Βλέπεις παντού συνωμοσίες; Λογικό, αφού ακούς συνέχεια ψέματα!

Μια μηχανή μπαίνει σε αντίθετο ρεύμα. Δύο αυτοκίνητα πέφτουν επάνω της. Ο οδηγός πεθαίνει. Μέχρι στιγμής έχουμ’ ένα τροχαίο δυστύχημα χωρίς αμφιβολία. Όμως…

Βλέπεις παντού συνωμοσίες; Λογικό, αφού ακούς συνέχεια ψέματα!
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ο οδηγός είναι ο διευθυντής κυκλοφορίας του ΟΣΕ. Κι ιδού: ένα σχεδόν βέβαιο δυστύχημα, μια στιγμή κι οκτώ λέξεις μετά, είναι πια μια πιθανότατη δολοφονία. Όχι μονάχα για συνωμοσιολόγους κι αλχημιστές της λογικής, μα για το μέσο Έλληνα (κι ομολογώ, για μένα που γράφω αυτές τις αράδες).

Η ιδέα της δολοφονίας άρχισε να φυτρώνει και να ποτίζεται με τα συνήθη κλισέ των ταινιών του political thriller: “Να του κλείσουν το στόμα”, “Ήξερε πολλά”, “Παίζονται παιχνίδια”, “Παρακράτος”, “Μαφία”, “Εκτέλεση”. Ο διευθυντής γίνεται εξ ιδιότητος ένας Αλέκος Παναγούλης του σήμερα, και το καφενείο βουλιάζει στη μοιρολατρία της συζήτησης περί “σκοτεινών κέντρων που κινούν τις μαριονέτες”. Άλλωστε, ας μην κρυβόμαστε, υπάρχει κακό προηγούμενο.

Απ’ τον συγχωρεμένο τον ήρωα Παναγούλη κιόλας, τα ύποπτα δυστυχήματα στην Ελλάδα είναι πολλά. Άλλες φορές εκτεθειμένα σε πολλές λογικές απορίες, άλλες φορές παραφουσκωμένα απ’ την ανάγκη του καφενείου να τα καλοβράζει σαν καφέ στο μπρίκι. Στο φινάλε ωστόσο, ποιος μπορεί να τους πει ότι έχουν άδικο; Αν οι συμπτώσεις είναι αρκετά μεγάλες για να κρύβουν από πίσω το Θεό ή τη μοίρα, γιατί να μη μπορούν να κρύψουν κι ένα οργανωμένο έγκλημα; Ποιος υπάρχει που μπορεί να το αμφισβητήσει; Κανείς!

Ναι, τέλος πάντων, υπάρχει ένας… Ένας καλόγερος μ’ ένα ξυράφι…

Τον έλεγαν Γουλιέλμο και γεννήθηκε πριν από εφτακόσια χρόνια στο Όκαμ της Αγγλίας. Κι αν τον θυμόμαστε για κάτι, αυτό είναι το περίφημο ξυράφι του. Μια λογική αρχή που δηλώνει απερίφραστα πως: “Κανείς δεν θα πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες απ’ όσες απαιτούνται για να εξηγήσουν πλήρως μια κατάσταση”. Ούτως ειπείν, χωρίς παραπάνω στοιχεία, η απλούστερη εξήγηση είναι πάντα η σωστή. Κι εν προκειμένω, στοιχεία δεν έχουμε, έρευνα προς το παρόν δεν υπάρχει, η σωστή απλούστερη απάντηση πρέπει να μιλάει για τροχαίο δυστύχημα. Ειδάλλως αρχίζει μια παράνοια χωρίς αρχή και τέλος.

Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν που στ’ αλήθεια αξίζει να μας προβληματίσει τη δεδομένη στιγμή, δεν είναι αν ο διευθυντής δολοφονήθηκε. Είναι γιατί, πώς και με τι γενεσιουργό αιτία νιώσαμε όλοι την ανάγκη να πιστέψουμε ότι πράγματι δολοφονήθηκε. Γιατί γεννήθηκε στο μυαλό μας ως πιθανότερο σενάριο η άκρως κινηματογραφική και δύσκολη στην οργάνωση δολοφονία, παρά ένα κλασικό και (δυστυχώς) τόσο σύνηθες δυστύχημα δρόμου. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, είναι το αληθινό πρόβλημα του μέσου πολίτη σήμερα.

Ανασφάλεια. Όχι μόνο για το μισθό που δεν φτάνει, όχι μόνο για τη διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ, όχι μόνο για τα τρένα που πάνε στις ίδιες ράγες, μα και για έναν υπόκοσμο με μακριά πλοκάμια. Η πιο μεγάλη αποτυχία της ελληνικής διακυβέρνησης, είναι αυτή: ο συλλογικός φόβος, όχι για τα ορατά προβλήματα της καθημερινότητας, μα και για το μπαμπούλα κάτω απ’ το κρεβάτι. Η αδυναμία της κυβέρνησης ν’ ανάψει τουλάχιστον το φως στο δωμάτιο και να πείσει τον πολίτη ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια εκείνος ο μπαμπούλας. Ότι το θρίλερ είναι “σινεμάς” κι όχι μια πραγματική συνθήκη. Κι ότι το μακρύ χέρι του Μεγάλου Αδερφού είν’ από άλλο ανέκδοτο κι από άλλη εποχή.

 Είναι τόσο ισχυρός αυτός ο φόβος; Είναι. Κι είναι ακριβώς γιατί είν’ αόρατος. Δεν έχει καθαρή εικόνα, κι άρα μπορεί να παίρνει χίλιες εξηγήσεις. Κι ας είμαστε ειλικρινείς: Ο Όκαμ και το Ξυράφι του είναι μια πολυτέλεια ανθρώπων που σκέφτονται με σχετική νηφαλιότητα σε καθεστώς (τουλάχιστον φαινομενικής) ασφάλειας. Ένας πολίτης που δεν θυμάται πια τι στάδιο του πένθους ξαναπερνάει ετούτη τη βδομάδα, δεν πείθεται από ψύχραιμους καλόγερους. Η ανάγκη του να πιστέψει σε τέρατα και πλοκάμια δε ματώνει από νοητικές λεπίδες. Αυτός ο άνθρωπος για να πειστεί χρειάζεται απαντήσεις. Πραγματικές απαντήσεις. Χρειάζεται το φως και κάποιον να του δείξει κάτω απ’ το κρεβάτι. Ποιος θα μπορέσει; Ποιος θα θελήσει;

Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια απ’ τη δολοφονία του Σωκράτη Γκιόλια. Έχουν περάσει ήδη τρία απ’ τη δολοφονία Καραϊβάζ. Ένοχος; Προς το παρόν, ουδείς. Στην ιστορία των υποκλοπών είδαμε τους βασικούς μάρτυρες να επικαλούνται “απόρρητο” μπροστά σε επιτροπή της βουλής και πίσω από κλειστές πόρτες. Το δράμα των Τεμπών ξεκίνησε με “ανθρώπινο λάθος” και συνεχίστηκε με “και τι θέλατε να κάνει ο υπουργός;”.

Στο παιδικό δωμάτιο του Έλληνα πολίτη οι λάμπες σβήνουν η μια μετά την άλλη. Κι εκείνος σφίγγει το πάπλωμα νιώθοντας τέρατα στον αέρα και βλέποντας σχήματα στις σκιές.

Ποιος να τον κατηγορήσει; Εγώ δεν μπορώ. Μεταξύ μας, ούτε κι ο Όκαμ…

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ