπικό road movie προς τα τρίσβαθα της ψυχής.

Ο Αϊνούζ προλόγισε ο ίδιος την ταινία του αναφερόμενος στη πολιτική του Μπολσονάρο σχετικά με την πανδημία και επευφημήθηκε από το κοινό μέσα στην αίθουσα. Ενώ ακόμα έπεφταν οι υπότιτλοι του έργου, μια ομάδα στάθηκε μπροστά στην οθόνη με σηκωμένες γροθιές και ένα μεγάλο πανώ που έγραφε στα πορτογαλικά: «500.000 νεκροί είναι γενοκτονία. Κάτω ο Μπολσονάρο». Ενώ χειροκροτούσαμε και επευφημούσαμε –μαζί κι ο Τιερί Φρεμό, ο διευθυντής του φεστιβάλ – ανέβηκαν επάνω όσοι βραζιλιάνοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί βρίσκονται στις Κάννες, και έπειτα μια μικρή ομάδα Αλγερινών με τη σημαία τους, και έτσι όμορφα, διεθνιστικά και αγωνιστικά έληξε η προβολή της πολύ τρυφερής ταινίας του Καϊρούζ.

Αν εξαιρέσουμε τα κλιματιστικά που μάλλον είχαν απορρυθμιστεί και δούλευαν στο φουλ –συμβαίνει και στα καλύτερα φεστιβάλ– που με έφεραν στα όρια του κρυολογήματος και με έστειλαν στο δωμάτιο μια ώρα αρχύτερα, άφησα πίσω μου την παραλία να σφύζει από κινηματογραφική και μη, ζωή.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ