Το πρώτο Πάσχα που η μάνα δεν θα πει: «Έλα με τρένο…»

Ο Ηλίας Γεροντόπουλος γράφει για την πληγή που άνοιξε στον ελληνικό σιδηρόδρομο. Πληγή που δεν πρόκειται να κλείσει απλώς με νέα συστήματα, με διαβεβαιώσεις και με δύο σταθμάρχες σε κάθε σταθμό. Η κοινωνική πληγή του πένθους άφησε σημάδι για πάντα.

 Το πρώτο Πάσχα που η μάνα δεν θα πει: «Έλα με τρένο…»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια. Μεταξύ μας, η πρώτη φορά ολάκερης της ζωής μου. Η πρώτη φορά που πλησιάζοντας γιορτές, η μάνα μου δεν είπε την ατάκα της. Εκείνη που σταθερά, με τη συνέπεια Φώσκολου της γράφει το ένστικτό της από τότε που έφυγα πρώτη φορά για τις σπουδές μου στην Αθήνα. Δεν είπε αυτό το: “Πού να οδηγείς βραδιάτικα [εσύ ή οι οδηγοί του ΚΤΕΛ]… Είν’ επικίνδυνη η εθνική! Με τρένο έλα, που είναι σίγουρο”. Δεν το είπε.

Μου χτύπησε άσχημα το κενό της μαμαδίστικης υπερβολής. Κι ήταν άσχημη συνειδητοποίηση, ακριβώς επειδή δεν προέκυψε απ’ την ξαφνική ωρίμανση του μητρικού φίλτρου, ούτε από κάποιου είδους εμπιστοσύνη στις οδηγικές μου ικανότητες. Προέκυψε απ’ τη βίαιη ανατροπή της ίδιας της φράσης. Το τρένο ήταν το μόνο σίγουρο μέσο. Δεν είναι πια. Ως πότε;

Είναι κάποιου είδους κοινή παραδοχή ψυχιάτρων, φιλοσόφων, οικονομολόγων, φυσικών, λαϊκής σοφίας: είτε μιλάμε για ντοπαμίνη, είτε για στρεβλά επιχειρήματα, είτε για οικονομικές κρίσεις, είτε για κίνηση σωμάτων, είτε για τον κότσιφα που τον λέγαν Σταύρο, όσο πιο μεγάλη είναι η άνοδος, τόσο πιο βίαιη είναι η πτώση. Κι όσο πιο βίαιη η πτώση, τόσο πιο δύσκολη η εμπιστοσύνη σε νέα άνοδο. Ούτως ειπείν, η πληγή που άνοιξε στον ελληνικό σιδηρόδρομο, δεν πρόκειται να κλείσει απλώς με νέα συστήματα, με διαβεβαιώσεις και με δύο σταθμάρχες σε κάθε σταθμό. Η κοινωνική πληγή του πένθους άφησε σημάδι για πάντα, κι η σοκαρισμένη κοινωνικής εμπιστοσύνη θ’ αργήσει πολύ να ξεχάσει αυτό το σημάδι. Θ’ αργήσει πολύ να πάψει να το βλέπει. Ο σημερινός φόβος του πολίτη για το τρένο, είναι άλλη μια ψυχική ασθένεια. Η ασθένεια μιας ψυχής που, έτσι κι αλλιώς, ζει δεκαετίες τώρα κάνοντας πλάκα για την επιβίωσή της.

Δεν είναι κρυφό: ο Έλληνας γελάει με τα χάλια του κράτους. Κι αν δεν το ‘κανε, πιθανώς θα ‘χε πέσει ομαδικά σ’ αληθινή κατάθλιψη κι οι κρίσεις πανικού θα ‘ταν η ξεχωριστά δική του πανδημία. Αν το καλοσκεφτείς, ο Χάρρυ Κλυνν, ο Τζίμης Πανούσης, ο Λάκης Λαζόπουλος (στα χρυσά του χρόνια), ο Κανάκης με τον Καλιβάτση, οι ελληνικές ταινίες του ‘60 και του ‘70 με το Μαυρογυαλούρο και το Γκόρτσο, τι έκαναν; Γελούσαν με τα χάλια ενός κράτους που αφήνει τους πολίτες του απροστάτευτους. Χωρίς δρόμο, χωρίς γεφύρι, χωρίς καράβι, χωρίς φρένα και συστήματα στο τρένο. Ήταν μια μικρή εκδίκηση κωμωδίας για ένα λαό που ζούσε από τύχη. Κι αυτό το από τύχη, ήταν ως σήμερα το χάσταγκ των σόσιαλ μίντια, το τσιτάτο και το αστειάκι σε κάθε μικρή καταστροφή. Βρέχει; Από τύχη ζούμε. Χιονίζει; Από τύχη ζούμε. Πιάνει φωτιά; Από τύχη ζούμε. Συγκρούονται δυο τρένα όμως, και παύουμε να ζούμε. Τέλος το αστείο.

Βλέπεις, το γέλιο μπροστά σε καταστάσεις άσχημες, είναι συχνά μια άμυνα. Καθησυχάζεσαι που αυτό δεν έγινε στ’ αλήθεια, που δεν είχε θύματα, που δεν θα μπορούσε να συμβεί σε σένα. Μόνο που εδώ έγινε στ’ αλήθεια, κι είχε θύματα, και θα μπορούσε να συμβεί στον κάθε άνθρωπο που ζει απ’ την Αθήνα ως τη Θεσσαλονίκη. Κάθε τρένο είναι πια επικίνδυνο. Κάθε παιδί σε τρένο είναι πια το παιδί σου. Κι η εθνική οδός ξάφνου δεν μοιάζει τόσο επικίνδυνη. Έχει τιμόνι, στρίβει, γλυτώνεις. Οι ράγες είναι θάνατος: άμα και μπεις στη λάθος γραμμή…

Οι ράγες ήταν η ασφάλεια του τρένου. Οι ράγες έγιναν ο κίνδυνος του τρένου. Κι αυτό το σοκ της μετατροπής, της ανατροπής, της αποκάλυψης, είν’ ένα σοκ που δεν ξεπερνιέται εύκολα. Τη σοκαριστική ανατροπή σε μια ταινία, μπορεί να την κουβαλάς μέσα σου μια βδομάδα. Τη σοκαριστική ανατροπή σε μια πραγματικότητα, μπορεί να την κουβαλάς μέσα σου μια ζωή. Τη σοκαριστική επιβεβαίωση του μακάβριου αυτοσαρκασμού μας; Το τραύμα κλείνει αργά, κι επώδυνα, κι αναρωτιέσαι αν όντως κλείνει.

Δεν έχω αμφιβολία, ωστόσο: ο καιρός κυλάει σαν το νερό, κι ύστερα από πολύ νερό θα ξαναπούν μανάδες για το τρένο που ‘ναι σίγουρο. Σίγουρο πια. Θα είναι όμως;

Για ν’ απαντήσεις σ’ αυτό, μη σκέφτεσαι το τρένο. Σκέψου τις εκλογές που πλησιάζουν. Το τρένο φτιάχνεται, κι άμα φτιαχτεί ξαναχαλάει. Εκτός κι αν κάποιος δεν το αφήσει. Αν κάποιος ενδιαφερθεί για σένα, τον ταξιδιώτη, τον πολίτη, τον ψηφοφόρο, τον άνθρωπο και τη ζωή του. Το ποιος θα ‘ναι αυτός, δεν είναι δική μου δουλειά να στο διαλέξω. Είναι όμως δική μου δουλειά να σου θυμίσω: όποιος και να ‘ναι, δεν πρέπει να τον αφήσεις να συνεχίσει το παραμύθι του υπουργού χωρίς ευθύνη. Του πρωθυπουργού που δεν γνωρίζει τίποτα. Του θεσμικού άρχοντα που κρίνεται απ’ τον πολίτη και την ψήφο, ακόμα κι αν έχει (ή θα ‘πρεπε να έχει) ποινικές ευθύνες. Γιατί τα Τέμπη δεν ήταν ένα τραγικό δυστύχημα. Ήταν μια υπουργική αδιαφορία μ’ εβδομήντα θύματα, και μια ομιλία στη Βουλή γεμάτη ψέματα μ’ ενδεχόμενο δόλο.

Έτσι κλείνουν τα συλλογικά τραύματα. Κι ένα είναι μόνο σίγουρο: Το ζούμε από τύχη, ποτέ δεν κρατάει για πολύ. Το ερώτημα είναι ποια απ’ τις δυο πλευρές της φράσης θ’ αποφασίσεις να κρατήσεις

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ