Επίθεση στην Τάνια Τσανακλίδου: Ένας «Μέρμηγκας» κουφός και γεμίσαμε τζιτζίκια...

Το τραγούδι του Λοΐζου υπάρχει κοντά μισό αιώνα, κι ο Μέρμηγκας δεν ενοχλούσε την κοινή γνώμη ούτε ως υπερφίαλος σοφός στο πρώτο μέρος, ούτε ως κουφός άρχοντας στο δεύτερο, ούτε ως γεύμα πεινασμένων στο τρίτο. Και ξαφνικά… υποκίνηση, πρόκληση, πρόσκληση σ’ ένοπλο αγώνα! Γιατί;

Επίθεση στην Τάνια Τσανακλίδου: Ένας «Μέρμηγκας» κουφός και γεμίσαμε τζιτζίκια...
ΠΡΟΒΟΛΗ

Πρώτη φορά που ήρθα σ’ επαφή με την παράνοια της νεοελληνικής στιχουργικής άγνοιας, ήταν θυμάμαι 2011 (μπορεί και ‘12). Ήταν εκείνος ο πατέρας κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, που κατήγγειλε τη δασκάλα του παιδιού του, γιατί τους έβαλε λέει ν’ ακούσουν μες στην τάξη τον Κεμάλ. Το γνωστό Κεμάλ, του Γκάτσου, του Χατζιδάκι, το σκοτωμένο όνειρο που σε γεμίζει πείσμα ν’ αλλάξεις τον κόσμο. Ε, άκουσε ο πατέρας για Κεμάλ, δεν άκουσε το τραγούδι, τούρκικη προπαγάνδα κατάλαβε, ο Γκάτσος γίνηκε ξάφνου εθνοπροδότης και στα δικά μας οι ελεύθεροι. Είχα πέσει απ’ τα σύννεφα, θυμάμαι. Ήμουν μικρός…

Στο σήμερα, δεν πέφτω πια απ’ τα σύννεφα με την ανθρώπινη βλακεία. Θαυμάζω ωστόσο κάπως (ένοχη απόλαυση) την εργαλειοποίησή της. Θέλω να πω, είναι προφανές ότι η συντονισμένη επίθεση στην Τσανακλίδου αποτελεί σκέτη γελοιότητα, όμως το σημείο που αξίζει εδώ μια προσοχή δεν είναι η «επίθεση». Είναι η «συντονισμένη».

Το τραγούδι του Λοΐζου υπάρχει κοντά μισό αιώνα, κι ο Μέρμηγκας δεν ενοχλούσε την κοινή γνώμη ούτε ως υπερφίαλος σοφός στο πρώτο μέρος, ούτε ως κουφός άρχοντας στο δεύτερο, ούτε ως γεύμα πεινασμένων στο τρίτο. Πενήντα χρόνια σε συναυλίες κι αφιερώματα ήταν μια επαναστατική παραβολή, μια κοινωνιολογική αναλογία σε μορφή παιδικού τραγουδιού. Και ξαφνικά… υποκίνηση, πρόκληση, πρόσκληση σ’ ένοπλο αγώνα! Γιατί;

Σίγουρα δεν ευθύνεται η (δεδομένη) θεατρικότητα στην ερμηνεία της Τσανακλίδου. Θα μπορούσε να ευθύνεται ωστόσο η συνθήκη; Το πλαίσιο; Συμφωνούμε, είν’ οπωσδήποτε άλλο πράγμα, έχει άλλο συμβολισμό να τραγουδάς για «Τουρκοφάγους» στο πλαίσιο μιας φολκλόρ γιορτής για το ‘21, κι άλλο σε μια διαμαρτυρία ενάντια στη σημερινή Τουρκία. Κι η «απειλή» στον Μέρμηγκα λοιπόν, αυτό το «θα σε φάμε!» που ξεσήκωσε αντιδράσεις, μπορεί να μοιάζει ακίνδυνο σε μια συναυλία για την ελευθερία και τη δημοκρατία (γενικά κι αόριστα), αλλά πολύ επικίνδυνο σε μια διαμαρτυρία κόντρα στις αποφάσεις μιας συγκεκριμένης, ζωντανής κυβέρνησης. Σωστά; Ναι. Αλλά όχι.

Καταρχάς, όποιος θέλει να δει το πλαίσιο, πρέπει να το δει καθαρά κι ολόκληρο. Κινδυνεύουν σήμερα οι ελληνικές κυβερνήσεις (κάθε απόχρωσης) από κάποιου είδους ένοπλο ξεσηκωμό; Ας είμαστε σοβαροί. Η Ελλάδα βγήκε από 10 χρόνια κρίση για να βουτήξει και πάλι σχεδόν χωρίς ανάσα: αν υπήρξε ποτέ φόβος για συμμοριτοπόλεμο και πολιτοφυλακές, τα casus belli ήταν πολλά κι όλα τους τζούφια. Ευτυχώς. Ένα το κρατούμενο.

Ένα δεύτερο κρατούμενο που έχει την αξία του είναι τούτο: αν θες να κρίνεις το νόημα ενός τραγουδιού, πρέπει να το κρίνεις επίσης ολόκληρο. Για παράδειγμα, αναρωτιέμαι, όλοι αυτοί που στήσανε στον τοίχο την Τάνια για την τελευταία φράση του Λοΐζου, αναγνωρίζουν επίσης ότι ο Μέρμηγκας είναι κουφός; Αποδέχονται ότι τα βολεύει «μια χαρά»; Ότι τα μερμηγκάκια πολεμούν και πεινάνε; Να πάρω μιαν απάντηση, μερμηγκάδες μου, και συνεχίζουμε.

Για να τελειώνει ένα άρθρο που κανονικά δεν θα ‘πρεπε να ‘χει λόγο να γραφτεί, το ζήτημα είναι πολύ απλό και πολύ συγκεκριμένο. Η Τσανακλίδου ενόχλησε γιατί ακούστηκε. Γιατί η (δεδομένη) θεατρικότητα με την οποία τραγούδαγε κρατώντας στο χέρι το σκουφί της, έκανε το γύρο του διαδικτύου κι έφερε το θέμα των καλλιτεχνών στα μάτια και τ’ αυτιά ανθρώπων που στην τηλεόραση ελάχιστα το έχουν δει να παίζει σε δελτία κι εκπομπές. Ναι, η Τάνια έτσι έγινε επικίνδυνη. Προεκλογικά επικίνδυνη.

Συντονισμένα λοιπόν, ένα μάτσο τζιτζίκια κάναν τη δουλειά τους. Επιτέθηκαν, τιτίβισαν, κι η πιθανή επιτυχία της επίθεσης πατούσε και πατάει σ’ ένα πολύ απλό δεδομένο: στην Ελλάδα του Γκάτσου και του Βάρναλη, του Ελύτη και του Σεφέρη, του Άλκη Αλκαίου και του Μάνου Ελευθερίου, στην Ελλάδα των ποιητών, το τραγούδι είναι ο τραγουδιστής του. Χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς πλαίσιο κι ιστορίες. Κι η επίθεση αυτή θα ΄ταν απόλυτα επιτυχημένη, αν δεν είχε ξεχάσει αυτή τη λεπτομέρεια που γυρνάει το παιχνίδι: η Τσανακλίδου τραγούδησε σ’ ένα κοινό καλλιτεχνών. Κι αυτό το κοινό ξέρει. Αντιδρά στην άγνοια και τη βλακεία. Και θ’ αντιδρά, όχι μονάχα γιατί αξίζουν τα του στιχουργού τω στιχουργώ, αλλά κυρίως γιατί πρέπει κάποιος να κρατάει τα μπόσικα. Να τραβάει φρένο, προτού να γίνουμε η χώρα που θα ονομάζει στ’ αλήθεια πράκτορες του Ερντογάν αυτούς που τραγουδάνε Γκάτσο. Προτού. Ύστερα, γάμα τα: δεν αλλάζει. Κεμάλ, κοιμήσου…

Φωτογραφία: Μαρία Γαλάτη

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ