Φεστιβάλ Καννών 2021 / Συνέντευξη Τύπου Φαραντί: «Κάθε ταινία είναι ένα παράθυρο που ανοίγεται και μας αφήνει να δούμε ένα μέρος του κόσμου γύρω μας που δεν ξέρουμε»

Ο Ασγάρ Φαραντί δεν χρειάζεται συστάσεις. Τον ξέρουμε όλοι στην Ελλάδα και αγαπάμε τις ταινίες του. Η τελευταία του ταινία, Ο Ήρωας, έκανε στις 13 Ιουνίου πρεμιέρα στο φεστιβάλ των Καννών. Ο Φαραντί μαζί με τους συντελεστές της ταινίας ανέβηκαν το κόκκινο χαλί.

Φεστιβάλ Καννών 2021 / Συνέντευξη Τύπου Φαραντί: «Κάθε ταινία είναι ένα παράθυρο που ανοίγεται και μας αφήνει να δούμε ένα μέρος του κόσμου γύρω μας που δεν ξέρουμε»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Αυτό το κόκκινο χαλί τι κι αν έχει δει. Πόζες, τουαλέτες, γόβες στιλέτα, κοσμήματα. Σ’ ένα μεγα γεγονός όπως το φεστιβάλ των Καννών, που αρχή του είναι να συγκεράζει διαφορετικούς κόσμους, δύσκολα θα βρει κανείς πιο διαμετρικά αντίθετες εικόνες από τη θορυβώδη είσοδο της παρδαλής παρέας του Γουες Άντερσον τη Δευτέρα το απόγευμα με την παρουσία της ομάδας που πλαισιώνει τον Φαραντί. Χωρίς πόζες, τουαλέτες και ψηλοτάκουνα, με μια σοβαρότητα χαρακτηριστική της Ανατολής, οι Ιρανοί στο κόκκινο χαλί μοιάζουν πολύ με αυτούς που βλέπουμε στην οθόνη.

Στη συνέντευξη τύπου οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι ήταν Ιρανοί και οι ερωτήσεις τους εστίαζαν σε θέματα που αφορούσαν το καθεστώς της χώρας και τη σχέση του Φαραντί με αυτό.

Ο σκηνοθέτης που έχει φέρει δύο Όσκαρ στο Ιράν έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων από πολλούς ομογενείς του. Και η κριτική που κάνει στην κυβέρνηση είναι με το γάντι. Γι αυτό και ρωτήθηκε γιατί δεν στηλιτεύει στην ταινία του τη θανατική ποινή και τις αυτοκτονίες στις φυλακές – στις οποίες γίνεται σύντομη αναφορά και γιατί επέλεξε για πρωταγωνιστή τον Αμίρ Ζαντίντι, έναν από τους σταρ της εγχώριας παραγωγής.

Το θέμα όμως της ταινίας ήταν άλλο. Η υπόθεση που ο Φαραντί και οι συνεργάτες του είχαν κρατήσει επτασφράγιστο μυστικό μέχρι χτες, αφορά σε έναν άντρα που είναι εκτίει ποινή φυλάκισης για χρέη στον κουνιάδο του και, όταν βγαίνει από τη φυλακή, βρίσκει μια τσάντα με χρυσές λίρες την οποία αρνείται να εξαργυρώσει και να πληρώσει το μισό του χρέος και επιλέγει να βρει τον ιδιοκτήτη της. Το γεγονός αποκτάει διαστάσεις, εμπλέκονται τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και τα πράγματα παίρνουν μια απρόσμενη τροπή.

Παρ’όλο που η ταινία συνέχεια γύρω από τα χρήματα (το χρέος, οι λίρες) ο Φαραντί δήλωσε πως «αν μου ζητούσαν να πω πέντε λέξεις που περιγράφουν την ταινία, η λέξη "χρήμα" δεν θα ήταν ανάμεσα τους. Ούτε η θανατική ποινή, παρ’όλο που την καταδικάζω και το έχω δηλώσει επανειλημμένα. Η ταινία περιστρέφεται γύρω από την έννοια της "υπόληψης’, της εικόνας που έχουν οι άλλοι για μας και που είναι πολύ σημαντική για τις δικές μας κοινωνίες, και ίσως να μην το καταλαβαίνουν εδώ αυτό. Κάθε ταινία είναι ένα παράθυρο που ανοίγεται και μας αφήνει να δούμε ένα μέρος του κόσμου γύρω μας που δεν ξέρουμε.

Από τους ηθοποιούς μου δεν ζητάω να έχουμε τις ίδιες απόψεις, αλλά να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους στην ταινία. Για το σενάριο της ταινίας δούλεψα πολύ –o Φαραντί είναι από τους σκηνοθέτες που γράφουν οι ίδιοι τα σενάρια των ταινιών τους- . Είχα ζητήσει από τους φοιτητές μου να ψάξουν για ιστορίες ανθρώπων που έδωσαν πίσω αντικείμενα που βρήκαν. Στην αρχή τους φάνηκε ανόητο, αλλά στη συνέχεια ανακάλυψαν πως πίσω από μια τέτοια πράξη υπάρχουν διάφορα κίνητρα. Κάναμε πολλές πρόβες, βοήθησε και το λοκντάουν που μας έδωσε περισσότερο χρόνο.
Οι ταινίες μου θέλω να έχουν στοιχεία σασπένς, γιατί όταν αφηγείται κάποιος ρεαλιστικές ιστορίες, όπως κάνω εγώ, αν δεν έχει αγωνία τότε καταντάει βαρετό. Κι εγώ θέλω οι ταινίες μου να φτάσουν σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, και όχι μόνο σε ένα σινεφιλ κοινό»

Ο Φαραντί μας σύστησε τον παραγωγό του Αλεξάντρ Μούι, τον οποίο θεωρεί οικογένεια του, καθώς «αγαπάει και σέβεται την ιρανική κουλτούρα και έχει επισκεφθεί πολλές φορές το Ιράν», ενώ μίλησε και για την αναζωογονητική εμπειρία της οικειοθελούς μετανάστευσης και της επαφής με άλλα πολιτισμικά συστήματα, με αφορμή τις δυο ταινίες που έχει γυρίσει σε Γαλλία και Ισπανία.

Για να δω την ταινία βρήκα εισιτήριο μόνο σε ένα μικρό σινεμά στην Bocca, στην άλλη άκρη της παραλιακής. Εκεί το σκηνικό αλλάζει. Στην παραλία κάτω από τον πεζόδρομο είχε ξεχυθεί, λόγω αργίας, όλη η βόρεια και υποσαχάρια γαλλική Αφρική. Παιδιά έπαιζαν με τα κύματα, μεγάλοι έτρωγαν και έπιναν κάτω από τα αρμιρίκια, μικρές καντίνες σέρβιραν κακό, φτηνό καφέ, θυμίζοντας πιο οικείες εικόνες, διαφορετικές από την κοσμοπολίτικη πλαζ Κρουαζέτ.

Για τον Ήρωα δεν θα γράψω τίποτα τώρα. Όταν με το καλό προβληθεί στην Ελλάδα.

Μόνο ότι ήταν συγκλονιστική, άλλο ένα αριστούργημα του Φαραντί από το Ιράν, και την κουβάλαγα μέσα μου μιάμιση ώρα που έκανα για να γυρίσω πίσω, μέσα από την πόλη που γιόρταζε.

Στα άλλα κινηματογραφικά μου νέα της ημέρας, η Ζωή της Γυναίκας μου της Ίλντικο Ενιέντι από το Επίσημο Διαγωνιστικό, ήταν μια ταινία με πολύ ωραία, μεστά χρώματα, ώχρες, καφέ και καθαρά μπλε, πολύ όμορφα έπιπλα και ρούχα εποχής, πολύ ωραίους πρωταγωνιστές, σενάριο που έμπαζε από παντού (ήταν και το βιβλίο του ουγγρού συγγραφέα Μίλαν Φυστ, στο οποίο βασίστηκε, τόσο χάλια;), ανόητους διαλόγους, ανύπαρκτο στήσιμο χαρακτήρων, καλή για Κυριακή μεσημέρι μετά το φαγητό αλλά όχι για το Επίσημο Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ