Ο Δημήτρης Μυστακίδης στο 20/20: «Όχι απλώς να μιλάμε, να παίρνουμε θέση»

Ο σημαντικός μουσικός και τραγουδοποιός Δημήτρης Μυστακίδης παραμένει δημιουργικός, έχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα του στραμμένο σε όσους συναδέλφους του έχουν μείνει αβοήθητοι μέσα στην υγειονομική κρίση. 

Ο Δημήτρης Μυστακίδης στο 20/20: «Όχι απλώς να μιλάμε, να παίρνουμε θέση»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Με αφορμή το ολοκαίνουργιο τραγούδι του «Έχω λαλήσει», συνομιλήσαμε μαζί του στο 1ο Επεισόδιο της σειράς «Το PODήλατο στο 20/20», όπου μας είπε πολλά και ενδιαφέροντα.

Το νέο σου τραγούδι με τίτλο «Έχω λαλήσει», πέρα από τον εύγλωττο τίτλο του, περιγράφει όλα όσα νιώθουμε και σκεφτόμαστε όλοι. Πώς γεννήθηκε αυτό το τραγούδι στο μυαλό σου;

«Καταρχήν, να ξεκαθαρίσω ότι τα πιο σοβαρά πράγματα τα λέμε με χιούμορ. Δηλαδή, δεν έγραψα ένα τραγούδι για να σπάσουμε πλάκα. Το τραγούδι εκφράζει πραγματικά αυτό που αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή. Σηκώθηκα λοιπόν ένα πρωί (όπως λέω και στο τραγούδι, “έχει χαθεί η μπάλα”, δηλαδή ό,τι ώρα να ’ναι κοιμόμαστε, ό,τι ώρα να ’ναι ξυπνάμε) και επειδή είμαι φαν της μοτοσικλέτας -έχω μία στο πάρκινγκ σκεπασμένη αυτή τη στιγμή- έβλεπα τη μοτοσικλέτα. Ήταν κι όλη αυτή η αίσθηση της κλεισούρας τόσο καιρό, που κάποια στιγμή αρχίσαμε να αισθανόμαστε ότι είναι και μάταιο όλο αυτό. Τα νούμερα εδώ στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ υψηλά, μετά από τρεις μήνες άρχισε να χτυπάει την πόρτα μας ο ιός πολύ δυνατά. Πολλοί δικοί μου άνθρωποι αρρώστησαν, έχασα και δύο φίλους, ήταν βαρύ το κλίμα. Όλα αυτά τα συναισθήματα μαζί, και συγκεκριμένα στις 5 το πρωί, με οδήγησαν να γράψω αυτό το τραγούδι. Και για να ξορκίσω λίγο όλη αυτή τη “μαυρίλα”, το έκανα χιουμοριστικό».

Μέσα από το χιούμορ του, εκφράζει ακριβώς αυτό που όλοι ζούμε και αισθανόμαστε. Πώς σου ήρθε η ιδέα να συμπεριλάβεις στο τραγούδι τον Βαγγέλη Γερμανό και τον Εισβολέα;

«Κάποιες μέρες πριν, είχα ακούσει το τραγούδι του Εισβολέα, “Άντε να πάμε καμιά εκδρομή, δεν μπορώ, έχω τρελαθεί”. Είναι ένα δικό του τραγούδι αυτό, εγώ πήρα μόνο το ρεφρέν. Το είχα ακούσει και το σιγοψιθύριζα συνέχεια, είχα ανάγκη αυτή την αίσθηση, να πάω μια εκδρομή, να φύγω».

Είναι αυτό που μας λείπει περισσότερο απ’ όλα;

«Δεν ξέρω αν αυτό μας λείπει περισσότερο απ’ όλα. Είναι πολλοί άνθρωποι που υποφέρουν και οικονομικά, οπότε δεν ξέρω αν σκέφτονται το ταξίδι ή να ξεφύγουν λίγο. Μπορεί να σκέφτονται τη δουλειά που έχασαν ή τη δουλειά που δεν έχουν και πώς θα ταΐσουν τα παιδιά τους. Όχι μπορεί, σίγουρα συμβαίνει αυτό. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, είχα αυτό το τραγούδι στο μυαλό μου. Το να γράφεις ένα τραγούδι, τουλάχιστον σ’ εμένα, δεν είναι κάτι που γεννιέται αυτόματα. Έχεις μία ιδέα και μετά αρχίζεις και τη χτίζεις σιγά σιγά. Έτυχε να βάλω αυτό για ρεφρέν, έψαχνα να βρω τραγούδια που μιλούν για ταξίδια, για εκδρομές, για φευγιό. Μετά μου ήρθε το τραγούδι του Βαγγέλη Γερμανού, που το αγαπάω από τα νιάτα μου, όπως και τον Βαγγέλη τον ίδιο. Εκείνος ο δίσκος που είχε βγάλει, “Τα μπαράκια”, με τον “Απόκληρο” και τις άλλες μπαλάντες τις κιθαριστικές -ήμουν νέος κιθαρίστας τότε- μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και τον άκουγα συνέχεια. Με τον Βαγγέλη είχαμε γνωριστεί σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό, είχαμε “μαγιά” δηλαδή. Τον πήρα τηλέφωνο, του είπα την ιδέα και δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Έτσι προέκυψε αυτό το τραγούδι».

Η κρίση στον καλλιτεχνικό χώρο

Μίλησες για τους ανθρώπους που στερούνται τα βασικά μέσα σ’ αυτή την πρωτόγνωρη κρίση. Πώς βλέπεις τους ανθρώπους του δικού σου κύκλου, του καλλιτεχνικού; Ποιες είναι πλέον οι επιλογές τους, με κλειστούς τους χώρους όπου παίζεται η μουσική; Σε τι μπορούν να ελπίζουν και πώς μπορούν να το ξεπεράσουν όλο αυτό;

«Η επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική δεν είναι μονοσήμαντη, δεν υπάρχει ένας τρόπος που ασχολείται κανείς με τη μουσική. Υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά -και το ξέρω γιατί για πάρα πολλά χρόνια ήμουν κι εγώ έτσι- που δουλεύουν, παίρνουν το μεροκάματο για να περάσουν την επόμενη ημέρα, άντε τις επόμενες δύο ημέρες. Στη μεγάλη μάζα των μουσικών, πάντα ήταν τόσο οριακό. Μην κοιτάς τι γίνεται στις συναυλίες. Εγώ τα καταφέρνω γιατί κάνω άλλες τρεις δουλειές. Αν ζούσα μόνο από τη μουσική, δεν υπήρχε περίπτωση να τα βγάλω πέρα. Ευτυχώς και οι άλλες μου δουλειές έχουν σχέση με τη μουσική, είμαι δάσκαλος δηλαδή. Αλλά αν κάνεις μόνο το παίξιμο, εγώ το θεωρώ αδύνατο να ζήσεις από αυτό».

Θεωρείς ότι κάποια πράγματα θα μπορούσαν να έχουν γίνει διαφορετικά; Να έχουν υπάρξει άλλες επιλογές από τους υπευθύνους;

«Αν μιλάς για τις αποφάσεις να κλείσουν οι χώροι, όχι. Αντικειμενικά, με αυτό που ζούμε, θα μπορούσαν να λειτουργούν κάπως οι χώροι, με την προϋπόθεση όμως να υπήρχε επιδότηση, ένα κράτος πρόνοιας και χίλια δύο άλλα. Κάποια στιγμή, το καλοκαίρι που μας πέρασε και τον Σεπτέμβρη, που σου έλεγαν “παίξε”, οι συνθήκες ήταν τέτοιες που δεν μπορούσες να παίξεις γιατί δεν “έβγαιναν” οι παραγωγές, με το 40% της χωρητικότητας, με αποστάσεις στα δύο μέτρα, με μάσκες. Ας μην κοροϊδευόμαστε, δεν πας σε μια συναυλία για να υποφέρεις».

Κάποιοι χώροι, πάντως, που τήρησαν τις οδηγίες της κυβέρνησης, κατόρθωσαν και έκαναν κάποιες συναυλίες. Αυτοί νομίζω ότι πληγώθηκαν ακόμη παραπάνω από το κλείσιμο, γιατί είχαν προσαρμοστεί στη συνθήκη που ζητήθηκε.

«Είναι κάποιοι χώροι που μπόρεσαν να το κάνουν, το καλοκαίρι, πάρα πολύ αξιοπρεπώς. Όπως η Τεχνόπολη, έπαιξα εκεί και ήταν μια πολύ αξιόλογη κατάσταση. Οικονομικά έβγαινε η συμφωνία ανάλογα με τους όρους που έβαζαν οι άνθρωποι και μπορούσες να παίξεις. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι αυτό αφορά πάρα πολύ λίγους μουσικούς. Το μεγάλο σώμα των επαγγελματιών μουσικών δεν κάνει αυτή τη δουλειά. Δουλεύει σε μικρά μαγαζιά, σε μικρά καφενεία. Όπως σου προανέφερα, παίρνουν το μεροκάματο και βγάζουν τις επόμενες δύο ημέρες. Ουσιαστικά, έχουν να δουλέψουν από πέρυσι τον Μάρτιο. Ζουν με κάποια επιδόματα που έχουν δοθεί, που δεν ζει οικογένεια με αυτά τα λεφτά».

Και σίγουρα τα επιδόματα δεν καλύπτουν όλους.

«Πέρα από αυτό, οι προϋποθέσεις και οι όροι που έβαλαν για να πάρεις το επίδομα, στην αρχή ειδικά, ήταν εξωφρενικοί. Τώρα μόνο, τους δύο τελευταίους μήνες, που παρακολουθώ την επιδοματική πολιτική για τους μουσικούς, είναι λίγο καλύτεροι οι όροι και περισσότεροι συνάδελφοι παίρνουν το επίδομα. Αλλά ούτως ή άλλως, αυτή η συνθήκη νομίζω ότι έπληξε τους μουσικούς και γενικά τους ανθρώπους στο θέαμα - ακρόαμα περισσότερο απ’ όλες τις κοινωνικές ομάδες. Και δεν ξέρω και πότε θα συνέλθουμε από αυτό. Γιατί και όλα να πάνε καλά, δύσκολα ο κόσμος θα ξαναμπεί στη διαδικασία να γεμίσει αυτούς τους χώρους, γιατί προέχει το θέμα της επιβίωσης. Το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας έχει πληγεί πάρα πολύ οικονομικά και επαγγελματικά απ’ όλο αυτό. Να δούμε πού θα είναι η ανεργία, ποιοι χώροι θα ανοίξουν, ποιοι χώροι θα κλείσουν, γενικότερα, όχι μόνο στο χώρο της μουσικής. Η μουσική και η διασκέδαση είναι το τελευταίο πράγμα, που πρέπει να σου περισσέψουν χρήματα για να πας εκεί. Και να μπορέσουν να ζήσουν κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Γενικά, είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση».

«Χωρίς live, δεν έχουμε ανατροφοδότηση»

Παρ’ όλα αυτά, βλέπω ότι αντιστέκεσαι, δημιουργείς νέα πράγματα και παραμένεις ενεργός όσο μπορείς. Ωστόσο μιλάμε για σένα, έναν άνθρωπο που έχεις φάει με το κουτάλι τις σκηνές, και τις μουσικές και τις συναυλιακές. Πώς είναι το δικό σου συναίσθημα μέσα σε όλο αυτό;

«Εγώ δεν είμαι στην ίδια κατάσταση με τα παιδιά που ζουν από το μεροκάματο, γιατί είμαι μόνιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Συνέχισα να κάνω τα μαθήματά μου κανονικά και παίρνω ένα μισθό από εκεί. Σίγουρα οι ανάγκες μου δεν καλύπτονται από αυτόν το μισθό και μόνο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν είμαι στην κατάσταση των ανθρώπων που δεν έχουν το μεροκάματο, να βγάλουν τις επόμενες δύο ημέρες. Όλη αυτή η υποχρεωτική κλεισούρα σ’ εμένα λειτούργησε λίγο διαφορετικά. Πάρα πολλά χρόνια τώρα, μετακινούμαι πάρα πολύ, δηλαδή ουσιαστικά ζω σε τρεις πόλεις κάθε εβδομάδα. Θεσσαλονίκη, Άρτα, Αθήνα ή οποιαδήποτε άλλη πόλη έχω παιξίματα».

Οπότε μιλάμε για μια μεγάλη ανατροπή της καθημερινότητάς σου.

«Ακριβώς, αλλά δεν σου κρύβω ότι ήταν κάτι που το είχα ανάγκη. Το να σταματήσω να είμαι “περιφερόμενος” με αυτόν τον τρόπο, μου έδωσε το χρόνο να κάνω πράγματα που δεν προλάβαινα να κάνω. Γι’ αυτόν το λόγο μπορώ να φτιάχνω πράγματα -το “δημιουργώ” το θεωρώ μεγάλη λέξη-, να ετοιμάζω πράγματα για το μέλλον».

Η καλλιτεχνική έκφραση είναι το τελευταίο μας καταφύγιο;

«Έτσι κι αλλιώς. Είναι ανάγκη. Αλλιώς θα τρελαινόμασταν, δεν υπάρχει περίπτωση. Βέβαια, το να κάνεις μουσική τόσους μήνες χωρίς να παίζεις και να έχεις επαφή με το κοινό είναι πολύ ανώμαλο πράγμα. Είναι ενεργοβόρο. Η δουλειά μας απαιτεί πολλή ενέργεια, πολλή σκέψη, πολύ κόπο για να βγάλεις μία παράσταση. Όλα αυτά που δίνεις, όμως, τα παίρνεις πίσω στο live. Ανατροφοδοτείσαι από τη ζωντανή εμφάνιση. Τόσο καιρό, λοιπόν, που δεν το έχουμε αυτό, δεν έχουμε ανατροφοδότηση. Δηλαδή, καταναλώνουμε ενέργεια χωρίς να ξαναγεμίζουμε. Αν συνεχίσει για πολύ όλο αυτό, προφανώς και θα κλατάρει το σύστημα».

Το «Μίλα» και οι διαφορετικές μορφές βίας

Πέρυσι κυκλοφόρησες το τραγούδι σου «Μίλα», με το οποίο μας παρακίνησες να μιλήσουμε για διάφορα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, είτε κοινωνικά είτε πολιτικά, μάλιστα μίλησες με γεγονότα και ονόματα. Πόσο σημαντικό είναι για σένα να μιλάμε;

«Όχι απλώς να μιλάμε, να παίρνουμε θέση. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Αυτό το τραγούδι, στην ουσία, είναι όλα αυτά που θέλω να πω στα παιδιά μου και έψαχνα να βρω έναν τρόπο να τους τα πω για να με ακούσουν. Έχω τρία παιδιά, ο πρώτος είναι μεγάλος και τα δύο μικρότερα στην εφηβεία. Κάνοντας μια κουβέντα με τα παιδιά μου για όλα αυτά που αναφέρω στο τραγούδι, είδα ότι τα περισσότερα δεν τα γνώριζαν καν. Πόσο μάλλον να πάρουν θέση, να κάτσουν να σκεφτούν πάνω σε αυτά. Αλλά το πρώτο στάδιο είναι να τα γνωρίζουν. Κάνοντας, λοιπόν, μια κουβέντα με την κόρη μου για τη μουσική που ακούει, μου είπε ότι ακούει hip hop και ότι της αρέσουν πολύ οι στίχοι -μάλιστα ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης που άκουγε, είχε πράγματι κοινωνικό πρόσημο σε αυτά που έλεγε. Εγώ δεν είχα καμία σχέση με αυτή τη μουσική, αλλά στα πολλά ταξίδια μου -το έχω καθιερώσει τα τελευταία χρόνια- παίρνω μαζί μου και ακούω τα άπαντα από κάτι. Δηλαδή, λέω θα ακούσω τώρα τα άπαντα του Johnny Cash. Τα βάζω και τα ακούω στα πηγαινέλα. Σε δύο-τρία τέτοια ταξίδια άκουσα hip hop. Οπότε, είπα θα γράψω αυτό το τραγούδι, θα πω αυτά που θέλω να πω, με αυτόν τον τρόπο. Να μπορεί να τα ακούσει το παιδί μου».

Και όταν μιλάς στο παιδί σου ή στα παιδιά σου, δεν μπορείς παρά να πεις την αλήθεια. Δεν έχει νόημα να πεις κάτι άλλο.

«Αυτό πρέπει να το κάνουμε σε όλες τις συνομιλίες μας, με οποιονδήποτε. Να λέμε την αλήθεια. Όλο το υπόλοιπο είναι πολύ κουραστικό».

Νομίζω ότι καλό είναι αυτό να πηγαίνει και σε ζητήματα και θέματα για τα οποία δεν μιλούσαμε, ήταν λίγο ταμπού. Όπως το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης, που έχει βγει μπροστά και μιλούν τόσες γυναίκες για γεγονότα και καταστάσεις που τους έχουν συμβεί.

«Η σεξουαλική βία είναι ένα κομμάτι απ’ όλο αυτό που ονομάζουμε “πατριαρχία και σεξισμό” στην Ελλάδα, γενικότερα. Τώρα νομίζω το αντιλαμβανόμαστε σε μεγαλύτερο βαθμό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη σεξουαλική κακοποίηση, αυτό είναι άρρωστο. Εγκληματικό. Δεν σου κρύβω, όμως, ότι με αφορμή μια συνέντευξη που έκανα με μία δημοσιογράφο πρόσφατα, μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ κι εγώ σε ποιες εκφάνσεις της ζωής μου λειτουργώ σεξιστικά. Σε πληροφορώ, λοιπόν, ότι ακόμα κι εγώ, που θεωρούσα ότι είμαι ανοιχτός και δεν σκέφτομαι έτσι, βρήκα πάρα πολλά. Μπορεί να μη δρούσα σεξιστικά, αλλά σε πολλά σημεία ίσως σκεφτόμουν. Οπότε αποφάσισα να αλλάξω κάποιες σκέψεις, γιατί όλα από τις σκέψεις ξεκινούν. Νομίζω πως έχουμε πολύ δρόμο ως κοινωνία μπροστά μας μέχρι να καταφέρουμε την ισότητα των δύο φύλων σε όλους τους τομείς. Το ζήτημα της βίας είναι γενικότερο και πρέπει να δούμε και αλλού τους λόγους που οδηγούν σε αυτό».

Το «Μίλα», στην ουσία, είναι όλα αυτά που θέλω να πω στα παιδιά μου και έψαχνα να βρω έναν τρόπο να τους τα πω για να με ακούσουν

* Φωτογραφία: Χρήστος Διαμαντής

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ