«Το κορίτσι κατσίκα» (I tshei ketshika): Οι Τσιγγάνοι μιλάνε, εμείς τους ακούμε;

Οι Τσιγγάνοι μιλάνε, αλλά δεν τους ακούμε. Είναι ευκαιρία μέσα από τις ιστορίες τους να καταλάβουμε από πού έρχονται, πού πάνε, πώς ζουν, τι πιστεύουν, τι θέλουν. Στο τέλος της διαδρομής, υπάρχει πιθανότητα να καταφέρουμε όχι μόνο να γοητευόμαστε από την ελεύθερη ζωή τους, αλλά και να ζήσουμε μαζί τους και αυτοί μαζί μας με αλληλοσεβασμό, ισότητα, κατανόηση και σύμπνοια.

«Το κορίτσι κατσίκα» (I tshei ketshika): Οι Τσιγγάνοι μιλάνε, εμείς τους ακούμε;
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν ένα κορίτσι κατσίκα. Ζούσε με δυο γεροντάκια που την είχαν σαν κατσίκα. Όταν τα γεροντάκια έφευγαν απ’ το σπίτι να πάνε στην πόλη να πάρουν ξύλα και ψωμί για να φάνε, το κορίτσι κατσίκα πετούσε το δέρμα της, γινόταν μια πανέμορφη ξανθή κοπέλα και πήγαινε στο ποτάμι για να πάρει νερό να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Όταν επέστρεφαν τα γεροντάκια απ’ την πόλη και έβλεπαν το σπίτι συγυρισμένο αναρωτιόντουσαν ποιος το συγύριζε, γιατί μόνο η κατσίκα ήταν στο σπίτι. Ο γέρος έλεγε στη γριά «εσύ το συγύρισες και δεν το θυμάσαι».

Την επόμενη φορά που ξαναπήγαν στην πόλη, το κορίτσι κατσίκα ξαναπέταξε το δέρμα της, έγινε η πεντάμορφη κοπέλα και πήγε στο ποτάμι για νερό. Εκεί την είδε ένα όμορφο βασιλόπουλο, και τη ρώτησε πώς θα πάει στο διπλανό χωριό. Το κορίτσι του είπε ότι δεν ξέρει και ότι η μόνη διαδρομή που ξέρει ήταν απ’ το σπίτι της στο ποτάμι.

Ο νέος την αγάπησε, πήγε στον πατέρα του και του είπε ότι είδε μια πεντάμορφη κοπέλα και θέλει να την παντρευτεί. Ο πατέρας του του είπε να πάει να τη ζητήσει απ’ τους γονείς της για να την πάρει. Ο νέος πήγε στα γεροντάκια, τους είπε «αγαπώ την κόρη σας και θέλω να την πάρω για γυναίκα μου». Τα γεροντάκια του απάντησαν «εμείς δεν έχουμε κόρη, έχουμε μια κατσίκα, λάθος κάνεις». Απογοητευμένο το βασιλόπουλο, το είπε στον πατέρα του και αυτός τον συμβούλεψε να παρακολουθήσει το σπίτι για να δει αν μένει εκεί το κορίτσι.

Μια μέρα είδε το κορίτσι που πάλι είχε βγάλει το δέρμα της κατσίκας να πηγαίνει στο ποτάμι. Της είπε ότι την αγαπάει κι ότι θέλει να την παντρευτεί και θα της κάνει σαράντα μερόνυχτα γιορτή για να την ευχαριστήσει. Το κορίτσι κατσίκα του απάντησε ότι δεν έχει γονείς και ότι τα γεροντάκια την έχουν σαν κατσίκα. Ο νεαρός της είπε ότι δεν τον ενδιαφέρει κι ότι αν τον δέχεται αυτή, αυτός τη θέλει για γυναίκα του.

Παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια. Όμως το κορίτσι κατσίκα ήθελε να μπορεί να γίνεται και κατσίκα και να μην είναι μόνο άνθρωπος, όμως το βασιλόπουλο δεν ήθελε την κατσίκα, ήθελε το κορίτσι. Τότε, για να μην γίνει ξανά κατσίκα, το βασιλόπουλο πήρε το δέρμα της και το έκαψε. Το κορίτσι έκλαιγε για σαράντα μερόνυχτα, κατάλαβε ότι δεν θα μπορεί να είναι κατσίκα και έμεινε για πάντα άνθρωπος.

Το εξώφυλλο του παραμυθιού, όπως σχεδιάστηκε στο 8ο Γυμνάσιο Ξάνθης, από τις εκδόσεις Σπανίδη.

Με τη φράση στη ρομανί διάλεκτο «Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν και δεν ήταν» ξεκινάνε σχεδόν όλα τα τσιγγάνικα παραμύθια και τελειώνουν με τη φράση «Εκεί ήμουνα, εδώ ήρθα». Το παραµύθι στη ροµανί γλώσσα λέγεται «µασάλι» και µε την παρουσία του συνέβαλε καθοριστικά στη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής µέσα από τις συλλογικές αφηγήσεις. Το μασάλι έχει τους δικούς του κανόνες και αφηγηματικές δομές, έχει σασπένς και περιπέτεια, συμβολοποιεί τη διδαχή και τα μηνύματά του και όπως όλα τα παραμύθια του κόσμου, προορίζεται να συναρπάσει τα παιδιά. Ειδικά στην τσιγγάνικη φυλή, το παραμύθι έχει μια επιπλέον σημασία. Λόγω της νομαδικής ιστορίας τους και της δυσκολίας να λάβουν τα μέλη της φυλής την τυπική παιδεία, το παραμύθι ενέχει ταυτοτικά στοιχεία, διαδίδει τη γλώσσα, την παράδοση, την ιστορία, τα βιώματα, τις διδαχές, τις αξίες και τελικά όλον τον πολιτισμό και την κουλτούρα των Τσιγγάνων. Πολλές φορές το τσιγγάνικο παραμύθι είναι επαναστατικό, ανατρεπτικό, αφηγείται μέσα από απλές ιστορίες την ανάγκη για ισότητα, για δικαιοσύνη και ηθική, στηλιτεύει την περιθωριοποίηση που βιώνουν οι Τσιγγάνοι από την εκάστοτε κρατική εξουσία και τελικά καταλήγει στο να συνδέει όλα τα χαρακτηριστικά μιας απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες φυλές ανθρώπων.

Τα παραμύθια αποτελούσαν για χρόνια ολόκληρα σπουδαία ιεροτελεστία για τη φυλή των Ρομά. Και παρόλο που στη σύγχρονη εποχή, με την τεχνολογική έξαρση, τείνουν να εκλείψουν ως πηγή διάδοσης του τσιγγάνικου πολιτισμού, ωστόσο πάντα γίνεται αναφορά σε αυτά και τις ιστορίες που αφηγούνται.

Ο νομαδικός χαρακτήρας της φυλής των Τσιγγάνων, η περιπλάνησή τους ανά τις χώρες, ο διωγμός τους και η περιθωριοποίηση που βίωναν ανά τους αιώνες, τους έκανε να ανακαλύψουν έναν τρόπο για να κρατήσουν ενωμένη τη φυλή. Στην απλοϊκή ζωή αλλά στην πολύ δύσκολη καθημερινότητά τους, σε κάθε μέρος που εγκαθίσταντο, η παράδοση λέει ότι το βράδυ, μετά τη δουλειά, μαζεύονταν οι οικογένειες και η μόνη χαρά και παρηγοριά τους ήταν τα παραμύθια, οι ιστορίες, οι θρύλοι και η μουσική. Ξεκινώντας να λένε ιστορίες, τελείωναν με ένα αυτοσχέδιο γλέντι όπου όλα τα μέλη της οικογένειας συμμετείχαν και ενίσχυαν τους δεσμούς μεταξύ τους. Τα παραμύθια ήταν ένας καλός τρόπος για να κρατάνε οι Τσιγγάνοι την οικογένεια μαζεμένη και τη φυλή ενωμένη. Με αφορμή τα παραμύθια, συζητούσαν όλα τα προβλήματά τους, τα θέματα που απασχολούσαν τους ίδιους και τη σχέση τους με την κοινωνία και έβρισκαν λύσεις και χάραζαν την κοινή τους πορεία. 

Ο γηραιότερος της φυλής -πολλές φορές η γηραιότερη γυναίκα, η Μεγάλη Μητέρα- μάζευε την οικογένεια, και με απλά λόγια στη ρομανί διάλεκτο, έλεγε μια ιστορία που μέσα απ’ αυτή εξελισσόταν η ιστορία της ίδιας της φυλής. Επιστράτευαν στοιχεία της φύσης, του καιρού, της γης, των φυσικών φαινομένων, της αγροτικής ζωής των Ρομά, ιστορίες απ’ τις μνήμες τους ανά τους αιώνες και τους πολιτισμούς που διήλθαν, μνήμες από τη νομαδική ζωή τους, τους κατατρεγμούς τους, για να συνθέσουν στο τέλος ένα πολύχρωμο χαλί από τη ζωή τους και με την προφορικότητα του λόγου να το διαδώσουν στους νεότερους της φυλής. Συνήθως μεταφέροντας τα παραμύθια απ’ τους δικούς τους προγόνους, οι Ρομά, με βασιλιάδες, ωραίες βασιλοπούλες, θρυλικά όντα και μυθικές καταστάσεις, έφτιαχναν ιστορίες που παρά την απλότητά τους, πάντα έχουν μέσα τους την ηθική, το σωστό, τη δικαιοσύνη, την αλληλοβοήθεια, την επιβίωση και την ανάγκη να διασωθεί το τσιγγάνικο ιδίωμα και η τσιγγάνικη κουλτούρα.

Σπουδαίοι μελετητές έχουν ασχοληθεί με τη διάδοση των τσιγγάνικων παραμυθιών. Ο σπουδαιότερος μελετητής αυτών, ο Τάκης Γιαννόπουλος, κατέγραψε, ανέλυσε και διέδωσε πολλά απ’ τα τσιγγάνικα παραμύθια, τα οποία έχει εκδώσει σε δυο ανθολογίες με τον τίτλο «Τσιγγάνικα παραμύθια». Σοβαρή προσπάθεια καταγραφής των τσιγγάνικων λαϊκών μύθων έχουν γίνει όπως το βιβλίο «Παραμύθια των Ρομά ε πουρανέ μπροσά» των Ρίτα Σπανούλη - Γιώργου Λεπενιώτη από τις εκδόσεις Νησίδες. Το έτος 2017 ο κοινωνικός λειτουργός Παναγιώτης Χαρίτος, ιδρυτής της οργάνωσης «Ρομά χωρίς σύνορα», συντόνισε την προσπάθεια καταγραφής 10 τσιγγάνικων παραμυθιών από τον οικισμό των Σοφάδων, μια έκδοση της Βουλής των Ελλήνων με τίτλο «Από το στόμα στο χαρτί» που παρουσιάστηκε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ρομά (8/4) στην Αίθουσα της Γερουσίας της Βουλής. Σήμερα, ο Παναγιώτης Χαρίτος συνεχίζει την έρευνά του με το βιβλίο «Η ζωή και τα βιώματα των Ρομά μέσα από τα τσιγγάνικα παραμύθια», ένα νέο βιβλίο με 25 παραμύθια από τον οικισμό των Ρομά στους Σοφάδες, στον οποίον ο ίδιος ο Χαρίτος έζησε και μεγάλωσε.

Λένε ότι μπορείς να καταλάβεις τον άλλον από αυτά που έχει να σου πει. Για να καταλάβεις τον άλλον πρέπει να τον ακούσεις, όχι μόνο να του μιλήσεις. Οι Τσιγγάνοι μιλάνε, αλλά δεν τους ακούμε. Είναι ευκαιρία μέσα από τις ιστορίες τους να καταλάβουμε από πού έρχονται, πού πάνε, πώς ζουν, τι πιστεύουν, τι θέλουν. Στο τέλος της διαδρομής, υπάρχει πιθανότητα να καταφέρουμε όχι μόνο να γοητευόμαστε απ’ αυτούς, από την ελεύθερη ζωή τους, από τα πλουμιστά ρούχα και το εκ γενετής φυσικό λίκνισμα των γοφών τους κάθε φορά που ακούγεται μουσική, αλλά και να ζήσουμε μαζί τους και αυτοί μαζί μας με αλληλοσεβασμό, ισότητα, κατανόηση και σύμπνοια.

* Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από σχετικά άρθρα σε www.parallaximag.gr, www.documentonews.gr, www.avgi.gr, www.paratiritis-news.gr, ενώ το παραμύθι «Tο κορίτσι κατσίκα», που προέρχεται από το Δροσερό Ξάνθης, είναι ένα παραμύθι που το αφηγήθηκε η Εμπιέ Χουσεΐν Ογλού στην κόρη της Σονγκιούλ Ραμαδάν Ογλού, η οποία το κατέγραψε στα ελληνικά και εκδόθηκε από το 8ο Γυμνάσιο Ξάνθης και το βιβλιοπωλείο Σπανίδης και η αποτύπωσή του στο παρόν είναι μεταφορά από σχετική δημοσίευση της εκδήλωσης στον ιστότοπο ΥouΤube.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ