«Κυνόδοντας» ή κορονοϊός;

Aς κόψουμε λίγο την πλάκα κι ας μιλήσουμε λίγο σοβαρά. Τίποτα στη ζωή δεν είναι απόλυτα αμετάβλητο και κάθε εποχή μάς ωθεί σε αναθεωρήσεις, ενίοτε και ριζικές.

«Κυνόδοντας» ή κορονοϊός;
ΠΡΟΒΟΛΗ

Από το 2009 που πρωτοπροβλήθηκε ο «Κυνόδοντας» και για δέκα χρόνια, τόσο αυτοί που πολύ τον αγάπησαν ως ταινία, όσο και εκείνοι που πολύ τον αντιπάθησαν, συνέπιπταν στην παραδοχή ότι η οικογένεια που παρουσίαζε αποτελούσε τον ορισμό της στρέβλωσης και της νοσηρότητας.

Κανείς μέχρι το 2020 δεν είχε διανοηθεί να αναφερθεί στην οικογένεια του «Κυνόδοντα» με τρόπο θετικό. Όσες φορές την επικαλούνταν κανείς στο δημόσιο λόγο, το έκανε για να μιλήσει για ένα εξάμβλωμα και να τη χρησιμοποιήσει ως προειδοποίηση για συμπεριφορές που μπορεί να τη θύμιζαν.

Κι ύστερα ήρθε η πανδημία. Η οποία μπορεί να μην αίρει εντελώς τις αντιρρήσεις για σχέσεις και δυναμικές εντός κυνοδοντικών μορφών οργάνωσης της κοινωνίας, αλλά ενώπιον του διλήμματος «Κυνόδοντας» ή κορονοϊός, ποιος μπορεί να ψηφίσει κορονοϊό; Πραγματικά ποιος;

Πάνω απ’ όλα η δημόσια υγεία. Όλα τα υπόλοιπα έπονται, είναι αξιολογικά υποδεέστερα, είναι σε δεύτερη μοίρα. Σε αυτό το πλαίσιο, το μοντέλο οικογένειας του «Κυνόδοντα» είναι το μακράν πιο υγιές, το λιγότερο -ως μηδενικά- μολυσματικό, εκείνο που απειλεί λιγότερο από κάθε άλλο το σύστημα υγείας, εκείνο που αν το αντιγράφαμε όλοι, ο ιός δεν θα είχε τρόπο να μεταδοθεί και θα μπορούσαμε έτσι τάχιστα να «πάρουμε πίσω τις ζωές μας».

Ποιες ζωές όμως θέλουν όλοι να πάρουν πίσω;
Σε ποια σχήματα προσωπικής και κοινωνικής ζωής επείγονται όλοι να επιστρέψουν; Και επιτέλους, τι το τόσο κακό είχε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που δεν διακινδύνευε μολυσματικά τη ζωή οποιουδήποτε άλλου, μια οικογένεια που έφτιαχνε μια φούσκα και τη διατηρούσε απ’ την αρχή ως το τέλος πεντακάθαρη;
Και να υποθέσουμε ότι έκανε κάτι κακό, το έκανε μεταξύ της, εντός των κόλπων της, το κακό περιορίζονταν στους πέντε τους, τον πατέρα, τη μάνα και τα τρία παιδιά.
Και να υποθέσουμε ότι έκανε κάτι κακό, ήταν απειροελάχιστης, τοπικής κλίμακας. Δεν πήγαινε να το μεταδώσει και υπερμεταδώσει σε όλη την κοινότητα και από εκεί σε όλον τον πλανήτη.

Και τελικά ποιο ήταν αυτό το κακό; Τα έβλαπτε με κάποιον τρόπο τα παιδιά της; Και οικονομικά εξασφαλισμένα τα είχε, και ασφαλή τα είχε, και μια αφήγηση του κόσμου συνεκτική τους παρείχε, και τη δική της γλώσσα ονοματοδοσίας των πραγμάτων είχε. Είχαν τόσο άδικο τελικά ο μπαμπάς και η μαμά εξηγώντας ότι έξω από το σπίτι ελλοχεύει η καταστροφή; Δεν δικαιώθηκαν; Είχαν τόσο άδικο τελικά εξηγώντας τους ότι αν μείνουμε σπίτι είμαστε ασφαλείς; Δεν δικαιώθηκαν; Είχαν κυρίως τόσο άδικο τελικά ότι μπορείς να περάσεις κάλλιστα όλη σου τη ζωή μέσα στο σπίτι, μέχρι εν πάση περιπτώσει να πέσει μόνος του ο «Κυνόδοντας»; Δεν δικαιώθηκαν;

Μα δεν ήταν φυσιολογικός ο τρόπος που ζούσε η οικογένεια; Οκέι, προ κόβιντ δεν ήταν.
Αλλά την εποχή του κόβιντ, από αφύσικος, ο τρόπος ζωής της μετατράπηκε σε απόλυτα υποδειγματικός.

Η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου πρέπει να προβάλλεται σε επιδημιολογικά συνέδρια και να χειροκροτούν όρθιοι και δακρυσμένοι όλοι οι επιδημιολόγοι.
Η Πολιτική Προστασία πρέπει να την προβάλλει στα σχολεία, με την ελπίδα να χειροκροτούν όρθιοι και δακρυσμένοι οι μαθητές: Έτσι, αν το κάνουμε έτσι, αν μάθουμε να ζούμε έτσι, απομονωμένοι και περίφρακτοι, δεν έχουμε να φοβηθούμε κανένα ιό, μεταλλαγμένο ή αμετάλλακτο, τωρινό ή μελλοντικό.

Θα πει κανείς, ένα λεπτό, δεν θα τα ξεχάσουμε όλα, στον «Κυνόδοντα» οι γονείς έφταναν την εξουσία τους μέχρι και στον καθορισμό της σεξουαλικής ζωή των παιδιών τους. Αλλά μήπως τώρα, βάσει νόμου, στην Ελλάδα ο μόνος επιτρεπόμενος τρόπος να κάνεις έρωτα, δεν είναι εφόσον συγκατοικείς με τον άλλο; Υπάρχει άλλος λόγος κατ' εξαίρεση μετακίνησης που να επιτρέπει το σεξ;

Στον «Κυνόδοντα», αρχικά τουλάχιστον, έφερναν και την κοπέλα που δεν έμενε στο σπίτι, την εργαζόμενη στο εργοστάσιο του μπαμπά, για να πηδάει αυτή ο γιος. Στον «Κυνόδοντα» επιτρεπόταν μια μετακίνηση για λόγους σεξ, και η σεξουαλική ανάγκη, έστω του νέου άντρα, αναγνωριζόταν ως νόμιμη. Και ακόμη και σε αυτό το εκ πεποιθήσεως και από κατασκευής του κλειστό σύστημα επιτρεπόταν μια ανάσα σεξουαλικού αέρα, με την εργάτρια, άλλο που αυτή αποδείχτηκε μολυσματικό στοιχείο, όπως και κάθε ξένος τελικά, όπως και κάθε άλλος τελικά, αφού ο κάθε άλλος είναι δυνάμει φορέας ιών και δυνάμει δολοφόνος.
Στην Ελλάδα των έξι προβλεπόμενων λόγων εξαίρεσης, ο πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, έλεγε να κάνουμε υπομονή. Σεξουαλικά ήταν πιο ανθρώπινος ο κόσμος του «Κυνόδοντα» από τον κόσμο της ελληνικής κυβέρνησης.

Η απόλυτη βιοπολιτική συνθήκη του «Κυνόδοντα», ο πλήρης καθορισμός κάθε πτυχής της ζωής των παιδιών του «Κυνόδοντα», η εσωτερίκευση του λόγου των γονέων τους για το ως πού μπορούν να κινηθούν και πού όχι, για το τι είναι θανατηφόρο και τι όχι, είχε ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί η ιδανική επιδημιολογικά φούσκα. Και στις περασμένες γιορτές, η οικογένεια του «Κυνόδοντα» δεν θα έμπαινε σε κανένα δίλημμα να κάνει ρεβεγιόν με μια ακόμη οικογένεια, η οικογένεια θα έμενε μόνη της, ασφαλής, καθαρή, υγιής.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ