Είναι ο βασιλευτισμός, ηλίθιε...

Κλεισμένος σ’ ένα καταφύγιο για να γλυτώσω τους βομβαρδισμούς εικόνων και ειδήσεων για την ενθρόνιση του Τσάρλι, περνούσα ώρες να σκέφτομαι πώς γίνεται κι ακόμα σήμερα, ο Θεός συνεχίζει να σώζει τους βασιλιάδες. Κι ο καιρός δεν είναι διόλου δύσκολος για πρίγκιπες…

Είναι ο βασιλευτισμός, ηλίθιε...
ΠΡΟΒΟΛΗ

Λες να ‘ναι η πόκα; Μήπως η ντάμα; Μην είν’ το τάβλι με τις πόρτες και το φεύγα του; Όχι, όχι, τίποτ’ απ’ αυτά. Από τα χρόνια του Μεσαίωνα κιόλας, παιχνίδι για βασιλιάδες, παιχνίδι βασιλέων ήτανε μοναχά το σκάκι. Το παιχνίδι του στρατεύματος, και της στρατηγικής, και του παραμυθιού με τα δυο αδέλφια που (σε μιαν ανατολίτικη επανάληψη του Επτά Επί Θήβας) αλληλοσκοτώθηκαν, κι η μάνα τους η έρμη πάλευε ν’ αλλάξει την ιστορία παίζοντας και ξαναπαίζοντας τη μάχη επαναληπτικά επάνω στη σκακιέρα. Ε, λοιπόν, με κάθε σεβασμό στην ανατολή της Σεχραζάτ και στη δύση του Βοκάκιου, η αλήθεια είναι πως, τουλάχιστον όσον αφορά το βασιλιά του, ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία μας το σκάκι δεν εγνώρισε τόσον ωμό ρεαλισμό όσο στο σήμερα.

Θέλω να πω, ναι, μονάρχης κληρονομικός, και άδικος, κι ανάλγητος, και τρομερός φραγκοφονιάς (κυριολεκτικά!), ο άναξ του χθες ήταν τουλάχιστον αυτός που έπαιρνε τις αποφάσεις. Αυτός που πέταγε το γάντι, ξέθαβε το τσεκούρι, όριζε την ειρήνη και τον πόλεμο. Και τέλος πάντων, έτσι έμειναν και μερικοί στην ιστορία, ας πούμε να: ο Καρλομάγνος, ο Δαβίδ, ο Μεγαλέξανδρος κι ο Καίσαρας. Διόλου τυχαία δεν τους διάλεξα, είναι οι τέσσερις Ρηγάδες της τράπουλας, κι άρα τουλάχιστον βαριά χαρτιά, σου δίνουν χέρι, κερδίζουν την παρτίδα (μέχρι να ‘ρθει ο λαός να παίξει ρέστα με τους άσσους του). Ο βασιλιάς του σήμερα όμως, είπαμε: ούτε στην πόκα, ούτε στο μπριτζ – στο σκάκι. Άχρηστος, ανίκανος, υπερπροστατευμένος, κι όλοι ωστόσο ν’ ασχολούνται με την πάρτη του!

Θα ‘ταν για γέλια, συμφωνώ, μόνο που αντίθετα μ’ όσα συμβαίνουνε στο σκάκι, ο βασιλιάς στις δημοκρατίες έχει μια μόνη μα ισχυρή διαφορά. Σ’ αντίθεση με το πιόνι του σαχ που, μαύρο ή λευκό, κοστίζει και κοστολογείται πάνω-κάτω όσο και τ’ άλλα, ο βασιλιάς ανάμεσα σ’ ανθρώπους κοστολογείται και κοστίζει όσο χωριά ολόκληρα και πόλεις που πεινάνε. Κι αυτό δεν είναι τόσο αστείο, αν με πιάνεις…

Βέβαια, ο καπιταλισμός έχει απάντηση εύκολη σ’ αυτό. Την ίδια που αποκρίνεται κι όταν του λες για μπαλαδόρους, για τραγουδίστριες και γι’ αρτίστες του θεάματος. “Αν φέρνει πιο πολλά απ’ όσα κοστίζει, αξίζει”. Κι εγώ που κάθετα διαφωνώ μ’ αυτό, αναρωτιέμαι ωστόσο: Διάολε, τα φέρνει;

Μάλλον απίθανο, αν αναλογιστεί κανείς ότι τους θρέφει η χώρα μια ζωή, για δέκα εκδηλώσεις. Όμως ας πούμε ναι, τα φέρνει. Ας πούμε ότι δεν είναι οι Κάρολοι κι οι Βέτες λαμπερά παράσιτα, φανταχτερά απολιθώματα ενός κόσμου που (δεν) έχει αλλάξει. Ας πούμε ότι είναι συμμετέχοντες ενός θεάματος δισεκατομμυρίων, που ‘ναι και κοστολογημένο, κι επικερδές, και αγελάδα ιερή που την αρμέγεις λίρες. Η επόμενη ερώτηση γεννιέται από μόνη της: γιατί;

Ο μπαλαδόρος βάζει γκολ, η αρτίστα τραγουδάει, ο βασιλιάς καημένε μου, που ‘κατσες, στήθηκες μπροστά στην τηλεόραση για να τον δεις που του φορούσανε κορόνα στο κεφάλι, τι σου προσφέρει; Τι θέαμα είν’ αυτό που αξίζει από το χρόνο σου, ένας χαζοβιόλης που του φοράνε στο κεφάλι μια φανταχτερή καπελαδούρα, όχι για κάτι που ‘κανε, αλλά γιατί γεννήθηκε γιος της μαμάς ή του μπαμπά του; Πώς διάολο σε συγκινεί, σε θρέφει, πώς στην ευχή γεμίζει τη ζωή σου αρκετά αυτό, ώστε ν’ αξίζουν κοστολογημένα ένα σμάρι ανίκανοι το παντεσπάνι τους με το χρυσό κουτάλι; Μην απαντάς, υπάρχει απάντηση όμως ούτε που θα τη βρεις, ούτε και θα σ’ αρέσει. Δεν είν’ αγένεια, είναι σκέτος ρεαλισμός: είσαι ηλίθιος. Ο ίδιος ηλίθιος που αντί να ψάξει τρόπους για συμμετοχή, αντί να βρει ευκαιρίες για εξέλιξη στο πνεύμα και στο νου του, προσμένει ηγέτες γεννημένους, χαζεύει τα καπέλα που κοστίζουν όσο το γάλα ενός παιδιού στην Αφρική, πενθεί για το χαμό γερόντων που ‘ζησαν χαρισάμενη ζωή, και κλαίει από χαρά μπροστά στη στέψη ενός καλοβαλμένου βουτυρομπεμπέ. Ή ίσως να τον κοροϊδεύει. Ίσως να κάθισες στην τηλεόραση για να γελάσεις με τον Τσάρλι και τ’ αυτιά του, με την Καμήλα (που απλώς έχει το όνομα του συμπαθούς τετράποδου), με τους γαλαζοαίματους που ‘ναι “χαζούληδες”, χωρίς να σκέφτεσαι πως έτσι, αυτοί διπλά γελάν και ξεκαρδίζονται μαζί σου.

Όμως αυτός είσαι. Δικαίωμά σου; Φυσικά. Στενόχωρο, μα τι να γίνει; Στο τέλος-τέλος, αυτός είναι ο βασιλευτισμός που απέμεινε στο σήμερα. Ένα λαμπερό, θλιβερό κι αμφίδρομο παιχνίδι βασιλέων και ηλίθιων…

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ