Η συντρόφισσα Μπουμπουλίνα, ο μαέστρος Παπακαλιάτης κι ένα καλάθι

«Ο λαός θέλει, το ΠΑΣΟΚ μπορεί» ήταν ο τίτλος της προεκλογικής αφίσας του ΠΑΣΟΚ και από κάτω, με μικρότερα γράμματα η αφίσα έγραφε «Με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση θα ξεπεραστεί επιτέλους η οικονομική κρίση και το λαϊκό εισόδημα θα πάψει πια να εξανεμίζεται».

Η συντρόφισσα Μπουμπουλίνα, ο μαέστρος Παπακαλιάτης κι ένα καλάθι
ΠΡΟΒΟΛΗ

Το μακρινό 1981, πριν τη σαρωτική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές, μαζί με τον σοσιαλισμό -τον ελληνικό, όχι τον άλλο τον υπαρκτό που έγινε ανύπαρκτος-, έφτασε και το «καλάθι της νοικοκυράς» στη ζωή μας. Η συντρόφισσα Μπουμπουλίνα, χλωμή σαν το φαιό μπεζ χρώμα του χιλιάρικου, κρατούσε ένα καλάθι με ζαρζαβατικά, λαχανικά και φρούτα και άρτι αφιχθείσα από τη λαϊκή, μας διαβεβαίωνε ότι με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία «το λαϊκό εισόδημα θα πάψει να εξανεμίζεται». 

Και πράγματι, για 20 χρόνια δεν είχαμε φτώχεια, ανέχεια, ισοτιμίες, ευρώ, δάνεια, επιτόκια, πληθωρισμό και υποθήκες. Ή μήπως είχαμε; Ή μήπως κάναμε τα πάντα τότε για να αποκτήσουμε; Η εικοσαετία του ΠΑΣΟΚ -με ένα διάλειμμα 3ετιας της ΝΔ- ήταν η χρυσή εικοσαετία της Ελλάδας, μετά από τον χρυσό αιώνα του Περικλέους, του Περικλέους, βεβαίως βεβαίως. Οι Έλληνες γίναμε σχεδόν όλοι, από αγρότες, διευθυντές υπουργείων και οργανισμών, είχαμε το ταπεραμέντο του ανατολίτη με τα λεφτά του Ντελόρ, φτιάχναμε σπίτια, προικίζαμε παιδιά, μάθαμε τα ξενοδοχεία resorts και αφήσαμε πίσω μας τη Λούτσα και την Κινέτα, και γίναμε σχεδόν ευρωπαίοι. Βγάζαμε καλλιέργειες για να μας αγαπήσουν οι Ευρωπαίοι, παίρναμε τα πακέτα και τα κάναμε αυτοκίνητα, ήμασταν ωραίοι και ιστορικά μοιραίοι- που έλεγαν και οι Απαράδεκτοι. ΠΑΣΟΚ, ΩΡΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, τόσο ωραία που ξεχάσαμε χούντες, εμφύλιους, μικρασιατικές καταστροφές και παγκόσμιους πολέμους. Στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ οι μόνες καταστροφές που βιώναμε ως λαός ήταν οι καταστροφές που κάναμε στον Στρατο Διονυσίου και στη Φαντασία. Το καλάθι της νοικοκυράς ξεχείλιζε είτε με δικά μας λεφτά είτε με τα λεφτά άλλων, πάντως ξεχείλιζε. 

Μέχρι εδώ όλα καλά. Το πρόβλημα που δεν καταλάβαμε, αρχισε να φαίνεται όταν οι άλλοι ζητούσαν τα λεφτά τους κι εμείς δεν είχαμε να τα δώσουμε. Πέρασε αυτή εικοσαετία, εφευρέθηκε όρος νεόπλουτος, Κι εμείς νομίζαμε ότι θα ζούμε ακόμα το παραμύθι μας, ότι λεφτά υπάρχουν αλλά αυτά που είχαμε όλοι μαζί τα φάγαμε

Έλα όμως που όταν δίνεις λεφτά πρέπει και να τα επιστρέφεις. Και μάλιστα, λεφτά που πήρες σε δραχμές, έπρεπε τα επιστρέψεις σε κάτι καινούργιο, στο ευρώ. Ποιος θα ξεχάσει την αλλαγή του χρόνου με το Σημίτη περιχαρή να βγάζει το πρώτο εικοσάευρω από την τράπεζα, εκεί που όλοι περίμεναν χορεύτριες με μποά και πούπουλα να κάνουνε σόου στην Ρούλα Κορομηλά;

Όλοι ήμασταν χαρούμενοι. Αλλά όπως έλεγε η γιαγιά μου (θεός 'σχωρεστην), «γλυκό φάγωμα πικρό χέσιμο». Μετά το ευρώ, που κουραστήκαμε πάρα πολύ για να το μάθουμε -ακόμα θυμάμαι τα μηχανάκια των τραπεζών που τα γύριζες και με την αντανάκλαση του ήλιου μετέτρεπαν τις δραχμές σε ευρώ- ήρθαν άλλες λέξεις, πιο μεγάλες, πιο τεχνικές, πιο δύσκολες, πιο μόνιμες.

Ευρώ, δάνεια, πιστωτικές κάρτες, ελβετικά επιτόκια, ελεγχόμενη παραγωγή, πρώτοι βαρείς φόροι, τέλη επιτηδεύματος και ΕΝΦΙΑ (πρωην ΕΕΤΗΔΕ) και μία λέξη που ήρθε για να μείνει, μπήκε στη ζωή όλων μας: Μνημόνια. 

Και έτσι γρήγορα γρήγορα πέρασε η επόμενη δεκαετία, με Μνημόνια, Τρόικα, τον Βαρουφάκη με τα δερμάτινα και τη μηχανή, με βαθιά κρίση, ανθρώπους ανέργους, επιτόκια να ανεβαίνουν, ρολόγια να μετράνε αντίστροφα την πληρωμή των δόσεων στους δανειστές και μια ζωή μισή. 

Πέρασαν τα χρόνια και επιτέλους ήρθε το σωτήριο έτος 2018 που πανηγυρικά φύγαμε από τα μνημόνια, ξεκινήσαμε ξανά τη ζωή μας από την αρχή, λαβωμένοι μεν, με το ελληνικό ταπεραμέντο δε, και γίναμε πάλι μια αξιοπρεπής αξιόχρεη χώρα, ένας σοβαρός ευρωπαίος συνομιλητής, ένας σοβαρός λαός.

Μας έπεισαν ότι γλιτώσαμε τα χειρότερα, ότι αντέξαμε ως Έλληνες άλλον έναν πόλεμο, άλλη μια κατοχή, και περάσαμε στη νέα εποχή. Κι εκεί που ήταν όλα καλά, κάναμε ένα to know us better με τον κινεζικό παγκολίνο και ένα πιο better με τον Πούτιν. Και γυρίσαμε ξανά εκεί που ήμασταν: Στα επιτόκια, στα δάνεια, στους πλειστηριασμούς, στην ανεργία, στην ενεργειακή κρίση, στις ρήτρες αναπροσαρμογής και στον Αδωνη Γεωργιάδη αγκαλιά με τα Μαράτα. 

Και ως άλλοι Μπέντζαμιν Μπάτον, ξαναγυρίσαμε στο 1981, δυστυχώς γηραιότεροι και όχι νεότεροι, και δυστυχώς έχοντας πλέον γνώση. Και το έτος 2022, το καλάθι της νοικοκυράς έγινε το καλάθι του νοικοκυριού, γιατί εχουμε και ένα politically correctness να υποστηρίξουμε, πάνε και οι άντρες στο supermarket (και κατά κανόνα ψωνίζουν άλλα από αυτά που τους έχουμε γράψει στο χαρτάκι).

Προϊόντα ταμπέλας vs προϊόντα brands, διπλοεγγραφές, τιμολογήσεις βιομηχανιών και τον αρμόδιο υπουργό, ως άλλο αστυνόμο Σαΐνη να επιβλέπει τη διαδικασία σε σέλφι αγκαλιά με τα Softex. Και οι σαστισμένοι νοικοκυραίοι, να εξετάζουν με τα γυαλιά της πρεσβυωπίας τους, αν η μουστάρδα η τωρινή έχει την ίδια τιμή με την παλιά. 

Και μέσα σ αυτή τη ζάλη και παραζάλη, γυρνάμε σπίτι με το καλάθι μας και τις αποδείξεις του Σκλαβενίτη για να δούμε αν το κράτος μας κορόιδεψε για άλλη μια φορά. Και περιμένουμε το βράδυ, να καθίσουμε μπροστά στην τηλεόραση, και να δούμε το μόνο φυσικό αγχολυτικό μας, τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη.

Το μόνο που ίσως σώζει πια την καθημερινότητα και την ψυχική μας ισορροπία. Ο Παπακαλιάτης, ο μόνος που κρατάει γερά από τα πασοκικά χρόνια μέχρι σήμερα. Απ' τους Φρουρούς της Αχαΐας μέχρι το Maestro, είναι ίσως ο μόνος  Έλληνας που βιώνει το δράμα του έρωτα, την απόγνωση της μοναξιάς, τη μαγεία της μουσικής, το δίλημμα της κοινωνικής αποδοχής σε σχέση με τις σεξουαλικές προτιμήσεις των ηρώων του, τη μετανάστευση, την ομοφυλοφιλία, τη ζωή και το θάνατο, χωρίς να πηγαίνει στο σουπερμάρκετ. Ο Παπακαλιάτης δεν έχει δάνεια, δεν του παίρνουν το σπίτι σε πλειστηριασμό, δεν τον ενοχλούν οι εισπρακτικές και τα funds, πίνει πάντα το κρασί του στο κατάλληλο ποτήρι, φλερτάρει υπό τους ήχους του τανγκο του Zbigniew Preisner και κάνει παθιασμένα έρωτα, συνήθως με την πιο ωραία ηθοποιό του καστ κι ενίοτε και με τη μαμά της ή την αδελφή της. 

Ο Παπακαλιάτης, κύριοι, είναι το αντίδοτο στο καλάθι του νοικοκυριού. Είναι η ιλουστρασιόν ζωή που όλοι θα θέλαμε να έχουμε ή έστω να μπορούμε να ζήσουμε στιγμές της. Ο Παπακαλιάτης έχει καταλάβει το ρόλο του στην Ιστορία και προσφέρει αυτό που έχουμε ανάγκη: μια ζωή που το μόνο μας άγχος είναι αν θα μας ερωτευτεί το αντικείμενο του πόθου μας ή αν θα είναι εύγευστος ο εσπρέσο. Δεν ειρωνεύομαι καθόλου, εκτιμώ τον αγώνα που κάνει ο Παπακαλιάτης για την ψυχική μας υγεία. Ο μαέστρος Παπακαλιάτης είναι η συντρόφισσα Μπουμπουλίνα του ΠΑΣΟΚ, αλλά 40 χρόνια μετά. Και ενώ όλοι μεγαλώνουμε, ο Παπακαλιάτης και η Μπουμπουλίνα μένουν πάντα αγέρωχοι και ωραίοι, σχεδόν είδωλα διαχρονικά.

Ας αγαπήσουμε ξανά την εποχή των ειδώλων. 

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ