Χαρούμενες φεμινίστριες και χαζοχαρούμενοι δεινόσαυροι

Το μόνο που θα πετύχουν οι δεινόσαυροι της “παιδείας” με τις κακότεχνες πονηριές τους, είναι να εξοργίσουν το εφηβικό πείσμα μιας γενιάς που αρνείται πεισματικά να γίνει χαζοχαρούμενη.

Χαρούμενες φεμινίστριες και χαζοχαρούμενοι δεινόσαυροι
ΠΡΟΒΟΛΗ

Δεν κουβαλάω κάνα πελώριο στατιστικό δείγμα στο παρελθόν μου, όμως είναι νομίζω αρκετό για να τ’ αναφέρω: όσα χρόνια έρχομαι σ’ επαφή με γυναίκες, δεν έχω δει ποτέ μου φεμινίστρια που δεν είναι χαρούμενη. Βλέπεις, ο φεμινισμός είναι αγώνας, κι είναι λοιπόν φτιαγμένος με τα δομικά υλικά κάθε καλού αγώνα - ελπίδα, όνειρο, πίστη, ρίσκο, πάλη, αξιοπρέπεια και ναι, χαρά. Όχι τη χαζή χαρά του καλοζωισμένου συντηρητικού, αλλά τη γεμάτη χαρά του ανθρώπου που πιστεύει. Τη χαρά για τη μάχη που τη δίνεις και σε περιλαμβάνει. Τη χαρά για την ιστορία που γράφεις και σε γράφει. Τη χαρά για τις καλύτερες μέρες που αξιώνεις να έρθουν. Στο τέλος-τέλος, με μια μικρή δόση γραφικότητας μεν, όμως αξίζει να μην το ξεχνάμε: ο Μπελογιάννης, ο Γκεβάρα, ο Ούλοφ Πάλμε κι οι “φαντάροι μας” που “παν’ μπροστά”, το ίδιο χαρακτηριστικό έχουν να τους συνδέει. Το χαμόγελο!

Ο χαρακτηρισμός “χαρούμενη φεμινίστρια” λοιπόν, στ’ αυτιά μου είχ’ ένα και μοναδικό λάθος: ήταν πλεονασμός. Τίποτα χειρότερο, τίποτα περισσότερο. Όλ’ αυτά βέβαια, μέχρι που διάβασα το κείμενο 2 των πανελλαδικών εξετάσεων. Κι έπειτα το κείμενο 3. Και ναι, εκεί κάπου μου κόπηκε το χαμόγελο. Όχι όμως για τους λόγους που κανείς φαντάζεται με μια πρώτη ανάγνωση.

Απ’ τη μια, η προβληματική συνέντευξη μιας αυτόκλητης εκπροσώπου του παραδοσιακού φεμινισμού, η οποία εν μέσω τρικυμίας στο κρανίο κι αδιαφορώντας πλήρως για στατιστικά στοιχεία και προφανείς διαπιστώσεις, καταλογίζει στη σημερινή γυναίκα ένα “πάθος για θυματοποίηση”. Ακόμα χειρότερα, αντιμετωπίζει το φύλο της ως χαρακτηριστικό που “δεν μπορούν [οι γυναίκες] να αλλάξουν”, λες κι αν μπορούσαν, αυτό θα ήταν κάτι θεμιτό κι αυτονόητο. Απ’ την άλλη, ένα διήγημα που λίγο-πολύ έρχεται να θέσει εκ νέου τα ίδια όρια της αντρικής συμπεριφοράς, τα παντελονάτα χαρακτηριστικά, κι άρα εκ των πραγμάτων να τα διαχωρίσει απ’ τα γυναικεία. Ένα “κι όμως κυρία μου, οι άντρες κλαίνε” απ’ την ανάποδη, ικανό να κάνει τον Καζαντζίδη να φαίνεται αδιαπραγμάτευτα προοδευτικός.

Το ύπουλο της υπόθεσης βέβαια, δεν είναι ούτε ο νεοφεμινισμός στην αριστερή γωνία του ρινγκ, ούτε τα τίμια παντελόνια από την άλλη. Το ύπουλο εδώ είναι το πλαίσιο. Ξεκινώντας απ’ το κείμενο 1 (στο οποίο ο Σταύρος Τσακυράκης ως και με τον Αριστοτέλη -ορθώς- τα βάζει στην προσπάθεια να υποστηρίξει τη διαχρονική υποτίμηση και βία που δέχονται οι γυναίκες), χτίζεται μια καθαρή εικόνα για τη διαχρονική θέση της γυναίκας, κι έπειτα έρχεται ένα ευγενές, αφελές, καλογραμμένο “φτάνει”. Ένα “μην τα θες όλα δικά σου”. Ένα “πλέον είναι κακοί αυτοί που σε χτυπάνε, είναι δολοφόνοι αυτοί που σε σκοτώνουν, δεν ζεις στα κράτη που στηρίζουν τη βία, ούτε στα χρόνια του Αριστοτέλη. Τι άλλο θες;” Αρχίζει μ’ άλλα λόγια ένα προσεκτικό ξύλωμα του σύγχρονου φεμινισμού, μια αέρινη λασπολόγηση της ίδιας της ουσίας του κινήματος που ανοίγει πια τα στόματα θυμάτων, οδηγεί τους άλλοτε ανέγγιχτους θύτες στη δικαιοσύνη, και προσπαθεί για ίσα μέτρα και σταθμά ανάμεσα σ’ αγόρια και κορίτσια. Μ’ αποκορύφωμα φυσικά, τη γελοία προσπάθεια επαναφοράς στο σήμερα του γοητευτικού άντρα που κουβαλάει (γοητευτικά) τα βάρη του. Λες κι η γυναίκα δεν έχει. Και δεν τα κουβαλά. Ας είμαστε σοβαροί…

Δεν ξέρω αν το υπουργείο υιοθετεί απόλυτα τις απόψεις των δύο κειμένων, ή αν έκανε απλώς μια άκομψη προσπάθεια να παρουσιάσει ποικιλία και δεν κατάφερε να κρύψει την προτίμησή του. Το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι πως, μοιραία, τα κείμενα που επιλέγονται, δείχνουν μια κατεύθυνση. Θα είχε θέση άραγε σε εξετάσεις φετινών πανελλαδικών, ένα ακαδημαϊκό κείμενο που θα χρησιμοποιεί τη λέξη “συνωστισμός” για τους Έλληνες της Σμύρνης, όπως το έκανε άκομψα το βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση; Θα είχε, έστω ως αφορμή για να εντοπίσουν οι μαθητές τη λάθος έννοια του όρου; Δεν θα είχε. Ίσως σωστά, ίσως λάθος, το πνεύμα των εξετάσεων δεν άλλαξε φέτος. Ας μη γελιόμαστε.

Το υπουργείο που με τόση επιμέλεια φροντίζει να σκοτώνει με κάθε τρόπο την ελεύθερη έκφραση, την ξεχωριστή σκέψη, τη διαφορετική οπτική των μαθητών, δεν επέλεξε σήμερα να προσφέρει ξαφνικά ποικιλία απόψεων σ’ ελεύθερους στοχαστές. Απλώς συμπλήρωσε την προβληματική ενός μεγάλου κοινωνικού ζητήματος, με οπτικές στις οποίες κλείνει κρυφά το μάτι. Κι ίσως όχι τόσο κρυφά, εδώ που τα λέμε.

Και τι κατάφερε; Να γίνει εκ νέου ρεζίλι, κάνοντας άλλη μία τρύπα στο νερό. Νομίζω η σημερινή γενιά παιδιών, τουλάχιστον ως προς αυτό δεν πρόκειται να κλείσει τα δικά της μάτια. Κανένα μεταμοντέρνο θεωρητικό δημιούργημα δεν θα πείσει τα πιτσιρίκια να γυρίσουν προς τα πίσω. Καμία νεωτερική καρικατούρα της γυναικείας χειραφέτησης δεν θα τα πείσει ότι είναι λάθος να βλέπουν θύματα στην αντίπερα όχθη του θύτη, και να διεκδικούν το δικαίωμά τους σε μια ζωή χωρίς πατριαρχία. Το μόνο που θα πετύχουν οι δεινόσαυροι της “παιδείας” με τις κακότεχνες πονηριές τους, είναι να εξοργίσουν το εφηβικό πείσμα ακόμα μιας γενιάς πραγματικά χαρούμενων φεμινιστριών (και φεμινιστών). Μιας γενιάς που αρνείται πεισματικά να γίνει χαζοχαρούμενη.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ