Φαντάσου αστυνόμους υπέρ μιας διαδήλωσης… Μπορείς;

Χθες βράδυ, η είδηση απογείωσε απρόσμενα το συναίσθημά μου: Γάλλοι αστυνομικοί βγάζουν τα κράνη τους και βαδίζουν χειροκροτούμενοι πλάι στον κόσμο της πορείας. Μες στο συγκινημένο μου ενθουσιασμό, η φωνή της λογικής δεν μ’ άφηνε να χαρώ: γίνονται αυτά;

Φαντάσου αστυνόμους υπέρ μιας διαδήλωσης… Μπορείς;
ΠΡΟΒΟΛΗ

Σήμερα το πρωί, η πληροφορία προσγείωσε αναμενόμενα την ελπίδα μου: οι Γάλλοι αστυνομικοί βγάζουν τα κράνη τους για να μην προκαλέσουν το πλήθος, καθώς συνοδεύουν τους συλληφθέντες. Ο κόσμος χειροκροτά ειρωνικά. Μες στην ασφάλεια της επιστροφής στα συνηθισμένα, η φωνή μιας ελπίδας δεν μ’ αφήνει ν’ απελπιστώ: σίγουρα;

Δεν έχω ακόμα πληροφορηθεί με βεβαιότητα τι απ’ τα δύο συνέβη χθες, όμως εκείνο που έτσι κι αλλιώς μ’ απασχολεί είναι γραμμένο με πλάγια γράμματα στις παραπάνω παραγράφους. Γίνονται αυτά; Επιστροφή στα συνηθισμένα. Γίνετ’ ένα σώμα ένστολο να συμμετάσχει σε μια λαϊκή κινητοποίηση; Συνήθως δεν γίνεται. Ποτέ δεν γίνεται. Δεν γίνεται. Γιατί δεν γίνεται;

Τα Χριστούγεννα του 1914, ο Ά Παγκόσμιος βρίσκει κάπου στο Βέλγιο, Γερμανούς και Αγγλογάλλους να πολεμούν μοιράζοντας νεκρούς και τραυματίες. Ο πάπας ζητάει ανακωχή την ιερή μέρα των χριστιανών, οι στρατηγοί δίνουν σαφείς εντολές για συνέχιση της μάχης. Οι Γερμανοί στρατιώτες αφήνουν τα τουφέκια τους κι εύχονται στους “εχθρούς” Καλά Χριστούγεννα στ’ αγγλικά. Οι Αγγλογάλλοι αφήνουν τα τουφέκια τους και δίνουν στους “εχθρούς” τσιγάρα και σοκολάτες. Παίζουν ποδόσφαιρο, τραγουδάνε, μάλλον κλαίνε που αύριο θα ‘ναι μια καινούρια μέρα και πέφτουν για ύπνο με προσευχές για να βρεθούν στη μέρα της Μαρμώτας. Ο πόλεμος φυσικά συνεχίστηκε κανονικότατα, και θέρισε, και σάρωσε, κι οι Γερμανοί σκότωσαν Άγγλους, κι οι Γάλλοι σκότωσαν Γερμανούς. Όμως εκείνη τη μέρα, μπροστά σε μια γιορτή που σηματοδοτεί την ελπίδα, άνθρωποι ανίκανοι να πουν για πάντα όχι σ’ εγκληματικές διαταγές, είπανε όχι στιγμιαία κι ανακάλυψαν ότι ο “εχθρός” είν’ άνθρωπος. Ένας εχθρός που χθες μου σκότωσε το φίλο, ένας εχθρός που αύριο θα του σκοτώσω εγώ το σύντροφο, έγινε σήμερα συμπαίκτης, σύντροφος και φίλος. Η παραπάνω ιστορία έχει φουσκώσει όπως οι θρύλοι, μα παραμένει αληθινή.

Κι επανέρχομαι στο σήμερα ν’ αναρωτηθώ: Αν ο εχθρός στον πόλεμο μπορεί να γίνει φίλος για μια μέρα, πώς στην ευχή δεν το μπορεί ο “επαγγελματικός αντίπαλος” να γίνει συναγωνιστής σ’ ένα σωστό αγώνα; Γιατί να ‘ναι πια τόσο απίθανο αυτό;

Οι Γάλλοι δεν αντιστέκονται σε μια μεταρρύθμιση. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι τους νοιάζουν οι συντάξεις τους, όμως ας είμαστε σοβαροί: δε βγήκανε στο δρόμο άνθρωποι σ’ εκατομμύρια για τα δυο χρόνια του συνταξιοδοτικού. Βγήκανε γιατί βλέπουν το παιδί τους, το διαχρονικό τους κληροδότημα στη Γηραιά Ήπειρο να γίνεται μαριονέτα στα χέρια ενός «l’état c’ est moi» προέδρου. Βγήκαν γιατί η μεταρρύθμιση περνάει με το έτσι θέλω, πιάνει το φεγγίτη του συντάγματος και τον κάνει μπαλκονόπορτα, φτύνει στο πρόσωπο το κοινοβούλιο και νομοθετείται μόνη της, κερνώντας παντεσπάνι το διαφωτισμό. Μπροστά σ’ αυτή την αδιαμφισβήτητη καταπάτηση του πολιτεύματος, πώς είναι ακόμα τόσο δύσκολο να το πιστέψεις και να το πιστέψω ότι μπορεί μια χούφτα ένστολοι να σταθούν απ’ τη μεριά της διαμαρτυρίας;

Κάποιοι θα πούνε: φόβος. Κοινωνίες που “επιτρέπουν” στην αστυνομία ν’ αυτομολεί στο άλλο στρατόπεδο, είναι κοινωνίες καταδικασμένες στο χάος και τη βία του “μπάχαλου”. Αν θέλετε τη γνώμη μου, μπούρδες! Ένας αστυνομικός χωρίς συνείδηση, είν’ ένας αστυνομικός επικίνδυνος. Κι ένας αστυνομικός που αρνείται, δεν μπορεί ή δεν αντέχει να σταθεί απέναντι στα αίσχη του Μακρόν, έχει συνείδηση νεκρή, φυλακισμένη ή εξόριστη. Έχει συνείδηση απούσα, κι άρα δεν έχει συνείδηση, μ’ ευθύνη του ή χωρίς.

Κάποιοι άλλοι θα πουν: πεποίθηση. Η αστυνομία είναι το χέρι της εξουσίας, μαθαίνει να είναι κι άρα δεν γίνεται να στέκει απέναντι. Όμως δεν είν’ έτσι. Η αστυνομία πρέπει να είναι το χέρι του συντάγματος, το χέρι της δημοκρατίας, ο εγγυητής της ασφάλειας στον ελεύθερο πολίτη. Ειδάλλως αποδέχεσαι ότι εκπαιδεύεις χέρια του κάθε πιθανού πραξικοπήματος.

Στο φινάλε λοιπόν, ναι, είν’ αδιανόητη εικόνα ο ένστολος να βαδίζει πλάι στο διαμαρτυρόμενο. Θυμίζει την ανυπαρξία του Γκόθαμ ή την αθωότητα του νησιού της Ουτοπίας. Όμως, φίλε μου, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. “Αν μπορείς να φανταστείς κάτι, τότε είν’ αληθινό” έλεγε ο Πικάσο. Αν δεν μπορείς;

Μη γελιέσαι. Η αδυναμία του αστυνομικού να μου εμπνεύσει το ενδεχόμενο, η αδυναμία η δικιά μου να φανταστώ δέκα Σέρπικο ανάμεσα σε χίλιους Ράμπο,  αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Η σημερινή -κι ίσως διαχρονική- ανυπαρξία των Σέρπικο μέσα σε σώματα που εσωτερικεύουν εχθρούς κι αρνούνται χριστουγεννιάτικες ανακωχές, αυτό είναι το απότοκο που δεν θέλουμε ν’ αλλάξουμε. Κι άρα που δεν μπορούμε να νικήσουμε.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ