Για τον Γιάννη Διονυσίου, το λαϊκό τραγούδι ερμηνεύεται με βάση το ένστικτο

Με αφορμή τις νέες του μουσικές παραστάσεις στον Σταυρό του Νότου Plus, ο ξεχωριστός λαϊκός ερμηνευτής Γιάννης Διονυσίου μίλησε στο 20/20 Magazine και στον Ματθαίο Λεωνίδα για τη ζωή του, για το λαϊκό τραγούδι και για την ελληνική πραγματικότητα.

Για τον Γιάννη Διονυσίου, το λαϊκό τραγούδι ερμηνεύεται με βάση το ένστικτο
ΠΡΟΒΟΛΗ

Είναι χωρίς αμφιβολία μία από τις πιο σημαντικές φωνές της νέας γενιάς. Φωνή αλφαδιασμένη, φωνή βυζαντινή, από μακρινά μουσικά ύψη, φωνή γλυκασμός, φωνή πλατιά σαν κύμα. Ο Γιάννης Διονυσίου δεν αγαπά μόνο το λαϊκό τραγούδι, αλλά το εμπεριέχει στην ολότητά του. Έχοντας πάρει νοητά τη σκυτάλη από τους μεγάλους ερμηνευτές της ελληνικής μουσικής ιστορίας, μας δείχνει τι θα πει αμεσότητα. Και μας φέρνει πίσω στις ρίζες μας, στην ανάγκη μας να θυμηθούμε από πού ερχόμαστε και πώς βιώνονται πραγματικά τα συναισθήματα.

Από τα παιδικά του χρόνια στην Κύπρο, όπου μυήθηκε στη βυζαντινή μουσική και στην ψαλτική τέχνη, στα φοιτητικά σχήματα και στις κομπανίες της Θεσσαλονίκης, όπου το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το παραδοσιακό τραγούδι έγιναν τρόπος έκφρασής του. Τα τελευταία χρόνια η Αθήνα είναι η βάση του, απ΄ όπου μας ταξιδεύει στα μονοπάτια της αστικής λαϊκής μουσικής. Ανάμεσα στα όσα έχει μοιραστεί μαζί μας τα τελευταία χρόνια, το «Φέρνω τα πέρατα κοντά», του Βασίλη Πετρίδη. Τα 12 τραγούδια της «Πρώτης Βόλτας». Οι «Αστικοί Μύθοι» της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας, μαζί με την Ασπασία Στρατηγού. Η φωνή του Γιάννη Διονυσίου έχει αυθεντικότητα και γνήσια λαϊκή ρίζα. Κάθε ερμηνεία του στα παλιά γνωστά διαμάντια, τα κάνει να γυαλίζουν με καινούργιο φως.

Ο Γιάννης Διονυσίου μυρίζει τον ίδιο αέρα μαζί μας. Δεν πετάει, όπως λέει κι ο ίδιος, σε κάποιο σύννεφο. Στη συζήτηση που κάναμε στη γειτονιά του στο Παγκράτι, μιλήσαμε για τις νέες του εμφανίσεις στη σκηνή του Σταυρού του Νότου Plus, για τη ζωή του, που υπήρξε έως τώρα μουσική από πέρα ως πέρα, για το λαϊκό τραγούδι, για την αδιέξοδη ελληνική πραγματικότητα.

Φωτογραφία: © Λάμπρος Καζάν

Μίλησέ μου αρχικά για τις νέες εμφανίσεις σου στο Σταυρό του Νότου, που ξεκίνησαν πρόσφατα.

Αυτήν τη χειμερινή περίοδο δεν κάναμε καθόλου παραστάσεις στην Αθήνα με τη δική μου ορχήστρα, οπότε ήταν μια ευκαιρία να το επιδιώξουμε. Μετά τις χειμερινές παραστάσεις με την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας στο ΙΛΙΟΝ plus και την παρουσίαση και προώθηση του δίσκου που ηχογραφήσαμε με αστικούς μύθους, ακολούθησε μια μικρή περιοδεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Και τώρα είμαστε στην Αθήνα, με τη σταθερή μου ομάδα, τους Γιώργο Γεωργόπουλο, Fausto Sierakowski, Αθηνόδωρο Καρκαφίρη, Κώστα Αρσένη, Στρατή Σκουρκέα και Γιάννη Ταβουλάρη στον ήχο. Είμαστε μια ομάδα σταθερή εδώ και δυόμισι-τρία χρόνια.

Παρουσιάζουμε ένα πρόγραμμα με τραγούδια που έχω τραγουδήσει κατά καιρούς, τραγούδια από τον πρώτο μου προσωπικό δίσκο, από συμμετοχές που έχω κάνει σε άλλους δίσκους, αλλά και τραγούδια της ελληνικής μουσικής που με εκφράζουν και μας εκφράζουν όλους στην ομάδα. Αστική λαϊκή μουσική σε όλες τις εκφάνσεις σχεδόν, από τα σμυρναίικα και τα ρεμπέτικα της δεκαετίας του ‘20 και του ‘30 μέχρι και τα λαϊκά που λέμε σήμερα, από τραγουδιστές όπως ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Στράτος Διονυσίου, ο Αγγελόπουλος. Και φυσικά μεγάλους συνθέτες του έντεχνου ρεύματος του ‘60, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη. Τραγούδια που είναι πλέον κτήμα όλου του ελληνισμού και όλου του κόσμου.

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια; Μεγάλωσες σε μια προσφυγική οικογένεια…

Οι γονείς μου είναι και οι δύο πρόσφυγες από το κατεχόμενο κομμάτι της Κύπρου, οι οποίοι ορθοπόδησαν με τα χρόνια. Μεγάλωσα σε ένα χωριό της επαρχίας της Λευκωσίας, στην Περιστερώνα. Το προσφυγικό στοιχείο και το αίσθημα της επιστροφής, της αδικίας, του πολέμου είναι πολύ έντονα, ειδικά στα χωριά της περιοχής αυτής, λόγω και της εγγύτητας με την πράσινη γραμμή και τα κατεχόμενα. Δυστυχώς, όσο περνάνε τα χρόνια, πάνε να ξεχαστούν αυτά. Και στην Ελλάδα υπάρχουν άνθρωποι, που δεν ξέρουν καν τι έγινε στην Κύπρο το 1974. Αλλά εμείς, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξεχνούμε και είναι ένα βίωμα, το οποίο ειδικότερα οι γονείς μας και οι παππούδες μας κουβαλούν και έχουν φροντίσει να το περάσουν και σε εμάς. Όχι με την έννοια της εκδίκησης, σε καμία περίπτωση, αλλά με την έννοια του άδικου.

Κουβαλάτε δηλαδή την ιδέα, έστω και ουτοπικά, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει;

Κατά καιρούς υπήρξαν διάφορες περιπτώσεις που το Κυπριακό πρόβλημα βρέθηκε κοντά στη λύση του. Αλλά πάντα ήταν εις βάρος των προσφύγων, της ελληνοκυπριακής πλευράς, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οπότε είναι λίγο απογοητευτικό και πολλές φορές αισθανόμαστε ότι έχει χαθεί αυτή η ελπίδα. Παρ’ όλα αυτά εγώ επιλέγω να μην την χάνω και να μην την ξεχνώ.

Και η ενασχόλησή σου με τη μουσική πώς προέκυψε; Προέρχεσαι από οικογένεια μουσικών;

Επειδή η μητέρα μου δίδασκε πιάνο σε αρχάριους, από την ηλικία των 5 χρόνων τόσο εγώ όσο και η αδερφή μου είχαμε ξεκινήσει πιάνο. Εγώ αργότερα πήρα την απόφαση να ασχοληθώ και ακαδημαϊκά με αυτό. Κι έτσι έμαθα πρώτα πιάνο, μετά βιολί, μετά κρουστά, μετά παραδοσιακό τραγούδι σε χορωδίες, βυζαντινή μουσική, μετά πήγα και σε μουσικό σχολείο, που μόλις είχε ξεκινήσει πιλοτικά στην Κύπρο. Ουσιαστικά όλη μου η ζωή ήταν μουσική. Καμιά φορά είναι και λίγο εγκλωβιστικό αυτό, γιατί πολλές φορές αισθάνεσαι λίγο άχρηστος σε όλα τα υπόλοιπα. Παρ’ όλα αυτά προσπαθώ να βρίσκω τρόπους να κάνω και κάτι άλλο.

Φωτογραφία: © Λάμπρος Καζάν

Η Βυζαντινή Μουσική και η Ψαλτική Τέχνη κουβαλούν μία παράδοση αιώνων πίσω τους. Είναι μια μουσική που είναι αποκλειστικά φωνητική και μέσω αυτής, πέρα από τη σύνδεση με την πίστη και το θείο, μπορείς να ανακαλύψεις πάρα πολλά πράγματα.

Υπήρξε κάποιος που σε ξεχώρισε για τη φωνή και τις ικανότητές σου;

Από μικρός όλοι έλεγαν για εμένα ότι «ο Γιάννης τραγουδάει, είναι αηδόνι», αλλά και στη Θεσσαλονίκη, φυσικά, συμμετείχα ενεργά σε εκδηλώσεις του πανεπιστημίου. Νομίζω ότι ένα πολύ δυνατό έναυσμα που μου δόθηκε ήταν το ότι συμμετείχα ως φοιτητής σε μια παράσταση του ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία της Σοφίας Σπυράτου. Ήταν μια επετειακή παράσταση για τα 100 χρόνια της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, με πολύ σημαντικούς συντελεστές και έναν τεράστιο θίασο.

Τότε αναζητούσαν έναν φιγκιράν, που να μπορεί να τραγουδά και να ψάλλει. Αυτό ουσιαστικά ξεκίνησε σαν μια συνεργασία του Πανεπιστημίου και του ΚΘΒΕ, η οποία όμως στη συνέχεια τερματίστηκε. Ένας καθηγητής μου με παρότρυνε, παρ’ όλα αυτά, να πάω στην ακρόαση, με αποτέλεσμα να με γνωρίσει έτσι ένα πιο ευρύ κοινό. Η παράσταση λεγόταν «Με μουσικές εξαίσιες… με φωνές», σε κείμενα του Λάμπρου Λιάβα και ήταν μια πολύ πετυχημένη παράσταση τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Αντιλαμβάνεσαι ότι για ένα παιδί 24 ετών, όπως ήμουν εγώ τότε, αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Από εκεί ξεπήδησαν όλα τα υπόλοιπα.

Την επόμενη σεζόν κάναμε το «Σερσέ λα φαμ», πάλι σε σκηνοθεσία της Σοφίας Σπυράτου και κείμενα του Στρατή Πασχάλη, όπου συμμετείχαμε ο Δημήτρης Μπάσης, η Γιώτα Νέγκα, η Λιζέτα Καλημέρη αργότερα. Το έργο είχε ως οδηγό τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη για τη γυναίκα και είχε επίσης πολύ μεγάλη επιτυχία. Αυτά ήταν για εμένα κάποια εμπορικής φύσης εναύσματα, ενώ φυσικά μίλησε και η Σοφία για εμένα στην Αθήνα, οπότε κάπως έτσι έγινε η αρχή.

Η απόφασή σου να σπουδάσεις Βυζαντινή μουσική και μετά Ψαλτική ήταν απόλυτα συνειδητή;

Ναι, ήθελα να ασχοληθώ ακαδημαϊκά με αυτό και όχι με το τραγούδι ως τραγούδι, διότι αυτό που πιστεύω και με αντιπροσωπεύει πάρα πολύ, είναι ότι η βυζαντινή μουσική και η ψαλτική τέχνη κουβαλούν μία παράδοση αιώνων πίσω τους. Είναι μια μουσική που είναι αποκλειστικά φωνητική και μέσω αυτής, πέρα από τη σύνδεση με την πίστη και το θείο, μπορείς να ανακαλύψεις πάρα πολλά πράγματα μουσικά, τα οποία δεν ξέρω αν με τα μέσα που είχα τότε στη διάθεσή μου, θα μπορούσα να τα κάνω με κάποιο άλλο είδος μουσικής. Είτε αυτό είναι ποπ είτε είναι ροκ είτε λαϊκό είτε παραδοσιακό. Και ακαδημαϊκά έχει πάρα πολύ ψωμί αυτό και μελετητικά και ερευνητικά. Οπότε ναι, ήταν πάρα πολύ συνειδητή επιλογή, όπως και το να κάνω μεταπτυχιακό πάνω σε αυτό. Και επίσης, ασχολούμαι με αυτό από μικρός.

Η πορεία της θεωρητικής και πρακτικής μελέτης με αυτό το είδος μουσικής, επηρέασε άραγε και τη σχέση σου με τη θρησκεία;

Ίσως να με έφερε πιο κοντά στην ουσία της πίστης.

Πιστεύω ότι δεν κάνουμε και τίποτα το εξαιρετικό, αλλά ουσιαστικά κάνουμε το γούστο μας.

Παράλληλα με τις σπουδές σου και με το να ανδρώνεσαι στην πόλη της Θεσσαλονίκης, τι ήταν αυτό που σε διαμόρφωσε καλλιτεχνικά;

Πολλά πράγματα. Τα βιώματα που αποκτήσαμε ως φοιτητές στη Θεσσαλονίκη, αλλά και αργότερα (γιατί έζησα συνολικά 10 χρόνια εκεί, έμεινα δηλαδή και μετά τις σπουδές μου), η παρέα, το δίκτυο ανθρώπων και οι φιλίες που δημιουργήσαμε, οι οποίες με κάποιους κρατάνε ακόμα, ήταν πάρα πολύ σημαντικές γιατί «ενηλικιωθήκαμε» μαζί και διαμορφώσαμε ένα είδος αισθητικής, μουσικά και κοινωνικά, που μπορώ να πω ότι το κουβαλάω ακόμα. Από το να παίζουμε σε μια ταβέρνα και να παίρνουμε πάρα πολύ λίγα χρήματα, μέχρι το να κάνουμε συναυλίες με το πανεπιστήμιο. Όλα αυτά δημιουργικά σε διαμορφώνουν.

Στην αρχή, δηλαδή, όλα γίνονταν σε ένα κλίμα πιο παρεΐστικο και ξέγνοιαστο…

Ναι, αρχικά δεν θεωρούσαμε ότι κάνουμε και τίποτα. Δηλαδή ακόμα και τώρα εγώ πιστεύω ότι δεν κάνουμε και τίποτα το εξαιρετικό, αλλά ουσιαστικά όπως και τότε, έτσι και τώρα, κάνουμε το γούστο μας. Και ευτυχήσαμε, να το κάνουμε και επάγγελμα.

Και πώς κατέβηκες στην Αθήνα; Τι οδήγησε στο πρώτο σου «αποτύπωμα» στη δισκογραφία και στον πρώτο σου δίσκο;

Όσο ήμουν στη Θεσσαλονίκη είχε ήδη κυκλοφορήσει ένα δισκάκι με ένα σχήμα που είχαμε τότε, το «Ηλιοδρόμιο», όπως και το τραγούδι «Φέρνω τα πέρατα κοντά», σε στίχους και μουσική του Βασίλη Πετρίδη. Επίσης, είχε κυκλοφορήσει και ένας άλλος δίσκος, όπου συμμετείχα με 2 τραγούδια, του Γιώργου Δούσου και του Χρήστου Καφτεράνη. Τότε είχα ξεκινήσει ήδη κάπως να ψυλλιάζομαι πώς πάει το πράγμα με τη δισκογραφία.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, είχε αρχίσει η φάση κάπως να ζορίζει πάνω, με τις δουλειές και τα μεροκάματα και το σκεφτόμουν καιρό. Έτσι κατεβήκαμε στην Αθήνα. Από τότε ξεκίνησαν να γίνονται πράγματα. Ήδη από όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, συζητούσαμε με τον Κώστα Φασουλά για το δίσκο αυτό, για τους συντελεστές κ.λπ. Κι έτσι φτάνουμε εδώ που είμαστε σήμερα.

Σκεπτόμενος το πόσο πολύ αγαπώ τη μουσική, δε νομίζω ότι έχω φθαρεί από αυτή τη διαδικασία. Άμα αγαπάς τη μουσική και άμα είσαι ταγμένος σε αυτήν, τότε όλα θα πάνε όπως τα θες.

Μίλησέ μου για την «Πρώτη Βόλτα». Οι συντελεστές αυτού του δίσκου είναι πολύ ξεχωριστοί, με εξέχοντα τον Κώστα Φασουλά.

Κάπως τυχαία έγιναν όλα με τον Κώστα. Του είχα στείλει αίτημα φιλίας στο Facebook και μου έστειλε μήνυμα μετά. Συναντηθήκαμε και μου πρότεινε να κάνουμε κάτι μαζί. Το βάλαμε μπροστά, παιδευτήκαμε αρκετά, μετά ήρθε και ο κορονοϊός. Παρ’ όλα αυτά τα καταφέραμε, ηχογραφήσαμε, βγάλαμε το δίσκο και απ’ ό,τι ακούω και βλέπω, αντιλαμβάνομαι ότι, έστω κάποια κομμάτια από τα 12, έκαναν κάτι. Ο Κώστας ήταν πάρα πολύ φροντιστικός και έσκυψε πάνω από αυτό το εγχείρημα με πάρα πολλή όρεξη και διάθεση.

Το ότι μπήκες στη δισκογραφία άλλαξε καθόλου την εικόνα που είχες προηγουμένως για τη μουσική;

Όχι. Ίσως στην αρχή κάπως να αιφνιδιάστηκα, ξέρεις, από όλους αυτούς τους αριθμούς και τα οργανωτικά. Άμα την αγαπάς τη μουσική και άμα είσαι ταγμένος σε αυτήν, τότε όλα θα πάνε όπως τα θες. Το σημαντικό είναι να μην το βάζουμε κάτω. Σίγουρα υπάρχουν και αναποδιές. Κάποιο live μπορεί να πάει καλά, μπορεί να μην έχει κόσμο, μπορεί να μην παίξουμε καλά. Σκεπτόμενος ξανά το πόσο πολύ αγαπώ τη μουσική, δε νομίζω ότι έχω φθαρεί από αυτή τη διαδικασία.

Ξεχωρίζεις κάποια συνεργασία σου έως τώρα; Μπορώ να αναφέρω ενδεικτικά, τον Γιώργο Νταλάρα, αλλά και μια απόπειρα συνεργασίας με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Το πιο σημαντικό, νομίζω, που μπορώ να ξεχωρίσω είναι η συναυλία-αφιέρωμα που κάναμε στο Ηρώδειο τον περασμένο Οκτώβριο για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Θεωρούσα ότι θα αργούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν θα ξεχάσω ότι μπήκα στο Ηρώδειο και είδα όλον αυτόν τον κόσμο σαν έναν τοίχο μπροστά μου. Τραγουδούσα και στο πρώτο τραγούδι κιόλας και έτρεμαν τα πόδια μου. Προσπαθούσα να διαχειριστώ κάτι που δεν ήταν εύκολο. Όπως και η γνωριμία μου με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Με τους μύθους δεν τα πάω καλά. Προσπαθώ να πατάω στη γη όσο περισσότερο γίνεται.

Πες μου περισσότερα γι’ αυτό…

Έγινε όταν ήμουν 25. Θα γινόταν μια παράσταση σε σκηνοθεσία πάλι της Σοφίας Σπυράτου, η οποία τελικά δεν έγινε. Ήμασταν 3 τραγουδιστές και είχα πάει να με ακούσει δύο φορές στο σπίτι του. Εκεί αντιλήφθηκα ότι αυτός ο γίγαντας που είχαμε στο μυαλό μας, είναι και αυτός ένας άνθρωπος, ο οποίος μιλούσε κανονικά.

Τον απομυθοποίησες άραγε;

Η αλήθεια είναι ότι με τους μύθους δεν τα πάω καλά από μικρός. Προσπαθώ να πατάω στη γη όσο περισσότερο γίνεται. Παρ’ όλα αυτά ήταν μια στιγμή που αισθάνθηκα ότι όλοι είμαστε άνθρωποι τελικά. Ακόμα κι αν δεν έγινε η παράσταση αυτή, χαίρομαι που είχα αυτήν την ευκαιρία να τον γνωρίσω.

Μπήκες ποτέ στη σκέψη να τραγουδήσεις κάτι για να «πουλήσει»;

Όχι, σε καμία περίπτωση. Πάντα αυτό γινόταν. Πλέον έχω αρχίσει να γίνομαι ακόμα πιο επιλεκτικός και αυστηρός με τις επιλογές μου. Γιατί δεν θέλω να αρχίσω να βαριέμαι. Έχουμε μια έκφραση στην Κύπρο, που λέει να μη λέμε κάτι «για γεμωσιά», για να γεμίζει δηλαδή το πρόγραμμα έτσι απλά.

Επειδή ξέρω ότι διδάσκεις και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ποια από τις δύο ιδιότητες υπερισχύει περισσότερο μέσα σου; Αυτή του επαγγελματία καλλιτέχνη ή του καθηγητή μουσικής;

Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Είμαι μουσικός, τραγουδιστής, τώρα είμαι και δάσκαλος. Περισσότερο κάτι σαν προπονητής-coach είμαι, παρά δάσκαλος και καθηγητής. Είναι λίγο μάταια όλα αυτά. Και η σχέση μου με τα παιδιά είναι πάρα πολύ καλή, είναι συνεργατική. Το να επιστρέφεις σε ένα χώρο όπου ήσουν και εσύ από την άλλη μεριά, ως φοιτητής, με μια άλλη ιδιότητα, σε κάνει να καταλαβαίνεις αυτόματα πώς είναι να είσαι και από την άλλη μεριά.

Η σχέση σου με την αναγνωρισιμότητα που επιφέρει η δουλειά σου, πώς είναι; Νιώθεις, για παράδειγμα, άγχος πριν βγεις πάνω στη σκηνή;

Άγχος με την έννοια του «τρέμω και δεν μπορώ να πάρω ανάσα», όχι. Είναι περισσότερο δημιουργικό κι έχει να κάνει με το αν θα παίξουμε καλά, αν θα «ρολάρει» η σχέση με το κοινό, μεταξύ μας πάνω στο πατάρι. Έχω περισσότερο μια ανυπομονησία και μια ανησυχία, δηλαδή.

Και τη σχέση σου με το κοινό αντίστοιχα; Έχεις επαφή με τον κόσμο;

Ναι. Τις περισσότερες φορές μας λένε ωραία και επαινετικά λόγια, αλλά εγώ προσπαθώ να τους ενθαρρύνω να μας λένε και τις πατάτες που κάνουμε. Δηλαδή, αν δεν του αρέσει κάτι να μας το πει, να το ξέρουμε γιατί μπορεί να είναι κάτι το οποίο δεν έχουμε σκεφτεί.

Προφανώς και η φωνή σου είναι το πιο επιβλητικό στοιχείο πάνω σου. Έχεις συνείδηση αυτής της φωνής;

Κοίτα, έχω ένα ταλέντο. Το ξέρω. Το θέμα είναι, ότι αν δεν το δουλεύω αυτό, θα μείνει απλά εκεί δεν θα πάει παρακάτω. Με ρωτάς αν έχω συνείδηση. Ναι, έχω συνείδηση, γι’ αυτό και το δουλεύω. Γι’ αυτό και μου αρέσουν πολύ οι προκλήσεις, να τραγουδήσω κάτι το οποίο θεωρείται έξω από τα νερά μου. Για παράδειγμα, θα κάνουμε μια συναυλία με την Διαπολιτισμική Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής και θα τραγουδήσω μαζί με τη χορωδία και την ορχήστρα ένα ισπανικό έργο, ένα εναλλακτικό ισπανικό έργο της Αργεντινής. Στα ισπανικά. Κάτι που κάνω για πρώτη φορά στη ζωή μου και ακριβώς επειδή είναι μια πρόκληση, δέχτηκα κατευθείαν.

Κι όμως όλοι λένε για εσένα πως πάνω στη σκηνή έχεις μια απίστευτη απλότητα και δωρικότητα και δεν κάνεις εύκολα υπερβολές, όπως άλλοι.

Υπάρχουν λαϊκοί και λαϊκοί τραγουδιστές, υπάρχουν πολλές κάστες. Εξαρτάται από το τι θέλεις και τι επιλέγεις να κάνεις. Επιλέγεις να κάνεις μουσική ή επιλέγεις να κάνεις lifestyle;

Πώς κρίνεις αυτό το πιο εμπορικό είδος λαϊκού τραγουδιού;

Δεν μου λέει κάτι, ούτε μουσικά, ούτε στιχουργικά, ούτε τραγουδιστικά ούτε ερμηνευτικά.

Πώς πρέπει να ερμηνεύεται το λαϊκό τραγούδι;

Νομίζω ότι πρέπει να ερμηνεύεται με βάση το ένστικτο του καθενός. Το τι σου λέει. Πρέπει να καταλάβεις τι λέει το τραγούδι και αυτό να το περάσεις. Χωρίς πολλά πολλά. Χωρίς υπερβολές, χωρίς περιττές τσαλκάντζες. Θέλει διάκριση βασικά. Δεν θα περάσεις περισσότερο το νόημα κάνοντας μια κορώνα ή περισσότερα γυρίσματα σε μια συλλαβή ή σε μια λέξη.

Όλα όσα έχεις τραγουδήσει τα έχεις βιώσει;

Όχι, φυσικά. Είμαι 34 χρόνων, τι από όλα αυτά θα μπορούσα να βιώσω; Ούτε φτώχεια, ούτε πείνα, ούτε ουσιαστικές δυσκολίες στη ζωή. Τίποτα δεν έχουμε βιώσει εμείς ως γενιά. Η μόνη δυσκολία που βίωσε η γενιά μας είναι ο κορονοϊός. Ούτε πόλεμο βιώσαμε, ούτε τίποτα.

Η κρίση δεν ήταν μια μεγάλη δυσκολία; Ειδικά στη δική σου γενιά…

Ναι, μια δυσκολία, η οποία όμως δεν φαίνεται να ήταν ανυπέρβλητη. Η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική, ήταν και κρίση αξιών, κρίση κοινωνική, τα πάντα. Εγώ ήρθα από την Κύπρο ως φοιτητής το 2010, από μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, και είδα στην Ελλάδα ναρκομανείς στο δρόμο, άστεγους, αδέσποτα, τα μαγαζιά να κλείνουν με τη σειρά το ένα μετά το άλλο κάθε μέρα, την οικονομική εξαθλίωση του κόσμου. Για αυτήν την κατάσταση φταίμε όλοι. Κι εμείς που ψηφίζουμε αυτούς που ψηφίζουμε.

Πώς βλέπεις την Κύπρο και την Ελλάδα;

Κοίταξε, πλέον δεν υπάρχουν και πάρα πολλές διαφορές πολιτικά. Υπάρχει, όμως, μια κοινωνική διαφορά, η οποία φαίνεται στον τρόπο που λειτουργεί η κάθε κοινωνία. Η Κύπρος δεν είναι τόσο αστικοποιημένη, ο κόσμος μένει στα χωριά. Στην Ελλάδα ο μισός πληθυσμός ζει στην Αθήνα, σε διαμερίσματα, σε κουτάκια, και αποξενώνεται. Στην Κύπρο ο τρόπος ζωής είναι λίγο διαφορετικός. Παρ’ όλα αυτά, πολιτικά δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Απλά στην Κύπρο δεν υπάρχουν τα πολιτικά τζάκια. Μπορεί να υπάρχουν οι ευνοούμενοι, αλλά δεν είναι οικογενειακό αυτό.

Τι σε εκφράζει στο λαϊκό τραγούδι; Γιατί επέλεξες αυτό το είδος και όχι κάτι άλλο;

Έχω μια αδυναμία στο λαϊκό τραγούδι, γιατί στιχουργικά έχει μεγαλύτερη αμεσότητα ως προς το νόημα. Κι επίσης μου αρέσουν πάρα πολύ οι λαϊκοί ρυθμοί και οι μουσικοί λαϊκοί δρόμοι. Κι αυτός ο πλούτος μπορεί να αναπτυχθεί και να ξετυλιχθεί μέσα από το συγκεκριμένο είδος τραγουδοποιίας. Ένα «έντεχνο» τραγούδι, ας το πούμε λόγιο, αυτό που θέλει να σου πει θα σ’ το πει πιο περιφραστικά από ό,τι ένα λαϊκό τραγούδι. Θα σου δημιουργήσει εικόνες με περισσότερες λέξεις, που μπορεί και να μην χρησιμοποιούνται στο καθημερινό λεξιλόγιο. Και, φυσικά, παίζουν ρόλο ο ρυθμός και η μελωδία.

Ποια θέση έχει η μουσική στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα;

Εξαρτάται από το τι σου αρέσει να ακούς, από την διαπαιδαγώγησή σου, από το lifestyle σου. Υπάρχουν είδη μουσικής για όλα τα γούστα.

Η έννοια του lifestyle, που ανέφερες, τι σημαίνει;

Ζούμε στην εποχή που όλοι θέλουν να γίνουν κάποιοι. Όλοι θέλουν να είναι κάποιοι σημαντικοί, με followers, με likes. Δεν συμφωνώ με αυτό. Όλα αυτά είναι μάταια. Αισθάνομαι ότι έχουμε χάσει το νόημα, έχουμε αποξενωθεί από την προσωπική επαφή.

Το πολιτικό στοιχείο επιλέγεις να το προβάλλεις μέσα από τα τραγούδια που επιλέγεις;

Ναι, φυσικά, επιλέγω τραγούδια που είναι κοντά στην κοινωνική παράθεση των πραγμάτων και στην κοινωνική αφύπνιση.

Διάβαζα σε μια συνέντευξή σου ότι ο Καζαντζίδης είναι για εσένα μία από τις πιο αγαπημένες σου φωνές. Τι είναι αυτό που σε εντυπωσιάζει;

Το μεγαλείο της ερμηνείας του. Η άρθρωσή του, το πόσο σωστός και αψεγάδιαστος είναι φωνητικά και μουσικά. Όλο αυτό το πράγμα δεν σου αφήνει περιθώριο για δεύτερες σκέψεις. Στοχεύει κατευθείαν. Όπως και ο Αντώνης Διαμαντίδης, ο «Νταλγκάς». Χωρίς πολλά πολλά, σου λένε «πάρ’ το».

Δεν μπορείς να βασιστείς στο κράτος. Βασίζεσαι μόνο στον κοινωνικό σου περίγυρο, αφού το ίδιο το κράτος σε κρεμάει.

Έχει περάσει η εποχή για νέα, μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού;

Όχι. Νομίζω ότι κάποιοι θα αφήσουν αποτύπωμα. Το θέμα είναι να μην παίρνουμε πάρα πολύ στα σοβαρά τους εαυτούς μας και το είναι μας και να κάνουμε αυτό που γουστάρουμε, αυτό που θέλουμε να υπηρετούμε. Την τέχνη και όχι τον εαυτό μας. Να μη χαθούμε, δηλαδή μέσα στην αυτοπροβολή και στην έπαρση.

Πώς βιώνεις όλο το σκοτάδι και τη διαφθορά που μας έχει σκεπάσει;

Όπως το βιώνει όλος ο κόσμος, δυστυχώς. Η Ελλάδα έτσι ήταν, απλά τώρα στις μέρες μας μαθαίνουμε περισσότερα πράγματα και πιο γρήγορα λόγω του Internet και των social media. Η κατάσταση αυτή είναι και δεν φοβάμαι να το πω. Δεν πρέπει, όμως, να χάσουμε την κοινωνική μας ευαισθητοποίηση. Να βοηθάμε, αν μπορούμε, σε μικρές ομάδες. Τα μεγαλόπνοα σχέδια, όπως βλέπουμε, δεν λειτουργούν.

Ακόμα και η έννοια της αλληλεγγύης, όμως, δεν βάλλεται με έναν τρόπο από την εξουσία;

Εννοείται. Δεν μπορείς να βασιστείς στο κράτος. Βασίζεσαι μόνο στον κοινωνικό σου περίγυρο, αφού το ίδιο το κράτος σε κρεμάει. Πώς να βασιστείς πάνω του; Είναι λίγο αδιέξοδη η κατάσταση.

Κλείνοντας, θέλεις να μου πεις κάτι για τα μελλοντικά σου σχέδια;

Το καλοκαίρι θα κάνουμε συναυλίες με την ορχήστρα μου και την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας. Θα συμμετέχω και σε σεμινάρια, αλλά και ως τραγουδιστής και σε άλλα μεμονωμένα projects. Ετοιμαζόμαστε επίσης να ηχογραφήσουμε ένα δίσκο με τον Γιάννη Παπαγεωργίου, ο οποίος θα υπογράφει όλα τα τραγούδια σε στίχους και μουσική. Τώρα ουσιαστικά είμαστε στην προετοιμασία και οργάνωση αυτού του υλικού. Φαντάζομαι ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει κυκλοφορήσει.

Ο Γιάννης Διονυσίου live στο ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ PLUS

ΣΑΒΒΑΤΑ 30/03 & 6,13,20,27/04

Ο Γιάννης Διονυσίου, ο εντυπωσιακός ερμηνευτής για τον οποίο μιλούν όλοι από τη πρώτη στιγμή εμφάνισης του, έχει δώσει ήδη τα διαπιστευτήρια του σπάνιου ταλέντου του με τις επιτυχημένες ζωντανές εμφανίσεις του και απολαμβάνει την εμπιστοσύνη σημαντικών καλλιτεχνών που έχουν μοιραστεί μαζί του το έργο τους επί σκηνής. Είναι ένας ερμηνευτής που «κατακτά» τη σκηνή και σέβεται το κοινό, χαρίζοντάς του μοναδικές μουσικές παραστάσεις. Με μια «καθαρή» φωνή που αποφεύγει τα περιττά τερτίπια και με μια αντίστοιχα δωρική εμφάνιση και ερμηνεία στις συναυλίες του, μάς θυμίζει την εποχή των μεγάλων ερμηνευτών του παρελθόντος. Η καταγωγή του είναι από την Κύπρο και ασχολείται με τη μουσική από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Σπούδασε Βυζαντινή Μουσική, παίζει βιολί και τώρα διδάσκει Δημοτικό Τραγούδι στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ενώ «χτίζει» γρήγορα ένα όλο και αυξανόμενο ακροατήριο που αναζητά την αυθεντικότητα στο τραγούδι. Συμμετέχει σε σημαντικές δισκογραφικές συλλογές, όπως ο πρώτος του προσωπικός δίσκος «Πρώτη Βόλτα» με στίχους του Κώστα Φασουλά και μουσική επτά διαφορετικών συνθετών, την επαναπροσέγγιση του εμβληματικού έργου των Μίκη Θεοδωράκη και Μιχάλη Γκανά «Ασίκικο Πουλάκη» αλλά και το πρόσφατο album «Αστικοί Μύθοι» που ερμηνεύει μαζί με την Ασπασία Στρατηγού κλασικά λαϊκά τραγούδια μαζί με την ορχήστρα «Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας».

Μαζί με τον Γιάννη οι:
Γιώργος Γεωργόπουλος - μπουζούκι
Fausto Sierakowski - σαξόφωνο
Αθηνόδωρος Καρκαφίρης - κιθάρα
Κώστας Αρσένης - κοντραμπάσο
Στρατής Σκουρκέας - κρουστά
Γιάννης Ταβουλάρης - ηχοληψία
Φωτογραφία: Λάμπρος Καζάν
Οργάνωση παραγωγής: Melodica Art Productions

Info:

Σταυρός του Νότου PlusΕισιτήριο Ορθίων : 14€ (Αφορά την είσοδο στον χώρο) 

Ώρα Έναρξης: 22.30
Ώρα Προσέλευσης: 22:00

* Προπώληση εισιτηρίων στο More.com 

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ