27ες Νύχτες Πρεμιέρας: Το «μαύρο» Γούντστοκ και το πολύχρωμο δικαίωμα στην ουτοπία

Από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σάντανς στις 27ες «Νύχτες Πρεμιέρας», δυο ταινίες γεμάτες χρώματα και αγωνιστικότητα, με σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αναφορές.

27ες Νύχτες Πρεμιέρας: Το «μαύρο» Γούντστοκ και το πολύχρωμο δικαίωμα στην ουτοπία
ΠΡΟΒΟΛΗ

Αρκεί ένα σπάνιο βιντεοσκοπημένο υλικό, προκειμένου να μαρτυρήσει τη σπουδαιότητα ενός ιστορικού γεγονότος. Η επανάσταση τελικά δεν είναι για τον σκλάβο, αλλά για τον ονειροπόλο. Αρκεί, έπειτα, έστω μία σκηνή στη συνολική διάρκεια μιας ταινίας για να σε κερδίσει και να μην είσαι τόσο αυστηρός μαζί της. Κι ας είναι αυτή μια σκηνή στην οποία παρακολουθείς έναν αγριεμένο μονόκερο να κατασφάζει με το γυαλιστερό του κέρας έναν μαστουρωμένο γυμνό χίπη.

Το καλοκαίρι της Σόουλ/ Summer of Soul (…Or, when the revolution could not be televised)

Σκηνοθεσία: Αμίρ “Questlove” Τόμσον

Τελικά ίσως η ιστορία να μην είναι και τόσο αμερόληπτη στον τρόπο που καταγράφει τα γεγονότα. Το καλοκαίρι του 1969, που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως το καλοκαίρι του Γούντστοκ, ένα διαφορετικό μουσικό φεστιβάλ έλαβε χώρα κάποια χιλιόμετρα μακριά. Το Harlem Cultural Festival ήταν μια σειρά από μουσικές συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν στην ομώνυμη γειτονιά του Μανχάταν της Νέας Υόρκης το καλοκαίρι του 1969, με σκοπό τον εορτασμό της αφρικανικής αμερικανικής μουσικής και την προώθηση της μαύρης υπερηφάνειας. Ενώ το Γούντστοκ προσέλκυσε ένα ακροατήριο 400 και άνω χιλιάδων ατόμων, στο φεστιβάλ του Χάρλεμ συμμετείχαν πάνω από 300 χιλιάδες άνθρωποι, κι όμως δεν έχει μνημονευθεί ως εξίσου σημαντικό.

«Το καλοκαίρι της Σόουλ» είναι ένα behind-the-scenes μουσικό ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στο φεστιβάλ αυτό και παρουσιάζει ένα εκπληκτικό, σπανιότατο υλικό, που έμεινε καταχωνιασμένο σε ένα υπόγειο για πάνω από 50 χρόνια, περιμένοντας να βγει στο φως. Θρύλοι της λεγόμενης «μαύρης μουσικής», όπως οι Stevie Wonder, Mahalia Jackson, Nina Simone, The 5th Dimension, και πολλοί άλλοι, ανεβαίνουν στη σκηνή για μοναδικές εμφανίσεις, τις οποίες παρουσιάζει το φιλμ. Το ντοκιμαντέρ έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο που μας πέρασε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σάντανς, κερδίζοντας το Βραβείο Κοινού, αλλά και το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής.

Ο Αμίρ Τόμσον, γνωστός ως Questlove, εκτός από την ενασχόλησή του με τη μουσική, επιδίδεται και στην σκηνοθεσία ταινιών. Όταν ανακάλυψε το ξεχωριστό αυτό υλικό, μέσα στην έκπληξή του αναρωτήθηκε, ποια θα ήταν η επίπτωσή του στη ζωή του, αν είχε έρθει σε επαφή μαζί του νωρίτερα; Την ίδια απορία έχουμε κι εμείς τώρα, αφού το παρακολουθήσαμε. Μέσα από τις συνεντεύξεις γνωστών κι αγνώστων (που, εδώ που τα λέμε, θα προτιμούσαμε να μην παρεμβάλλονται στις εξαίρετες εμφανίσεις), το ντοκιμαντέρ αυτό συμβάλλει στην πνευματική μας ανάταση, αποδεικνύοντας πόσο αποτελεσματική είναι η μουσική σε καιρούς κρίσεων.

Εκτός απ’ τoν εορτασμό της μουσικής, η γιορτή αυτή ήταν κυρίως μια πολιτική δήλωση. Αυτό δηλώνει κι ο εναλλακτικός τίτλος “When The Revolution Could Not Be Televised”. Μια επανάσταση την οποία είχαν προαισθανθεί και οι καλλιτέχνες. «Η Νίνα Σιμόν ήξερε πολύ καλά τι φράγματα έσπαγε με τα τραγούδια της, και τα “έριχνε” στο πρόσωπο των ανθρώπων. Στη φωνή της άκουγες τον πόνο μας, αλλά και την περιφρόνηση αυτού του πόνου», ακούγεται να λένε οι ομιλούντες στο ντοκιμαντέρ. Και μετά μια καίρια απορία που εκφράζει η ίδια η ιέρεια: «To καθήκον του καλλιτέχνη είναι ν' αντανακλά την εποχή του».

Cryptozoo

Σκηνοθεσία: Ντας Σο

Επηρεασμένοι πολλοί από την άποψη ότι το animation δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό είδος σινεμά, σπεύδουν να απορρίψουν ένα φιλμ ή ένα ντοκιμαντέρ αυτού του είδους, δίχως να δώσουν στον εαυτό τους την ευκαιρία να μαγευτούν από κάτι διαφορετικό. Μπορεί να μην είμαστε εξοικειωμένοι στο να βλέπουμε καθημερινά τέτοιο περιεχόμενο, ωστόσο δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το ότι οι ενήλικες ταινίες animation έχουν συνήθως ως πρόταγμα την ανάδειξη του στιλ πάνω απ’ την ουσία. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και το «Cryptozoo».

Η ταινία ξετυλίγει την ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων που, με αρχηγό την Λόρεν Γκρέι, αναζητούν ένα σπάνιο ιαπωνικό πλάσμα που ονομάζεται «Μπακού» και έχει την ικανότητα να τρέφεται απ’ τα όνειρα. Στόχος τους είναι να το φέρουν στο Cryptozoo, ένα ζωολογικό πάρκο - καταφύγιο για διάφορα θρυλικά και φολκλορικά πλάσματα που ονομάζονται κρυπτίδια. Ανάμεσά τους ένας γρύπας, μονόκεροι, πήγασοι, γιγαντιαία φίδια, αλκονόστ, μια γοργόνα. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει δώσει εντολή στον στρατό να κυνηγήσει τους ανθρώπους αυτούς και να αιχμαλωτίσουν το «Μπακού» για να το αξιοποιήσουν, ώστε να επιτεθούν στην αντικουλτούρα των ‘70s. Χρησιμοποιώντας το «Μπακού» προκειμένου να «ρουφήξει» τα όνειρα των ανθρώπων, δεν θα μπορέσει να υπάρξει μέλλον.

Αψηφώντας για λίγο τη λογική, ο σκηνοθέτης Ντας Σο δημιουργεί έναν ευφάνταστο και ψυχεδελικό, δουλεμένο στο χέρι εικαστικό κόσμο, στον οποίο ο θεατής μπορεί να απολαμβάνει την ομορφιά των μυθικών πλασμάτων, σκηνές σεξ και βίας, έναν χρωματιστό αγώνα για το δικαίωμα στην ουτοπία. Η γραφιστική δουλειά σπαρταράει από ζωντάνια μπροστά στα μάτια σου, ωστόσο οι ενδιαφέρουσες εικαστικές ιδέες δεν σε αποζημιώνουν ως προς όλες τις υπόλοιπες τεχνικές πτυχές - οι φωνές, για παράδειγμα, εξαιρουμένης της δουλειάς της Λέικ Μπελ, που δάνεισε τη φωνή της στην πρωταγωνίστρια, χρειάζονταν λίγο παραπάνω συναίσθημα, ώστε να δέσουν αρμονικά με τον οπτικό ρυθμό και τις ανάγκες του.

Ενώ η πρώτη σκηνή μου άρεσε πολύ και με ενθάρρυνε για τη συνέχεια, η ταινία στο σύνολό της δεν κατάφερε να με ικανοποιήσει πλήρως, όσο κι αν με γοήτευσε. Ίσως δεν με βρήκε στην κατάλληλη στιγμή και να απαιτεί και δεύτερη προβολή. Είναι, πάντως, παράξενο να παρακολουθείς μια ταινία κινουμένων σχεδίων, που πραγματεύεται ζητήματα κοινωνικά, όπως η επιβίωση της διαφορετικότητας, η χίπικη ουτοπία, η ήττα του καπιταλιστικού ενστίκτου και αυτή να πασχίζει να προωθηθεί περισσότερο ως διανοουμενίστικη και εσωστρεφής, από το να επιχειρήσει να συνδεθεί άμεσα με την πραγματικότητα και να ξεχωρίσει γι’ αυτό.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ