«Είναι αδιανόητο ένα κανάλι να δηλώνει οπαδός της κυβέρνησης»

Είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους τραγουδοποιούς της γενιάς του, από εκείνους που δίνουν τροφή ταυτόχρονα στην καρδιά και τη σκέψη. Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης έχει πολύ ταλέντο και ξεκάθαρη άποψη, αλλά προπαντός συνέπεια στην καλλιτεχνική παρουσία του τα τελευταία 14 χρόνια. Μιλήσαμε μαζί του στο "PODήλατο στο 20/20" για το τρίτο προσωπικό album του «Κάτι σαν ήλιος» και είπαμε κι άλλα πολλά.

«Είναι αδιανόητο ένα κανάλι να δηλώνει οπαδός της κυβέρνησης»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Είμαστε συνάδελφοι και είμαι μεγαλύτερός του ηλικιακά, ωστόσο κάθε φορά που ακούω ένα τραγούδι του νιώθω να μπαίνω ασυναίσθητα στη θέση του μαθητή. Ίσως επειδή η τέχνη του πηγάζει από ένα βαθύτερο πεδίο που με προκαλεί να βουτήξω σε αυτό, με τη δίψα κάποιου που θέλει να κερδίσει κάτι. Ναι, ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης είναι ένας θησαυρός, αλλά όχι προφανής. Θα φανερωθεί σε εκείνον που είναι έτοιμος να τον δει.

Η νέα σου δουλειά τιτλοφορείται «Κάτι σαν ήλιος». Μίλησέ μας γι’ αυτό το υλικό.
«Είναι ένα υλικό της τελευταίας τριετίας, με κάποια δείγματα που φτάνουν μέχρι και δέκα χρόνια πίσω. Ένα από τα τραγούδια, το “Όλης της γης τα βάσανα”, έχει μια εισαγωγή που θυμάμαι να την έχω στο φάκελο “new song projects” δέκα χρόνια πριν. Την είχα χρησιμοποιήσει κάπου, μετά την πήρα πίσω, μετά προσπάθησα να την κάνω τραγούδι -δεν μου ’βγαινε. Τελικά μου βγήκε πρόπερσι ολοκληρωμένο τραγούδι. Είχε κάτι στη μελωδική της γραμμή που με ιντρίγκαρε πολύ και προσπαθούσα να δω πώς θα μπορούσε να συνεχιστεί αυτό το intro. Ουσιαστικά, είναι το πρώτο τραγούδι που γράφω που βασίζεται στο intro του και όχι στο στίχο ή στο κουπλέ του».

Πώς γράφεις τα τραγούδια σου; Ποια είναι η διαδικασία;
«Παλιά έγραφα το κείμενο ολόκληρο, το χτένιζα, το ξεχτένιζα, μετά έπαιρνα το κείμενο και το μελοποιούσα. Τώρα πλέον γίνεται μια διαδικασία που γίνονται ταυτόχρονα, δηλαδή μου ’ρχεται μια φράση, ολοκληρώνω ένα κουπλέ, αρχίζω με την κιθάρα να το δουλεύω και βλέπω πρός τα πού με πάει για το ρεφρέν. Οπότε μετά συμπληρώνω είτε μελωδία είτε στίχο, ανάλογα τι μου ’ρχεται. Νομίζω ότι είναι μια πολύ εποικοδομητική διεργασία αυτή, γιατί χτίζεται ένα τραγούδι με το βάση το πού πηγαίνει η μελωδία, αλλά έχοντας και έναν μπούσουλα για το στίχο στο κουπλέ. Οι πρώτες φράσεις των τραγουδιών συνήθως μου ’ρχονται αυτόματα. Όπως το “τα δέντρα που με ξέρουνε, ξέρουν πως έχω ρίζες”».

Ποιοι είναι οι βασικοί συνεργάτες που έπαιξαν ρόλο στη φτιαξιά αυτού του album;
«Ένας πολύ βασικός, που πραγματικά του χρωστάω πολλά, είναι ο Γιάννης Ταβουλάρης, ο ηχολήπτης και συνεπιμελητής του album. Πέρα από όλο το τεχνικό, ήταν εκεί πολύ και στο ψυχολογικό. Περνούσα μια φάση που δεν ήξερα ακριβώς πώς να συνεχίσω, μια ματαιότητα που μας πιάνει εμάς τους καλλιτέχνες. Ήταν εκεί ο Γιάννης για να μου πει “πάμε, μαζεύουμε τραγούδια, καθόμαστε και τα ακούμε”. Όλα αυτά το χειμώνα του 2019. Καθίσαμε και ακούσαμε, φτιάξαμε ένα CD με είκοσι τραγούδια που είχα ντεμαρισμένα, άλλα εντελώς έτοιμα άλλα μισοφτιαγμένα, και καταλήξαμε μαζί με τον Γιάννη σ’ αυτά τα εννιά που θα αποτελούσαν το album. Ήταν μια διαδικασία που με έβαλε πάλι στην όρεξη να δημιουργήσω, γιατί ένιωθα λίγο μόνος -τα σκεφτόμουν μόνος, τα έγραφα μόνος. Ξαφνικά ήρθε ο Γιάννης στο παιχνίδι και με έβαλε πάλι σ’ αυτή τη γλυκιά διαδικασία της αναζήτησης».

Μπήκε ένας άνθρωπος με την ενέργειά του στα πράγματα...
«Ακριβώς. Χρειάζεται πάντα ένας δεύτερος άνθρωπος. Το καλοκαίρι του 2019 γίνονται οι πρώτες απόπειρες για να αρχίσουμε ηχογραφήσεις. Εγώ είχα κάνει μια τέλεια προ-παραγωγή στο σπίτι, πρώτη φορά που ασχολήθηκα τόσο πολύ -τα έγραψα όλα σε demo, μετρονόμους, πώς ήθελα να είναι δομημένα τα κομμάτια- γιατί συνήθως πάω λίγο στην τύχη. Δεν έχω αυστηρή δομή, να πω ότι εδώ θα γίνει παύση, η εισαγωγή θα κρατήσει τόσα μέτρα ακριβώς, εκεί θα υπάρχει μια γεφυρούλα κ.λπ. Τα είχα κάνει όλα αυτά, συν ότι πρώτη φορά ασχολήθηκα πραγματικά με τις μελωδικές γραμμές. Δηλαδή, έκατσα και ηχογράφησα με την κιθάρα σε κάθε κομμάτι 3-4 μελωδικές γραμμές που παίζουν παράλληλα με τη φωνή και έβαλα τον καλό μου φίλο τον Γιάννη Παπαγεωργίου, που ξέρει και θεωρία της μουσικής -γιατί εγώ είμαι “αγράμματος”-, και έγραψε παρτιτούρες για τα πάντα. Οπότε μπήκαμε στο στούντιο φουλ οργανωμένοι».

Και σε αυτή τη δουλειά σου, όπως και στις προηγούμενες, έχεις την ελευθερία να χρησιμοποιείς διάφορα όργανα με διάφορους τρόπους -και μουσικά και σαν εφέ. Εδώ μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που διαχειρίστηκες τα κρουστά και τα τύμπανα.
«Αυτό προέκυψε από τα demos. Στο σπίτι δεν έχω τύμπανα, οπότε σε κάθε κομμάτι έπρεπε να βάλω κάτι διαφορετικό, προκειμένου να δίνω το groove. Άλλες φορές μπορεί να ήταν ένα παλιό ταμπούρο που έχω, άλλες φορές ήταν ηλεκτρονικά, άλλες φορές έκλεβα τύμπανα από υπάρχοντα κομμάτια και τα στρέτσαρα στο μετρονόμο για να μου ταιριάξουν. Άλλες φορές έπαιζα ένα εντελώς ξεκούρδιστο τουμπερλέκι, που έβγαζε έναν φοβερά ιδιαίτερο ήχο, και όλοι μου έλεγαν “πρέπει να κρατήσεις αυτό το τουμπερλέκι”. Οι ηχογραφήσεις αυτές δεν υπάρχουν στο ρυθμό, αλλά αυτό μας οδήγησε στο να κάνουμε ένα ιδιαίτερο σετ στα τύμπανα, με ένα μεταλλικό κουβά σκουπιδιών που κάπως έμοιαζε με το τουμπερλέκι που είχα. Σε τέσσερα τραγούδια ακούγεται και είναι κάτι  χαρακτηριστικό. Από το σπίτι κρατήσαμε άλλα πράγματα, κάποια ηλεκτρονικά στοιχεία που πειραματιζόμουν, κάποιες κιθάρες που έπαιζα και τις γυρνούσα ανάποδα, reversed, για να κάνουν ένα εφέ. Έγινε μια πολύ δημιουργική δουλειά».

Όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στο στίχο. Θεωρώ ότι είσαι ένας πολύ ταλαντούχος στιχουργός και ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, που μπορεί να πει δυο πράγματα που αξίζει να ακούσουμε σήμερα.
«Πραγματικά τον πονάω το στίχο, μ’ αρέσει. Και όταν ακούω σαν ακροατής ένα τραγούδι και όταν γράφω, θέλω πολύ να είναι ένα όμορφο, στρωμένο κείμενο. Είμαι και λίγο παλιομοδίτης, μ’ αρέσει πολύ η ρίμα, η ομοκαταληξία, μ’ αρέσουν αυτά τα πράγματα σαν μεράκι. Δηλαδή, κάθομαι μόνος μου και διαβάζω στίχους τραγουδιών, διαβάζω ποιήματα, και με συγκινεί, μ’ αρέσει πάρα πολύ. Είναι πρόκληση μέσα σε τρία λεπτά να ολοκληρώσεις ένα νόημα με αρχή, μέση και τέλος, να το πικάρεις συναισθηματικά στο ρεφρέν. Όλα αυτά με καλύπτουν, δεν τα ’χω κουραστεί».

Τα τραγούδια που ακούς για να μελετάς ή και για ευχαρίστηση είναι κυρίως από το παρελθόν ή βρίσκεις και στην εποχή μας ενδιαφέροντα πράγματα;
«Σαφέστατα. Περνάω τώρα μία φάση που δεν ακούω τόσο μουσική, δεν ξέρω αν η ακρόαση με έχει κουράσει αλλά δεν θέλω να ακούω πολλά. Παρ’ όλα αυτά, τις περιόδους που έκανα κάποιες εκπομπές σε διάφορα web radios, ανακάλυπτα πολλά πράγματα από τη σύγχρονη μουσική σκηνή, και στην Ελλάδα και έξω. Έχω ανακαλύψει πάρα πολλά, την καινούργια γαλλική σκηνή, που είναι καταπληκτική, καινούργια πράγματα από όλη την Ευρώπη, ελληνικά φοβερά, τους Λάμδα, τους Αστρογόνο. Πράγματα με ωραίο, φρέσκο ήχο, που φέρνουν μια ελληνικότητα μαζί με ό,τι άλλο έχουν ακούσει. Φυσικά, στο παρελθόν έχω ακούσει πάρα πολλή μουσική. Από μικρός ήμουν με τα ακουστικά και άκουγα CD, δίσκους, ραδιόφωνο».

Μέσα σε όλη αυτή την πληροφορία που υπάρχει στο διαδίκτυο, βρίσκεις και ακούς καινούργια πράγματα;
«Είναι ένας ωκεανός. Πιάνω τον εαυτό μου, όταν έχω μπροστά μου ανοιχτή μια καρτέλα του YouTube και πρέπει να σκεφτώ οπωσδήποτε κάτι να ακούσω -είναι πολύ αμήχανη στιγμή, γιατί σκέφτεσαι ότι είσαι μπροστά σε όλη τη μουσική του κόσμου και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Συνήθως, αυτή η αμηχανία με οδηγεί να ακούω τις “ασφάλειές” μου, αυτά που άκουγα στο γυμνάσιο, στο λύκειο, αυτά που άκουγα με τους γονείς μου. Αυτά βάζουν το μυαλό σου σε μια συνθήκη να δεις πώς ήταν ο εαυτός σου τότε, είναι φοβερό πράγμα. Χθες, ας πούμε, άκουσα ένα τραγούδι που είχα να το ακούσω από τα δεκάξι μου και ξαφνικά έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται όπως στα δεκάξι. Ήταν ένα τραγούδι των Ramones από το δίσκο “Mondo bizarro” -λάτρευα τους Ramones τότε. Και σήμερα όμως, σε αυτόν τον ωκεανό, βρίσκεις πράγματα».

«Mας έλεγαν ότι εμείς φταίμε»

Γενικά είσαι ένας καλλιτέχνης πολύ ενεργός, γυρίζεις, παρακολουθείς τι γίνεται στην Αθήνα στα μουσικά πράγματα, ενώ παρουσιάζεις και πράγματα ζωντανά.
«Προσπαθώ. Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά θέλω να ξέρω τι παίζει στην πιάτσα, που λέμε. Να βλέπω τι κάνουν οι συνάδελφοι, να “κλέβω” πράγματα, να έρχομαι κι εγώ σε μεράκι να κάνω τα δικά μου. Είναι ένα αλισβερίσι ενέργειας αυτό. Τα τελευταία χρόνια, με τον Γιάννη Παπαγεωργίου και τον Ηλία Βαμβακούση παίζαμε αυτό το τρίο, το “Τέτρις”, με ρεμπέτικες κιθαριστικές διασκευές, και παίζαμε αρκετά».

Πώς νιώθεις που όλο αυτό έχει διακοπεί εδώ και ένα χρόνο;
«Εμένα προσωπικά, αυτό κάπως μου ήρθε σε μία περίοδο που την καραντίνα την είχα ανάγκη. Άκουγα το πρωί το podcast που είχατε κάνει με τον Δημήτρη Μυστακίδη και έλεγε κι αυτός, λίγο-πολύ, κάτι τέτοιο. Τώρα πάλι με έχει πιάσει υπερδιέγερση, θέλω να παίξω πολύ, γιατί τώρα έχουμε περισσότερη επαφή με τον έξω κόσμο. Δεν είναι η συνθήκη της πρώτης καραντίνας, που δεν κυκλοφορούσε κανείς, ήμασταν όλοι κλεισμένοι και είχαμε πάρει απόφαση ότι αυτό θα είναι. Εμένα με βρήκε σε μία περίοδο που είχα ανάγκη να μην αγχώνομαι για το live. Είχε φτάσει το live να μου γίνεται λίγο βραχνάς. Όλη αυτή η οργάνωση, η πρόβα, ο κόσμος -θα ’ρθει, δεν θα ’ρθει-, τα εισιτήρια, το πρόγραμμα. Ευτυχώς ήρθε η καραντίνα και μου δημιούργησε όλα αυτά τα συναισθήματα της ανάγκης έκθεσης. Συν του ότι βρήκα το χρόνο να φτιάξω αυτό το album, ο οποίος σε κανονικές συνθήκες μπορεί να αργούσε πολύ περισσότερο. Ας πούμε ότι θα τελειώσει γρήγορα και όλο αυτό θα μείνει ως μία ξεκούραση ή μια αγρανάπαυση».

Μακάρι, γιατί από τους τομείς της δουλειάς που είχε χτυπήσει η κρίση, αυτός που είχε μείνει πιο ζωντανός και έδινε και το μεροκάματο, που είναι τόσο σημαντικό για τον κάθε μουσικό, ήταν αυτός του live.
«Εγώ σου λέω την προσωπική μου ιστορία, αλλά ξέρω ότι άνθρωποι βασανίζονται και ψυχολογικά και οικονομικά από όλο αυτό. Κάποιοι μπορεί να μην ήταν στη φάση που ήμουν εγώ και να ήθελαν διακαώς να παίξουν live και όλο αυτό να τους έκανε μεγάλο κακό και ψυχολογικά. Είναι φυσικά πολλοί που είχαν μεγάλη ανάγκη το μεροκάματο».

Υπήρξε στιγμή μέσα στον τελευταίο χρόνο που να θύμωσες πάρα πολύ; Που να είπες «μας κοροϊδεύουν, δεν έχει κανένα νόημα».
«Αν κάποιος σου πει ότι δεν το σκέφτηκε ούτε μια στιγμή αυτό, θα είναι ψεύτης. Για μένα, το πρώτο εξάμηνο-εφτάμηνο ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο και με έκανε να θυμώνω πολύ. Το πώς αντιμετώπισε δηλαδή η κυβέρνηση τους καλλιτέχνες, το τι υπονοούμενα άφηναν να ακούγονται από δω κι από κει, το πώς μας αντιμετώπισε το υπουργείο. Δεν υπήρχε καμία βοήθεια, καμία πρόνοια, συν του ότι λίγο ή πολύ έλεγαν ότι εμείς φταίμε που πληρωνόμαστε “μαύρα”, εμείς φταίμε που δεν ασφαλιζόμαστε. Το θεωρώ απαράδεκτο εν έτει 2021 να πρέπει να κάνουμε αγώνα για να διεκδικήσουμε ένα επίδομα των 500 ευρώ για να μπορούμε να επιβιώσουμε, τη στιγμή που ήμασταν ο κλάδος που μαζί με την εστίαση έχουμε πληγεί περισσότερο».

Ναι, και μάλιστα βγαίνουν τώρα και λένε και κάποιοι υπεύθυνοι ότι αρχίζουμε και συνηθίζουμε στο επίδομα και θα γίνουμε και χαραμοφάηδες.
«Δεν το πιάνεις από πουθενά. Το καλοκαίρι που ξαφνικά άνοιξε ένα μέρος της δουλειάς, αυτό που είδαμε είναι να δουλεύει ένα 20% από εμάς. Κι αυτοί με μεροκάματα πολύ χαμηλότερα, γιατί οι αίθουσες όλες ή οι ανοιχτοί συναυλιακοί χώροι έπρεπε να βάλουν το 30% του κόσμου. Οι παραγωγές δεν έβγαιναν, οι μεγάλες φίρμες έβγαιναν με τρία άτομα ορχήστρα και δεν ρώτησε κανείς οι υπόλοιποι πέντε πώς έβγαλαν το καλοκαίρι. Οι άνθρωποι του δικού μου βεληνεκούς δεν καταφέραμε να κάνουμε ούτε ένα live. Και αυτό το καλοκαίρι θα είναι το ίδιο ακριβώς. Και το λέω γιατί πρέπει να υπάρξει μια πρόνοια, δηλαδή δεν μπορείς να λες ότι ανοίγω ένα 20-30% της πιάτσας και είστε όλοι μια χαρά. Κάπως αυτό το πράγμα πρέπει να διευθετηθεί».

Από Σεπτέμβρη πάντως -κι αυτό είναι η προσωπική μου άποψη- θα πρέπει πάση θυσία να διεκδικηθεί να ανοίξουν οι χώροι, έστω και με τις συνθήκες τις πρώτες.
«Μα οι χώροι που είδα εγώ το προηγούμενο καλοκαίρι, οι περισσότεροι από αυτούς, τηρούσαν τα μέτρα με ευλάβεια, πολύ καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Η συναυλία που είδα το καλοκαίρι στην Τεχνόπολη ήταν ό,τι πιο ασφαλές έχω υπάρξει μέσα στην πανδημία. Με ανθρώπους να ελέγχουν αν φοράμε μάσκα καθ’ όλη τη διάρκεια, με αποστάσεις, με καρέλες βιδωμένες στο έδαφος για να μην μπορείς να τις κουνήσεις».

Οπότε, εφόσον αυτή η συνθήκη ήταν αντικειμενικά έτσι, μιλάμε για μια εκδικητική στάση απέναντι στους ανθρώπους της τέχνης;
«Τι να σου πω, δεν θέλω να το βλέπω έτσι. Δεν μ’ αρέσει να το βλέπω έτσι. Βρίσκω πιο πιθανό να μας έχουν τελευταίους στη λίστα, σαν κάτι που δεν το έχει ανάγκη απαραίτητα ο κόσμος. Πιστεύω ότι αυτή η έλλειψη και του θεάτρου και της μουσικής θα βγει στον κόσμο. Θα βγει στο ψυχολογικό του προφίλ μετά την πανδημία. Έπρεπε με κάποιον τρόπο κάτι να λειτουργεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επειδή λειτουργούμε τους τρεις μεγάλους χώρους, αφήνουμε όλους τους υπόλοιπους πάλι στην πείνα και στην ανέχεια. Γιατί φτάσαμε κι εκεί, να φοβόμαστε ότι αν ανοίξουν, εμείς πάλι θα μείνουμε χωρίς δουλειά και θα χάσουμε και όποιο επίδομα θα μπορούσαμε να παίρνουμε. Αλλά δεν είναι αυτό λόγος να μην ανοίξεις κάτι το οποίο ξέρεις ότι μπορεί να λειτουργεί τέλεια».

ΜΜΕ και social media

Σε σχέση με το πώς προβάλλονται τα πράγματα μέσα από τα ΜΜΕ δεν θα σε ρωτήσω, γιατί υποψιάζομαι την απάντησή σου. Θα σε ρωτήσω, όμως, πώς ενημερώνεσαι; Ποιες είναι οι πηγές ενημέρωσης που έχεις;
«Κοίταξε, εγώ κατ’ αρχάς σηκώνομαι το πρωί, με το καφεδάκι μου θα διαβάσω 4-5 sites που έχω επιλέξει να διαβάζω ή θα κάνω ένα scroll down στα social, να δω άρθρα που ποστάρουν φίλοι μου για το κάθε θέμα. Αν κάποιο θέμα με ιντριγκάρει πολύ θα κάτσω να το ψάξω, και από φιλοκυβερνητικές εφημερίδες ή από οπουδήποτε, για να βγάλω μια άκρη. Και το βράδυ θα κάτσω να δω και δελτίο ειδήσεων, μ’ αρέσει πολύ να ξέρω από αλλού την πληροφορία και να δω το πώς την παρουσιάζει ένα μεγάλο δελτίο. Οπότε, κάπως έτσι προσπαθώ να πάω κάπου στη μέση για να δω προς τα πού είναι η αλήθεια. Ο περισσότερος κόσμος βλέπει ακόμα ειδήσεις στην τηλεόραση και θεωρεί ότι η δημοσιογραφία είναι όπως ήταν πριν από 40 χρόνια. Που δεν είναι έτσι».

Τα πράγματα έχουν αλλάξει πάρα πολύ και με τα social media, που έχουν αρχίσει και «ενοχλούν» κάποιους.
«Προφανώς και θα ενοχλούν. Θέλω πολύ να ξέρω τι μαθαίνει για την κάθε είδηση ο πατέρας μου και η μητέρα μου, για να μπορώ, το βράδυ στο τηλέφωνο, να τους πω δυο πράγματα. Ότι, παιδιά, αυτό είναι έτσι ή δείτε το μήπως είναι κι αλλιώς. Μου φαίνεται αδιανόητο ένα κανάλι να σου δηλώνει ευθύς εξαρχής ότι είναι σύσσωμο οπαδός της κυβέρνησης. Και πριν γίνει κυβέρνηση, από πριν, να σου λέει το κανάλι ότι “γουστάρουμε αυτό το κόμμα”. Και μετά έρχεται και σου λέει ειδήσεις! Δηλαδή, με ποιον τρόπο θα σου πει τις ειδήσεις; Και από πότε έγινε τόσο φυσιολογικό να σου λέει ο δημοσιογράφος που σου απαγγέλλει την είδηση ότι “εγώ είμαι ΝΔ” ή οτιδήποτε; Θεωρώ ότι παλιά αυτό ήταν σε έναν κώδικα δεοντολογίας που, αν μη τι άλλο, δεν το λες δημόσια».

Είσαι ένας άνθρωπος που δεν κρύβεσαι στις απόψεις σου. Σε παρακολουθώ και στα social media και διακρίνω ότι έχεις μια όσο πιο και υπεύθυνη στάση και άποψη μπορείς. Σε ενοχλεί η ευκολία που πολλές φορές βγάζουμε συμπεράσματα για τα πράγματα;
«Ναι, είναι νομίζω ένα κλασικό μειονέκτημα των social, χωρίς αυτό βέβαια να τα καθιστά επικίνδυνα. Αυτό είναι ένα ανθρώπινο συστατικό. Έχουμε μια τάση να είμαστε υπερβολικοί, να δεχόμαστε ό,τι μας βολεύει και εξυπηρετεί αυτά που σκεφτόμαστε χρόνια, να μη δεχόμαστε με τίποτα ό,τι μας ξεβολεύει. Είναι κι αυτό το πράγμα με τα fake news, με τις φωτογραφίες με το photoshop, είναι τεράστιο μπέρδεμα και πιστεύω ότι πρέπει καμιά φορά να παίζουμε το ρόλο του ρεπόρτερ. Να ψάχνουμε την είδηση από 5-6 μεριές για να βγάλουμε συμπέρασμα. Να καταλάβουμε τι γίνεται γύρω μας. Είναι εποχές που σίγουρα σου δημιουργούν εικόνες για να μιλήσεις, πεδία για συζήτηση, θεωρώ ότι γίνονται πολλές ζυμώσεις. Ακόμα και σε περιπτώσεις που διαφωνούμε πάρα πολύ, νομίζω είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε ανοιχτά την άποψη του “αντιπάλου”. Πλέον δεν υπάρχει post, είτε απ’ τη μία μεριά είτε απ’ την άλλη, που να μην έχει από κάτω μια ακραία άποψη του “αντιπάλου”. Το οποίο δεν μας συνέβαινε και θεωρώ ότι θα γίνουν ζυμώσεις στην κοινωνία σε αυτό. Αυτή είναι αισιόδοξη πλευρά και σε αυτή θέλω να μείνω».

Κλείνοντας, αν έλεγες ότι το καινούργιο album σου έχει ένα βασικό μήνυμα να μεταφέρει, ποιο είναι αυτό;
«Το album αυτό είναι μάλλον το πιο ερωτικό που έχω βγάλει, μέσα σ’ αυτές τις περίεργες καταστάσεις. Υπάρχει ένα φως, υπάρχει μια αγάπη, υπάρχει αυτό το έντονο κόκκινο χρώμα που έχει βάλει και ο Παναγιώτης Ανδριανός στο καταπληκτικό εξώφυλλο που μου έχει φτιάξει. Θεωρώ ότι είναι μια ζεστασία, μια “ανθρωπίλα”. Ένα ξύλινο πράγμα, που προκύπτει κι από τα όργανα κι από όλα αυτά. Ίσως να είναι αυτή η “ανθρωπίλα” που σου λέω κι αυτή η εσωτερικότητα αλλά με διάθεση να τη δούμε ως εξωτερικότητα. Δεν ξέρω αν έγινα αντιληπτός».
Το θεωρώ απαράδεκτο εν έτει 2021 να πρέπει να κάνουμε αγώνα για να διεκδικήσουμε ένα επίδομα των 500 ευρώ για να μπορούμε να επιβιώσουμε
* Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη 

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ