Οι νεκροί στα βράχια μας

Πρόκειται για ξεκάθαρες κρατικές και διεθνείς δολοφονίες. Και εμείς μένουμε. Να απανθρωποποιούμαστε και να ψυχραίνουμε. Και να θεωρούμε ένα συχνό φαινόμενο τους νεκρούς στα βράχια μας. Γιατί και τι λύση θα βρεις; Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να φροντίσεις για όσους επέζησαν. Ή για όσους θα ξανάρθουν.

Οι νεκροί στα βράχια μας
ΠΡΟΒΟΛΗ

Οι άνθρωποι πάντοτε, όταν ήθελαν να σωθούν, διασχίζανε δρόμους τεράστιους με μέσα ελάχιστα. Χιλιομετρικές αποστάσεις που δεν τις φαντάζεται κανένας νους εάν δεν έχει μπει ποτέ του στη διαδικασία να διαφύγει. Με τα πόδια, με τρένα, με κάρα, με βάρκες, οδικώς, με κάποιο ΚΤΕΛ, στο υπόγειο μεγάλων πλοίων, στο τελευταίο βαγόνι, σε κάποιο πορτ μπαγκάζ.

Κάποτε, για τα δεδομένα τουλάχιστον της Ελλάδας, αυτά ακούγονταν σαν ιστορίες από τη Σμύρνη ή σα βιώματα όσων μετακινήθηκαν από τις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες ή όσων έφυγαν αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον ανά τον κόσμο. Όσους κατάφεραν να φύγουν και όσους δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Όμως, η προσφυγιά σε κύματα, ξεκίνησε να γίνεται εμφανής και γνώριμη από το 2015 και έπειτα, με τις πρώτες μεγάλες ροές προσφύγων από τον πόλεμο της Συρίας και όχι μόνο.

Από τότε, δημιουργήθηκαν διάφορες κατηγορίες προσωπικών απόψεων αλλά και κοινωνικών αναπαραστάσεων, υιοθετημένες από τον από πολίτη μέχρι τη ρητορική ολόκληρων κυβερνήσεων ή πολιτικών κομμάτων. Τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Υπήρξαν και υπάρχουν οι άνθρωποι που βοήθησαν και βοηθούν τους πρόσφυγες, είτε από το μετερίζι της επαγγελματικής τους κατάρτισης είτε από την καλή τους προαίρεση και οι άνθρωποι που βρίσκουν διαρκώς δικαιολογίες, αναπαράγοντας το βαθύ αίσθημα του ρατσισμού με πιο έντεχνους ή άτεχνους τρόπους. Για παράδειγμα, ο διαχωρισμός σε πρόσφυγες, οικονομικούς μετανάστες και «λάθρομετανάστες». Το επιχείρημα πως κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος δεν φτάνει. Η απάντηση πως «κανένας γονιός δεν βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα αν είναι όλα καλά» δεν φτάνει. Η στυγνή απανθρωποποίηση των αλλεπάλληλων θανάτων προσφύγων στα παράλια της Μεσογείου, είναι εδώ και πολλά χρόνια το αμέσως βαρύτερο πέπλο από τον ίδιο το θάνατο, που σκεπάζει το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον μας ως ανθρωπότητας.

Η εργαλειοποίηση των θανάτων των προσφύγων από την πολιτική σφαίρα, τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας, αλλά και μίας ευρύτερης γεωοπολιτικής συμφεροντολογίας, ζητείται να γίνει κανονικότητα στην ανάλυση του μέσου ανθρώπου. Όταν αυτή δεν αρκεί, τότε η ευθύνη γίνεται πάντοτε ατομική (όπως των ασθενών COVID-19 που έχασαν τη ζωή τους επειδή μάλλον δε φόραγαν καλά τη μάσκα), έτσι και οι πρόσφυγες, φταίνε που επιβιβάστηκαν με πολλά μποφόρ στις βάρκες γιατί είχαν βλέπετε και την επιλογή του ταχυπλόου σε ηλιοφάνεια και την απέρριψαν λόγω θολής κρίσης.

Πρόκειται για ξεκάθαρες κρατικές και διεθνείς δολοφονίες. Το τι συμβαίνει μέσα στη θάλασσα, όπως αυτή είναι χωρισμένη γεωγραφικά και εθνοτικά, μπορούν με μεγαλύτερη ακρίβεια να το γνωρίζουν όσοι βρίσκονται μέσα στην ίδια τη θάλασσα. Όσοι βγάζουν τον κόσμο για να μην πνιγεί και όσοι τον ξαναπετάνε βαθύτερα. Όσοι βγαίνουν να μιλήσουν για αυτό και όσοι πληρώνονται αδρά για να μη το κάνουν. Τα αίτια των θανάτων αυτών που φτάνουν σε εμάς, δεν είναι ποτέ τους αληθινά και διαφανή έτσι κι αλλιώς.

Και εμείς μένουμε. Να απανθρωποποιούμαστε και να ψυχραίνουμε. Και να θεωρούμε ένα συχνό φαινόμενο τους νεκρούς στα βράχια μας. Και να ακούμε το νέο τρώγοντας το τοστ μας. Και να διαβάζουμε το νέο πίνοντας τον καφέ μας. Και να ανατριχιάζουμε και να κλαίμε και να μη μπορούμε να διαλυθούμε γιατί και τι λύση θα βρεις; Και έτσι, επιλέγεις να κάνεις ένα μνημόσυνο. Σύντομο και βαρύγδουπο ενάντια στο ρατσισμό. Γιατί, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να φροντίσεις για όσους επέζησαν. Ή για όσους θα ξανάρθουν.

Θα έχουν περίτεχνα ονόματα: Νιλουφάρ, Αμπντούλ και Μπέλα. Μοχάμεντ, Ανρί και Κοσάρ. Θα έχουν δει σε κάποιο ΤΙΚ ΤΟΚ να χορεύουν οι pop stars της Ευρώπης με τακούνια και στρας και θα θέλουν να τους δουν από κοντά. Θα τις έχουν εξαναγκάσει να παντρευτούν τον πρώτο ξάδερφό τους, θα τους έχουν κόψει την κλειτορίδα, θα τις έχουν βιάσει και όμως θα ονόμασαν το παιδί τους «Θαύμα». Θα θέλουν να πάνε σχολείο και να δουλέψουν. Όχι για να σου κλέψουν τη δική σου τη δουλειά, αλλά γιατί το ψωμί σε κάποιες γωνιές του κόσμου είναι αέρας. Θα προσεύχονται με έναν τρόπο δικό τους, σα να υπάρχει πάντα κάποιος να τους ακούει ή να τους καταλαβαίνει. Θα έχουν δει τα κόκαλά τους να σπάνε από το ξύλο, δεν θα μιλάνε, παρά μόνο θα ακούνε. Και τη μέρα που ετοίμαζαν από καιρό, να αποδράσουν, θα φύγουν, με σφαίρες να περνάνε ξυστά τα πλευρά τους, και τα μαλλιά τους κομμένα να σκεπάζουν την πατριαρχία. Και αν τα καταφέρουν από το στάδιο ένα, θα πάνε στο στάδιο δύο και όσο χάλια και να είναι το camp, θα ψάχνουν τη γωνία που βλέπει ουρανό για να τα δώσουν όλα για όλα για το στάδιο τρία. Για το παιχνίδι της επιβίωσης. Για την παρτίδα που τζογάρεις το πιο άγριο στοίχημα. Ζωή ή θάνατος. Για λίγη αξιοπρέπεια. Θα τους φωνάζουν Ομάρ, Καμράν και Σομαγιέ. Δεν είχαν να βάλουν άλλα ρούχα. Γέμισαν με χρώματα τα βράχια μας, κι εμείς τους χρωστάμε τη ζωή που δεν θα ξαναζήσουν ποτέ.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ