Πάμε, αλλά πού θα βγει;

Είναι αβάσταχτο, μια έκφραση που παραπέμπει τόσο αυθεντικά στην ελευθερία και την ανεμελιά να σχετίζεται με ένα γεγονός που σημαίνει την απόλυτη στέρησή τους: τον άδικο θάνατο, ή μάλλον, το έγκλημα.

* Γράφει η Κατερίνα Μπουγδάνη

Πάμε, αλλά πού θα βγει;
ΠΡΟΒΟΛΗ

«Πάμε και όπου βγει». Μια υπέροχη φράση συμπυκνωμένης ουτοπίας, ένα κάλεσμα αισθηματικής περιπέτειας μεταξύ ερωτευμένων και φίλων, η ρομαντική ανάγκη για περιπλάνηση, η αποκάλυψη ενός τυχοδιωκτικού πνεύματος έξω από βιολογικά και κοινωνικά καλούπια. 

Είναι αβάσταχτο μια έκφραση που παραπέμπει τόσο αυθεντικά στην ελευθερία και την ανεμελιά να σχετίζεται με ένα γεγονός που σημαίνει την απόλυτη στέρησή τους: τον άδικο θάνατο, ή μάλλον, το έγκλημα. Ναι, είναι εξίσου πιθανό και απίθανο αυτές οι φράσεις να ανήκουν στ’ αλήθεια σε ένα από τα δεκάδες τραγικά πρόσωπα της νύχτας της 28ης Φεβρουαρίου, τον σταθμάρχη της Λάρισας. (Ο Πρόεδρος των Σταθμαρχών του ΟΣΕ υποστηρίζει ότι πρόκειται για παραπληροφόρηση.) Το μόνο βέβαιο, αυτό που επιβεβαιώθηκε με τόση βία για ακόμα μία φορά, είναι ότι αυτή η φράση θα μπορούσε να αποτελεί μότο της χώρας όπου ζούμε -από τύχη-, σύνθημα ενός υποθετικού θυρεού, στίχος από τον εθνικό μας ύμνο. Κι αυτό δεν υποδηλώνει καμιά ελευθεριότητα ή ανεμελιά, αλλά μια τάση για περιπέτεια, την 200ετή περιπέτεια ενός κράτους που διαγράφει μια σπειροειδή τροχιά προς την καταστροφή χωρίς να σταματά και να αλλάζει ρότα, ακόμα και όταν την πετυχαίνει.

Ο σταθμάρχης της Λάρισας έκανε ένα μοιραίο λάθος που έστειλε στον θάνατο δεκάδες ανθρώπους, αλλά δυστυχώς είναι ο τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα πολύ μακριά και σκουριασμένη. Θα ήταν σχεδόν «ευτύχημα» το μοναδικό μελανό σημείο σε αυτή την ιστορία που βούλιαξε ξαφνικά τόσες οικογένειες στη δυστυχία να ήταν το ασυγχώρητο σφάλμα ενός υπαλλήλου στη βάρδιά του. Ο διαβαθμισμένος επιμερισμός της ευθύνης σε πολλά πρόσωπα είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να συζητάμε καν. Το μοιραίο δυστύχημα, όχι μόνο για τους ανθρώπους που χαθήκαν τόσο άδικα αλλά και για όλους εμάς, κρύβεται σε μια φράση που ξέρουμε με σιγουριά ότι ειπώθηκε, τη σοκαριστική αποκάλυψη του Προέδρου των Μηχανοδηγών του ΟΣΕ, Κώστα Γενιδούνια, σχετικά με το ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου κυκλοφορίας των τρένων. «Δεν λειτουργεί». 

Και αλίμονο να ήταν μόνο αυτό. Σε αυτή τη χώρα δεν λειτουργεί πλέον τίποτα, όσο γραφικό και αν ακούγεται αυτό. Υπάρχει η μόνιμη επωδός, που κατά κάποιο τρόπο έχει περάσει στο εθνικό dna ως ακλόνητο ιστορικό άλλοθι, ότι η χώρα είναι φτωχή. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια, που κρύβει τεχνηέντως την άλλη μισή. Κανείς δε νοιάζεται, αυτή είναι η πραγματικότητα. Και όσο περνάει ο καιρός, η πραγματικότητα αυτή ολοένα και αγριεύει. Μας έχουν αφήσει να ψοφάμε σε νοσοκομεία που δεν μπορούν να μας γιατρέψουν, να μένουμε αδαείς και αγράμματοι σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που κυριολεκτικά δεν λειτουργεί -με τρόμο σκέφτομαι τι γράμματα έχουν μάθει τα παιδιά όλων των ηλικιών τα τελευταία 3 χρόνια- να πεινάμε, να κρυώνουμε, να μένουμε άστεγοι, γιατί η αγορά είναι πάνω απ’ όλα και πρέπει να αυτορυθμίζεται χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις. Και λέγοντας «μας» δεν εννοώ τους Έλληνες εν γένει, δεν είναι φυλετικό το ζήτημα, αλλά τους πολίτες που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα σε ένα αδηφάγο οικονομικό σύστημα. Εμάς θυσιάζουν στον βωμό του κέρδους. Ο νεοφιλελευθερισμός να «κερδάει», μαζί με την άλλη αδιανόητη παθογένεια που κατατρώει τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας, το διαπλεκόμενο, πελατειακό κράτος, και όλα τα υπόλοιπα ας γίνουν παλιοσίδερα.

Απ’ ότι φαίνεται, κανείς δεν έχει όραμα να δει τη χώρα να προκόβει και να αναδεικνύεται στο παγκόσμιο στερέωμα. Με πίκρα και απογοήτευση αναλογίζομαι, ενόψει των επερχόμενων εκλογών, ότι όποιος κι αν έρθει στην εξουσία, όσο τίμιες προθέσεις κι αν έχει, δεν θα καταφέρει και πολλά. Αφενός γιατί η ζημιά είναι ήδη τεράστια, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να ανακάμψουν -όχι μόνο σε υλικό, αλλά και σε ηθικό και πνευματικό επίπεδο. Αφετέρου, θα χρειαζόταν ακλόνητη πολιτική βούληση η αλλαγή την οποία έχει ανάγκη ο τόπος για να γλιτώσει από τον θάνατο, βιολογικό και ιστορικό. Ποιος θα είχε τα κότσια να ξηλώσει και να ξαναχτίσει από το μηδέν, να βάλει τη χώρα πάνω σε καινούργιες ράγες; Ακόμα και εμείς οι ίδιοι, προτρέπουμε τα παιδιά μας να φύγουν· η απόλυτη παραδοχή ήττας, η απόλυτη άρνηση να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, να παλέψουμε για να την αλλάξουμε.

Και με αυτό το κομμάτι θα ήθελα να κλείσω, αυτό που μας κατατρώει κάθε φορά, τη δική μας αντίδραση. Είμαστε μουδιασμένοι, άβουλοι. Όχι μόνο τώρα που μας καταπίνει το πένθος, η απελπισία και η βουβή οργή. Κουβαλάμε την κούραση πολλών ετών. Και ίσως πολλοί από αυτούς που παίρνουν αποφάσεις για τις ζωές μας να ποντάρουν σε αυτό. Όμως τα πράγματα δεν θα παραμείνουν έτσι για πάντα. Αν δεν αλλάξει σύντομα αυτή η κατάσταση, αν συνεχίσουν να απαξιώνονται με τόση ευκολία ζωές, ένα τυφλό κύμα βίας θα πνίξει τη χώρα. Είναι ένας κίνδυνος υπαρκτός, ίσως και ιστορικά αναπόφευκτος και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι επιπτώσεις θα έχει.

Ίσως για κάποιους αυτό να αποτελεί λύση. Όσο πιο πολύ συνηθίζεις το χάος, τόσο το επιθυμείς. Δεν ξέρω. Για εμένα, αν σε αυτή την τόσο άσχημη συγκυρία υπάρχει ακόμα κάτι που μπορώ να οραματίζομαι, είναι ένας κόσμος σαν κι αυτόν του Ανδρέα, του Άγγελου, όλων των παιδιών που πέφτουν στη φωτιά για να σε σώσουν χωρίς να το πολυσκεφτούν. Που πάνε και πάντα βγάζει κάπου καλά.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ