Το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας στον Γιάννη Κάτρη μέρος 3ο

Στο βιβλίο του Γ. Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970» εκδ. Παπαζήση, στις σελίδες 142-167 υπάρχει το γράμμα της αντιδικτατορικής αγωνίστριας που έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο Ηλέκτρα Παππά. Το έστειλε στον Γιάννη Κάτρη εν μέσω της Χούντας. 

Ξεκινάτε το 3ο μέρος.

Προειδοποίηση περιεχομένου: Βιασμός, αστυνομικά βασανιστήρια, έμφυλη βία.

Το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας στον Γιάννη Κάτρη μέρος 3ο
ΠΡΟΒΟΛΗ

Με γνώμονα την ιστορική μνήμη δημοσιεύουμε σε τρια μέρη το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας, που έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο «Ηλέκτρα Παππά» στον Γιάννη Κάτρη.

Σκοπός να αναδείξουμε το απάνθρωπο πρόσωπο της Χούντας, τα βασανιστήρια και την παντελή έλλειψη οποιουδήποτε δικαιώματος.

Αποτελεί ένα μικρό ευχαριστώ προς τους αγωνιστές για την ελεύθερη χώρα που μας παρέδωσαν.

Αναδημοσιεύοντας ένα μέρος του 3ου κεφαλαίου σας ζητάμε να αναζητήσετε το βιβλίο αυτό στα βιβλιοπωλεία, καθώς αξίζει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη.

Το πρώτο και το δεύτερο μέρος

Ποιος ήταν ο αγωνιστής-δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης

Ο Γιάννης Κάτρης, κορυφαίο στέλεχος της ελληνικής δημοσιογραφίας, γεννήθηκε στο Άργος, μεγάλωσε στην Πάτρα και από το 1940 έμεινε στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41 πήρε μέρος σαν απλός στρατιώτης, τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε, ζώντας από κοντά την έξαρση της νίκης, αλλά και την προδοσία της συνθηκολόγησης. Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και δούλεψε στον παράνομο Τύπο. Για τις αταλάντευτες δημοκρατικές αντιφασιστικές αρχές του υπέστη πολλές διώξεις, ενώ στον Εμφύλιο Πόλεμο για πέντε χρόνια δοκίμασε τις πιο απάνθρωπες εμπειρίες από το κολαστήριο της Μακρονήσου και τις "πειθαρχημένες διαβιώσεις" της Ικαρίας και του Αϊ-Στράτη.

Μόλις έγινε το απριλιανό πραξικόπημα, διέφυγε στο εξωτερικό και έζησε τέσσερα χρόνια στις ΗΠΑ και τρία στην Αγγλία. Στην περίοδο της αναγκαστικής αυτοεξορίας του έγραψε το βιβλίο "Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970", τη σημαντικότερη ίσως μελέτη για τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που οδήγησαν στη γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα και στην εκδήλωση της απριλιανής χούντας.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1971 στα ελληνικά (Δυτική Ευρώπη) και στα αγγλικά (Αμερική, Καναδάς). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1974. Στις 2 Φεβρουαρίου 1976, κι ενώ έχει επέλθει η Μεταπολίτευση, ο Γιάννης Κάτρης και ο εκδότης του Βίκτωρ Παπαζήσης θα δικαστούν στο Α΄Τριμελές Πλημμελειοδικείο για "περιύβριση Αρχής", επειδή στο βιβλίο καταγγέλλονται τα βασανιστήρια και οι βασανιστές της Γενικής Ασφάλειας στη διάρκεια της δικτατορίας. Η σχετική διαδικασία ανακινήθηκε από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Σόλωνα Γκίκα. Μαζί με τη δίωξη των υπευθύνων, συγγραφέα και εκδότη, θα ζητηθεί και η κατάσχεση του βιβλίου διότι υπάρχει "κίνδυνος" να δημιουργηθούν για το Αστυνομικό Σώμα "εσφαλμέναι και βλαπτικαί εντυπώσεις"! Μάρτυρες κατηγορίας θα καταθέσουν οι βασανιστές και φύλακες της Χούντας Καραπαναγιώτης, Μπάμπαλης, Λάμπρου και άλλοι γνωστοί χαμαιλέοντες του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη. Ο τίτλος του επόμενου δίτομου έργου του, "Ο προδομένος λαός - Το χρονικό μιας πενταετίας (1975-1980)", που εκδόθηκε το 1979, αποδίδει απόλυτα το πνεύμα της εποχής.

(Από το επίσημο βιογραφικό του σημείωμα)

12 Δεκεμβρίου

Από χθες τη νύχτα είμαι ένας χαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι αυτή τη φράση της Νέλλης και τώρα τη νοιώθω να τυλίγει εμένα την ίδια. Όχι, δεν υπέγραψα την δήλωση του Λάμπρου. Ούτε έδωσα ονόματα. Αλλά ωστόσο είμαι ένας χαμένος άνθρωπος. Άμα σας διηγηθώ τι μου συνέβη θα με καταλάβετε. Πιο καλά θα με νοιώσουν όσες γυναίκες διαβάσουν το γράμμα μου.

Από το απόγευμα διαισθανόμουνα ότι η νύχτα αυτή θα ήταν κρίσιμη για όλη μου τη ζωή. Χωρίς να έχω καμιά ένδειξη, ήξερα από μια νευρική υπερευαισθησία ότι στις οκτώ θα ξανάβλεπα την ταράτσα. Στις οκτώ παρά τέταρτο η αγωνία μου είχε φθάσει στο ζενίθ. Ακόμη κι ο μόνιμος πόνος του κορμιού είχε παραμεριστεί από το τέντωμα των νεύρων. Μυριζόμουνα έναν απροσδιόριστο κίνδυνο, που μπροστά του ο φυσικός πόνος έσβηνε. Στις 8 παρά ένα λεπτό μούρθε να βάλω τις φωνές ή να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Μετά τις οκτώ κατέρρευσα. Φαντάζομαι ότι κάτι ανάλογο θα αισθάνεται ο κατάδικος που οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα και τη στιγμή που ο δήμιος πάει να πατήσει το κουμπί ειδοποιείται ότι η εκτέλεση αναβάλλεται. Γιατί κι εγώ
ήξερα ότι για αναβολή επρόκειτο. Το αργότερο ως αύριο.


Στις εννέα άνοιξε η πόρτα. Ο Καραπαναγιώτης. «Τι έκανες με το χαρτί που σούδωσε ο κύριος διοικητής;» ρώτησε. Από τη σιωπή μου κατάλαβε. Ανεβήκαμε. Με υποβάσταζε ο Κραβαρίτης. Άλλοι δυο, φρεσκοξυρισμένοι, προχωρούσαν μπροστά. Ο Καραπαναγιώτης από πίσω. Ένας από τους αγνώστους βλαστημούσε γιατί είχε εισιτήριο για το θέατρο και δεν προλάβαινε. Η ταράτσα η ίδια, όπως την είχα αφήσει πριν έξη μέρες. Ωραία η θέα του Λυκαβητού. Και η Ακρόπολη φωτισμένη. Όλη η Αθήνα είναι όμορφη και φαντάζει ακόμη πιο όμορφη όταν την ατενίζεις ψηλά από το κολαστήριο της ταράτσας. Σπίτια φωτισμένα και μέσα ζούνε άνθρωποι. Άντρες που γυρίζουν από τις δουλειές τους, γυναίκες που μαγειρεύουν, ζευγάρια που καυγαδίζουν γι’ ασήμαντες εγωιστικές αφορμές. Παιδιά που διαβάζουν για το αυριανό σχολείο.


Κάποια κοπελίτσα παίζει πιάνο. Τη φαντάζομαι να τεντώνει τα χεράκια της να πιάσει τις οκτάβες. Κοντά στο κολαστήριο μια μαιευτική κλινική. Κάποια ξεγεννάει δύσκολα. Ακούγονται οι δυνατές φωνές της. Καινούργιες ζωές έρχονται στον κόσμο. Και δεν ξέρουν ότι γεννιούνται πλάι στη ζούγκλα, ότι ο κόσμος όλο και πάει να ξαναγίνει μια απέραντη ζούγκλα… Ήσυχοι, καλοί άνθρωποι, που σας λένε η σπονδυλική στήλη της κοινωνίας, δεν είμαι παρά μια ανήμπορη γυναίκα και τα θεριά γύρω ακονίζουν τα δόντια τους έτοιμα να χυμήξουν. Αν δεν ξυπνήσετε θα χιμήξουν και στις δικές σας γυναίκες και στα δικά σας παιδιά…

Χίμηξαν και οι τέσσερες μαζί.

Αυτός που ήταν πίσω μου, έτσι όπως είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω μου, μούδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο κάτω μέρος της πλάτης. Έχασα την ισορροπία μου και κλονίστηκα. Προτού πέσω ο μπροστινός με κλώτσησε στο πρόσωπο. Καθώς ταλαντευόμουνα ο πλαϊνός με χτύπησε με γροθιά στο στομάχι και ενώ έβγαινε από μέσα μου ακατάσχετος εμετός εξακολουθούσε το κυκλικό παιγνίδι της μπάλας. Κάποιος αστόχησε και κυλίστηκα χάμω. Τότε το παιγνίδι άλλαξε. Ο Καραπαναγιώτης πήδησε στην κοιλιά μου. Ο Κραβαρίτης έκανε το ίδιο πάνω στο καμένο στήθος. Ένας τρίτος έβαλε το πόδι του στο λαιμό μου και τον πίεζε. Η αναπνοή μου σταμάτησε. Να, ο θάνατος επί τέλους έρχεται να με λυτρώσει. Όχι. Το πόδι τραβήχτηκε από το λαιμό. Τέσσερα χέρια με σήκωσαν και με πέταξαν στον πάγκο. Μου έβγαλαν όλα τα ρούχα. Θεόγυμνη, μ’ έδεσαν σφιχτά. Ο Καραπαναγιώτης έσκυψε και έφερε τα σκοινιά στα σημεία που να πιέζουν τις πληγές της καμένης ρόγας του αριστερού στήθους και του δεξιού μηρού. «Θα πάθεις κι άλλα χειρότερα», είπε. Στο χέρι σου είναι να γλυτώσεις». Δεν είχα δύναμη να μιλήσω. Η φωνή δεν έβγαινε. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια έδωσα στο
στόμα το σχήμα που παίρνει όταν θέλει να φτύσει. Αλλά δεν βγήκε παρά ένα μικρό κομματάκι ματωμένο σάλιο που κόλλησε στο δεξί του μάγουλο. Ένα γερό χαστούκι με επανέφερε στην τάξη.

«Ρε σεις, είπε ο Καραπαναγιώτης στρεφόμενος στους άλλους, θέλει κανείς να τη γλεντήσει; Παίρνω γω την ευθύνη».
Το βλέμμα μου πήγε διαδοχικά και στους τέσσαρες. Περιεργάζονταν το γυμνό μου κορμί, όχι όμως σαν πραγματικοί αρσενικοί. Ο Καραπαναγιώτης απομακρύνθηκε προς το κεφαλόσκαλο κι έμπηξε μια φωνή: «Ρε Φώτη, τσακίσου κι έλα απάνω». Πέρασαν ένα-δυο λεπτά νεκρικής σιγής. Ακούγονταν οι φωνές της γυναίκας που γεννούσε στο διπλανό μαιευτήριο. Κάποιο κοντινό ραδιόφωνο μετέδιδε ότι «ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός εύρεν ικανοποιητικάς τας συνθήκας διαβιώσεως των κρατουμένων εν Ελλάδι». Ο Κραβαρίτης γελούσε δυνατά…

Από το κεφαλόσκαλο πρόβαλε η ζωώδης μορφή του Φώτη. Κοντός και πλατύς σαν παλαιστής με γαμψή μύτη. Το μισό χείλος ήταν κομμένο και άφηνε να φαίνονται δυο χρυσά δόντια. Η έκφρασή του δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Το βλέμμα του έπεσε λαίμαργο πάνω στο γυμνό γυναικείο κορμί.

«Κοίτα, ρε Φώτη, τι μεζέ έχω για σένα. Φύτεψέ της ένα Φωτάκι να θυμάται την ταράτσα σ’ όλη της τη ζωή».
Ένας μορφασμός που πρέπει να σήμαινε γέλιο και χαρά διέστειλε την απαίσια μορφή. Χωρίς να πει τίποτε πέταξε το σακάκι του και ξεκουμπώθηκε μπροστά. Μισοπεθαμένη από φόβο και πόνο μπόρεσα να φωνάξω: «κτηνάνθρωποι, δεν φοβάστε το Θεό;». Ο Φώτης ξαναγέλασε. Ο Κραβαρίτης πήρε ένα κομμάτι σφουγγαρόπανο και μου τόχωσε στο στόμα. Τώρα οι τέσσερεις θεατές ήταν πολύ κοντά. Ο Φώτης έπεσε πάνω μου. Είδε όμως ότι τα πόδια μου ήταν δεμένα και δεν μπορούσε να τ’ ανοίξει. Μουγκρίζοντας για το εμπόδιο ανασηκώθηκε και μισόγυμνος έλυσε τα σχοινιά. Έκλεισα τα μάτια μου τη στιγμή που μου σήκωσε τα πόδια, αλλά τα ξανάνοιξα από τον οξύ πόνο καθώς με ξέσκιζε εισορμώντας μέσα μου. Ένας δεύτερος οξύτερος πόνος ήρθε όταν τα χρυσά δόντια του μπήχτηκαν βαθιά στο πληγωμένο αριστερό στήθος. Με παίδεψε πολλή ώρα. Κάθε φορά που τελείωνε το μουγκρητό ικανοποιήσεως του γουρουνιού σκέπαζε τις κραυγές από το μαιευτήριο. Ο χορός των βασανιστών σκυμμένος πάνω μου φώναζε: «Μπράβο, Φώτη… Κι άλλο…».

Όταν αποκαμωμένος τραβήχτηκε τα ελεύθερα πόδια μου σε μια υπέρτατη προσπάθεια εκτινάξεως του έδωσαν μια τρομερή κλωτσιά στο πρόσωπο. Κλονίστηκε για μια στιγμή, το μάτι του θόλωσε και είδα στα τεράστια χέρια του, καθώς τα άπλωνε προς το λαιμό μου, την έκφραση του στραγγαλιστή. Οι άλλοι πάλεψαν σκληρά για να τον συγκρατήσουν. Σηκωτό τον πέταξαν από τη σκάλα…

23 Ιανουαρίου 1968
 
Είμαι πάλι στο δικό μου σπίτι της οδού Χάρητος. Με άφησαν ελεύθερη την άλλη μέρα των Χριστουγέννων. Τη φοβερή εκείνη νύχτα της 12 Δεκεμβρίου με κουβάλησαν με μια κουβέρτα από την ταράτσα όχι στο κελί μου, αλλά σ’ ένα από τα απομονωτήρια του υπογείου. Εκεί που καταλήγει η τρύπα του θανάτου από το πλυσταριό. Εδώ ο αέρας είναι λίγος, η ατμόσφαιρα πνιγερή.

Το πάτωμα δεν έχει τσιμέντο.
Όταν με άδειασαν από την κουβέρτα στο κελί το γυμνό πληγιασμένο κορμί μου ανακατεύθηκε με τη γλύτσα και τα πεταμένα ρούχα μου. Ήταν λάσπη που μύριζε αίμα και ακαθαρσίες. Το μάκρος του κελιού μόλις έπαιρνε το σώμα μου αν είχα διπλωμένα τα πόδια.

Ήμουνα όμως χωρίς χειροπέδες κι έτσι μπόρεσα να ντυθώ, να κρατάω τη μύτη μου και ν’ αναπνέω με το στόμα. Στα πρώτα δέκα λεφτά, παρά τους πόνους, την αιμορραγία και την εξάντληση, στεκόμουνα ορθή. Αυτή η βρώμικη λάσπη μου έφερνε εμετό. Και ο εμετός γινότανε το επίστρωμα της λάσπης. Δεν άντεξα για πολύ. Έπεσα κάτω και παραδόθηκα άνευ όρων στη λάσπη και στους εμετούς. Έζησα εκεί ως τις 26 Δεκεμβρίου. Αλλά δεν με βασάνισαν άλλο.

Και δεν ξαναείδα ούτε τον Καραπαναγιώτη, ούτε τους άλλους, ούτε το βιαστή μου.
Στις 26 το μεσημέρι ένας αστυφύλακας με στολή με πήγε στο γραφείο του Λάμπρου. Μέσα στο γραφείο αντίκρισα τον πατέρα μου.

Κράτησα τους λυγμούς μου. Δεν ήθελα να δώσω ικανοποίηση στον κύριο διοικητή που στεκότανε όρθιος. Ο πατέρας μπροστά στο φάντασμα που έβλεπε είχε καταρρεύσει.

«Είσαι ελεύθερη», είπε ψυχρά ο Λάμπρου.
Και νάμαι πάλι από τη φρίκη της Μπουμπουλίνας στη θαλπωρή και στις ανέσεις του πατρικού σπιτιού.
Η μητέρα ήταν ακόμη στην κλινική. Είχε πάθει καρδιακή προσβολή την ημέρα που έμαθε ότι μ’ έπιασαν. Ο πατέρας είπε ότι ήταν θαύμα που σώθηκε. Σε τρεις μέρες γύρισε σπίτι. Εμένα με εξέτασε συμβούλιο γιατρών και με υπέβαλε σε πολύπλευρη συστηματική θεραπεία. Το κάψιμο του μηρού έχει αφήσει μια βαθειά ούλη. Πιο αποκρουστική είναι η πληγή του στήθους. Είχε αρχίσει μόλυνση και χρειάστηκε να εγχειριστώ. Μου κόψανε το μισό στήθος. Ο αριστερός ώμος είχε υποστεί εξάρθρωση από το κρέμασμα. Ένα σπασμένο πλευρό μπήκε σε νάρθηκα. Έχω συνεχείς ιλίγγους και μου κάνουν ηλεκτροθεραπεία.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη πιο φοβερό και αγιάτρευτο. Σήμερα το πρωί βεβαιώθηκα οριστικά ότι είμαι έγκυος. Έχω μέσα στα σπλάχνα μου το σπόρο της απαίσιας εκείνης νύχτας.

Τέλος

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ