Πονάνε ωρέ οι ζαρντινιέρες;

Πονάνε ωρέ οι ζαρντινιέρες; Όχι, γιατί ο χαμένος τις παίρνει όλες σπίτι του. Και τώρα μπορούν να κοσμούν, ευτυχώς για εμάς, τον ιδιωτικό κήπο του απερχόμενου δημάρχου. Δεν τον φοβόμαστε, θα βρει κάτι άλλο να κάνει.

Πονάνε ωρέ οι ζαρντινιέρες;
ΠΡΟΒΟΛΗ

Μια από τις άβολες αλλά και απρόβλεπτες εκλογικές αναμετρήσεις για τον Δήμο Αθηναίων στη σύγχρονη συλλογική μνήμη τελείωσε, με τον Κώστα Μπακογιάννη να παραμένει στη θέση του. Τι, όχι; Δεν παρέμεινε; Δηλαδή ο Κώστας Μπακογιάννης δεν είναι ο νέος Δήμαρχος Αθηναίων; Αλήθεια; Ναι, δεν είναι. Και τώρα καταλαβαίνουμε πως η πηγή της πολιτικής του αποτυχίας έγκειται στο γεγονός ότι ποτέ δεν είδαμε μεγάλα πράγματα απ’ τον ίδιο. Εκτός, ίσως, από τον πιλοτικό Μεγάλο Περίπατο, που μόνο με το μεγάλο ταξίδι του Οδυσσέα μπορεί να παρομοιαστεί, με τα «χρυσά» παγκάκια, τις ψευδοπιπεριές και τις ζαρντινιέρες. Ναι, εκείνες που κόστισαν μια περιουσία και θα επιβίωναν από μια ενδεχόμενη πυρηνική καταστροφή, μαζί με τις κατσαρίδες της πόλης. Πονάνε ωρέ οι ζαρντινιέρες; Όχι, γιατί ο χαμένος τις παίρνει όλες σπίτι του. Και τώρα μπορούν να κοσμούν, ευτυχώς για εμάς, τον ιδιωτικό κήπο του απερχόμενου δημάρχου. Δεν τον φοβόμαστε, θα βρει κάτι άλλο να κάνει.

Το πρώτο εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Δικαιούμαστε πράγματι να πανηγυρίζουμε; Με τη συμμετοχή να υπολογίζεται μόλις στο 26,73% των εγγεγραμμένων πολιτών του Δήμου, μήπως η αποχή ήταν τελικά αυτή που έδωσε το προβάδισμα στον «ανεξάρτητο» και «μη-κομματοποιημένο» κύριο Δούκα, ώστε να κάνει την ανατροπή; Μήπως, δεδομένης της μεγάλης διαφοράς της πρώτης Κυριακής (41%-14%) πολλοί θεώρησαν σίγουρη τη νίκη Μπακογιάννη και δεν πήγαν να ψηφίσουν;

Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ήττα δίνει ένα μήνυμα, μικρό ή μεγάλο, που πρέπει να διαβαστεί έστω επιδερμικά. Ως γνωστόν, οι εκλογές της αυτοδιοίκησης έχουν πάντα έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα, αφού το αίσθημα της σύνδεσης που καλλιεργείται μεταξύ υποψηφίων και  ψηφοφόρων είναι πιο ισχυρό. Το μήνυμα, λοιπόν, είναι πως, πάντα μετά το δεύτερο γύρο τα αληθινά ζητήματα μας πλακώνουν όλους. Παύουν να είναι τοπικά, παύουν να είναι γεωγραφικά περιορισμένα και γίνονται ζητήματα όλων μας. Ο αγώνας κατά της δεξιάς είναι το πολιτικό πρόταγμα του σήμερα, ένας μπούσουλας για να αναπτύξουμε δυνατούς μηχανισμούς αξιοπρέπειας και αντίστασης.

Το δεύτερο ερώτημα είναι ποιος χρεώνεται αυτήν τη νίκη. Το κέντρο, η αριστερά ή γενικά η μεγάλη «ομπρέλα» της προοδευτικής παράταξης; Και τι συνέβη τελικά με το «παράγγελμα» του ΚΚΕ για αποχή/λευκό; Υπάκουσαν οι ψηφοφόροι του κόμματος ή τελικά έδωσαν το απαραίτητο προβάδισμα στο νικητή; Και τι δηλώνει αυτή η αποχή; Μα και η αποχή δεν θεωρείται ένα πολιτικό μέγεθος; Δεν έχει πολιτικές επιπτώσεις, δεν μελετάται, δεν σημαίνει κάτι για το εκλογικό σώμα; Δεν παράγει εκλογικό αποτέλεσμα; Δεν είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατική διαδικασία, ιδίως όταν υποκινείται από την απάθεια και την απογοήτευση;

Το ερώτημα του ποιος χρεώνεται την ήττα, δεν θέλει απάντηση. Είναι μια αποτυχία αυστηρά προσωποπαγής και, όπως, απεδείχθη, εντελώς στρατηγική. Αξίζει να κάνουμε αυτόν τον απολογισμό, γιατί οι πολιτικοί πάντοτε δίνουν υποσχέσεις που σπάνια προσπαθούν να τηρήσουν. Για τους πιο φιλόδοξους, μια τετραετία αρκούσε για να τεθεί η βάση για μια μεγαλύτερη, πιο λαμπερή ατζέντα. Για τους ρεαλιστές, όμως, ήταν η απόδειξη ότι οι μονοκρατορίες τελικά δεν ζουν για πάντα.

Γιατί ήταν τόσο κακός δήμαρχος ο Κώστας Μπακογιάννης; Γιατί τα όποια έργα σχετίζονταν με τους πυλώνες που έθεσε ως προτεραιότητες, δηλαδή την καθαριότητα, τη λειτουργία της Δημοτικής Αστυνομίας, το πράσινο, τον φωτισμό, την προσβασιμότητα μπορεί να είχαν αναπτυξιακό πρόσημο, όμως είναι αμφίβολο κατά πόσο έγιναν αντιληπτά από τους πολίτες και κατά πόσο βελτίωσαν την ποιότητα ζωής τους. Γιατί υπερεκτίμησε τα πάρκα τσέπης και τα έργα βιτρίνας. Γιατί ήταν αρκετά πονηρός, ώστε να φλερτάρει με όλα τα μέσα ενημέρωσης για να διατηρεί τη δημοτικότητά του. Γιατί ήταν τόσο αλαζόνας κι ο πολιτικός εγωκεντρισμός του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε αδιαφόρησε με ωμό κυνισμό για το ενδεχόμενο της αποτυχίας του. Ακόμα και το βράδυ της ήττας του, η γυναίκα του ήταν εκείνη, η οποία συντόνιζε τη συζήτηση σε πάνελ κεντρικού τηλεοπτικού σταθμού.

Οι πολίτες, από την άλλη, όσοι πήγαν να ψηφίσουν, δηλαδή, μάλλον αξιολόγησαν τα πεπραγμένα και την αξιοπιστία της απερχόμενης δημοτικής αρχής, προκαλώντας αυτήν την βδελυρή «αντισυσπείρωση», στην οποία ακούμε όλα τα στελέχη της ΝΔ να αναφέρονται. Αυτή, λοιπόν, ήταν η μεγαλύτερη δύναμη του Κώστα Μπακογιάννη, η απουσία ενός υλοποιήσιμου προγράμματος για το μέλλον της πόλης, η αδυναμία του να ανταποκρίνεται ουσιαστικά στις καθημερινές και διαχρονικές κρίσεις της πόλης. Η δύναμη που κινητοποίησε τον κόσμο.

«Η Αθήνα είναι μια εχθρική πόλη», είχε πει κάποτε, παρ’ όλο που δεν έδωσε καμία μάχη για να το αλλάξει. Ή μήπως έδωσε; Να θυμηθούμε την εξυγίανση με τη φάμπρικα των απευθείας αναθέσεων; Και ναι, η Αθήνα είναι μια εχθρική πόλη για τους κατοίκους της, για τους οποίους ο Μπακογιάννης δεν ήταν παρά ο αντίπαλος. Πιστός στην πολιτική του μάρκα, επικαλέστηκε αυτήν την πολιτική καταγωγή του για να υπερασπιστεί τις επιλογές του, οι οποίες μόνο τους πολίτες του Δήμου δεν ευνόησαν. Ο Μπακογιάννης δεν ήταν ποτέ ο πραγματικός δήμαρχος των Αθηναίων, γιατί επί της ουσίας ήταν ένας δήμαρχος του 1%. Το ότι βρέθηκαν οι άνθρωποι να τον υποστηρίξουν και το ότι έγινε ένας δυνατός μαγνήτης για τους πλούσιους επενδυτές και εργολάβους οφείλεται στους πόρους που επιστράτευσε το δίκτυο που διαθέτει.

Ας μην ξεχνάμε, όμως, πως ένας πολιτικός χωρίς εγώ είναι απίθανο να εκλεγεί. Αυτό ισχύει για κάθε πολιτικό, είτε τον λένε Μπακογιάννη, είτε Δούκα. Και η ταυτότητα ενός πολιτικού μπορεί να δώσει κίνητρο στους ψηφοφόρους, ακόμη και προτού φανούν στην πράξη οι νέες του πολιτικές. Η αλήθεια είναι πως, για μεγάλο μέρος του προοδευτικού χώρου, η σημερινή ημέρα αποτελεί μια νέα πρόκληση. Και η ήττα του κυρίου Μπακογιάννη δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί από κανέναν. Αυτή τη φορά, είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Αθήνας πρέπει μάλλον να ντρέπονται πολύ για την πόλη, στην οποία ζουν. Και η συλλογική αυτή ντροπή μπόρεσε να εκφραστεί μέσα από το χθεσινό ενιαίο αίτημα. Δεν ξέρω αν θα μπορέσει να διαλύσει την οσμή της σήψης και του φόβου που υπάρχει στους δρόμους. Προς το παρόν οφείλουμε να είμαστε ψύχραιμοι και νηφάλιοι και να αναμένουμε. Η Αθήνα, όμως, πρέπει να κερδίσει.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν αποκλειστικά τον/την συντάκτη/τριά τους και οι όποιες τοποθετήσεις και θέσεις τους δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 20/20 Magazine.
Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ