Επίκαιροι προβληματισμοί για τον Διάβολο που κρύβουμε μέσα μας

Μετά το «χόλι μάουντεν» και το «Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία», το τρίτο βιβλίο του Νίκου Βεργέτη με τίτλο «Τορκί Μπαρ» κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Έρμα κι έρχεται να αφηγηθεί, μεταξύ άλλων, μια αναπάντεχη ποδοσφαιρική ιστορία.

Επίκαιροι προβληματισμοί για τον Διάβολο που κρύβουμε μέσα μας
ΠΡΟΒΟΛΗ

Ο Νίκος Βεργέτης δεν νομίζω πως χρειάζεται επιπλέον συστάσεις, ιδίως μετά την επιτυχία που γνώρισαν τα δύο πρώτα λογοτεχνικά του έργα. Το «χόλι μάουντεν» κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Κέλευθος και μπορεί να πει κανείς πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε κάτι σαν συγγραφικό viral, τουλάχιστον μεταξύ των Αθηναίων αναγνωστών που έβλεπαν το βιβλιαράκι του να φιγουράρει πρώτη μούρη στα προτεινόμενα της «Πολιτείας». Εκεί το πέτυχα κι εγώ, σε μια απ’ τις επισκέψεις της τότε φοιτητικής ρουτίνας μου στο μεγάλο βιβλιοπωλείο. Ο τίτλος, μεταγραμμένος στα ελληνικά και παραπέμποντας απευθείας στην ομότιτλη ταινία του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, με έπεισε τελικά να το αγοράσω. Το “Holly mountain” στο βιβλίο δηλώνει την ονομασία ενός θεϊκού κοκτέιλ, όπως λέμε “Pornstar Martini” ή “Hotty seniorita”.

Ένα κείμενο συνειρμικό, με μια γλώσσα που συνδυάζει διάφορα στοιχεία, όπως λυρισμό, αργκό, μελό, κωμωδία, δράμα, ηδυπάθεια και ασταμάτητες αναφορές στη σύγχρονη τέχνη. Η χειμαρρώδης αφήγηση (ή το παραλήρημα, όπως χαρακτηρίζεται) ενός μελλοθάνατου ασθενή στάθηκε και ως αφορμή για διχασμό, με τη μία πλευρά να ψέγει τη νουβέλα ως ψευτοαριστερίστικη, δήθεν κουλτουριάρικη, έναν αχταρμά με μια λέξη, ενώ η άλλη πλευρά την επαίνεσε για τον ζωηρό, κυνικό λόγο, τις πολυάριθμες εικόνες και τη διαχείριση της δύσκολης θεματικής του θανάτου. Πρόσφατα ο ίδιος ο συγγραφέας μοιράστηκε στο λογαριασμό του στο Facebook την πληροφορία ότι στις αρχές του νέου έτους το βιβλίο θα ανεβεί στο θέατρο 104 με τον Κώστα Μπάρα, σε σκηνοθεσία Ζωής Ξανθοπούλου. Να και κάτι που έχουμε να περιμένουμε.

Για εμένα το «χόλι μάουντεν» ήταν το βιβλίο του 2017. Δεν θα το άλλαζα με κανένα άλλο κι ας ήταν μια χρονιά που στιγματίστηκε από πολλές γόνιμες και ξεχωριστές καταθέσεις, όπως το «Μπορείς;» της Έρσης Σωτηροπούλου ή το «Πώς φιλιούνται οι αχινοί» της Αλεξάνδρας Κ*. Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία» κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά, πάλι από τις εκδόσεις Κέλευθος και αφορά σε μία συλλογή από 23 διηγήματα αστικών ιστοριών με δόσεις σουρεαλισμού. Αυτή τη φορά ο Βεργέτης καταπιάνεται με διάφορους ήρωες, ενώ τον απασχολούν έντονα τα ζητήματα του χρόνου, της μνήμης και της λήθης. Το κοινό σημείο συνάντησης των ιστοριών αυτών είναι ένα αόρατο, ανύπαρκτο όριο: Iπποκράτους και Ασκληπιού γωνία. Αποτυχημένες σχέσεις, δουλειές δυστυχισμένες, απώλειες, έρωτες, ο μεγάλος τρόμος της ανθρώπινης ύπαρξης, μανιφέστα και αφορισμοί.

Tο καλοκαίρι που μας πέρασε κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Έρμα το τρίτο βιβλίο του με τίτλο «Τορκί Μπαρ». Το βιβλίο σηματοδοτεί για τον Βεργέτη μια μετάβαση από τη νουβέλα και το διήγημα στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Όσο βαρύγδουπος κι αν φαίνεται ο όρος, χρησιμοποιείται μόνο και μόνο για να περιγράψει τεχνικά τη φύση του έργου και όχι για να προϊδεάσει τον αναγνώστη για όσα συναντήσει μες στο βιβλίο. Ο συγγραφέας άλλωστε δεν εκδίδει τα έργα του με στόχο να γίνουν το επόμενο μπεστ σέλερ ή να αναδειχθεί ως ο συγγραφέας της χρονιάς, παρά το γεγονός ότι το 2018 έλαβε το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη από το Περιοδικό Κλεψύδρα. Αυτό το μήνυμα έχω λάβει, δηλαδή, διαβάζοντάς τον. Φαίνεται πολύ ροκ άνθρωπος ο Νίκος Βεργέτης, δεν ησυχάζει, γράφει γι’ αυτά που υπερασπίζεται, ερωτεύεται, κλαίει, επαναστατεί. Δεν υποκρίνεται.

Το «Τορκί Μπαρ», λοιπόν, θέτει ως χρονική αφετηρία το σωτήριον έτος 1987, όταν, μέσα σε όλα τα σπουδαία και μεγάλα που συνέβησαν τότε, η Τορκί Γιουνάιτεντ καταφέρνει απροσδόκητα στην τελευταία αγωνιστική να παραμείνει στην τέταρτη κατηγορία της Αγγλίας και να μην υποβιβαστεί στις ερασιτεχνικές κατηγορίες. Η ομάδα έχει ως έδρα της το Τορκί, μια παραθαλάσσια πόλη στο Ντέβον της Αγγλίας, τη γενέτειρα της Άγκαθα Κρίστι. Μετά την εισαγωγική αυτή πληροφόρηση, ο αναγνώστης συναντά τους ήρωες του βιβλίου: τον Σκωτσέζο Τζίμι ΜακΝίκολ, κεντρικό αμυντικό της Τορκί Γιουνάιτεντ, που αφήνει την καριέρα του και το Ινβερνές για να έρθει μαζί με τον ερωτικό σύντροφο και συναθλητή του, Γκάρι Κέλι, στην Αθήνα και να ανοίξει το «Τορκί Μπαρ» στη Νέα Σμύρνη, τον Άρη Χρήστου, έναν καταθλιπτικό μεσήλικα «που βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τον θάνατό του» και πιστεύει πως μια κατσαρίδα ζει κάτω απ’ το δέρμα του, και τα αδέρφια Άγρα που, προκειμένου να επιβιώσουν στη σκληρή πραγματικότητα της Αθήνας, γίνονται ιδιοκτήτες ενός εκκεντρικού γραφείου μνημοσύνων.

Αρκετές είναι οι ομοιότητες που εντοπίζονται σε σχέση με τα δύο προηγούμενα πονήματά του. Για παράδειγμα η ζωή του Άρη Χρήστου μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τον ήρωα στο διήγημα «Η δίκη» από το δεύτερο βιβλίο του. Επίσης, δεν αποφεύγει ούτε αυτή τη φορά να μπολιάσει το κειμενικό του υπόστρωμα με ένα ασταμάτητο name-dropping σε μουσικά συγκροτήματα και ροκ τραγουδιστές: Ρόρι Γκάλαχερ, Night Knight, Portishead, Jeff Buckley, The Rolling Stones, Nick Cave κτλ. Τη λέξη εγώ την φορτίζω θετικά, αν και κατανοώ πως έχει απηχεί σε πολλούς η συγκεκριμένη τακτική. Εκτός από το ότι το βιβλίο αποκτά με κάποιον τρόπο το προσωπικό του soundtrack, είναι κι ένας τρόπος να αφήσει ο συγγραφέας κάτι απ’ τον εαυτό του, προκειμένου να τον κατανοήσει περισσότερο ο αναγνώστης.

Το Τορκί Μπαρ γίνεται για τους παραπάνω ήρωες ο κοινός τόπος, το καταφύγιο όλων των κατατρεγμένων, των ετερόκλητων υπάρξεων που θέλουν να υμνήσουν τη σημασία της συντροφικότητας και την αξία των εμπειριών τους. Και πάλι ο Βεργέτης ασχολείται εντατικά με ζητήματα που αντηχούν τον εσωτερικό του παλμό κι αποτελούν και για τον ίδιο κορυφαίες αγωνίες, όπως η ματαιότητα της ύπαρξης, ο θάνατος, η απόδοση των τιμών μετά από αυτόν, το μοίρασμα κι ο αποχωρισμός, ο διάβολος που κρύβουμε μέσα μας. Κι όλα αυτά τα μαγειρεύει επιτυχώς προσθέτοντας μέσα και μια αναπάντεχη ποδοσφαιρική ιστορία. Το βιβλίο διαβάζεται μονομιάς, όχι τόσο λόγω της μικρής του έκτασης (μόλις 60 σελίδες μεγαλύτερο από τα δύο προηγούμενα), όσο εξαιτίας της συνεχόμενης ροής του σε συμβατικό, μετρήσιμο λόγο, λιγότερο αφαιρετικό και σουρεαλιστικό από πριν, ειλικρινή και περισσότερο ρεαλιστικό.

Τέλος, μέσα στις σελίδες του βιβλίου αυτού σκιαγραφείται με πολύ άμεσο τρόπο, η μεγάλη αλήθεια της εποχής μας: η ανάγκη να συνεχίσουν να υπάρχουν τα πάντα ακόμα κι όταν τελειώνουν, η ανάγκη όλων μας να ζούμε κάπως ακόμα και μετά το θάνατό μας. Η διατήρηση της μνήμης, με λίγα λόγια. Μια υπενθύμιση πως το γέλιο είναι ο φόρος που εισπράττει η θλίψη της κάθε απώλειας, ό,τι κι αν είναι αυτή. Ένα υπαρξιακό αίτημα που κατά τον ίδιο συμπυκνώνεται στα παρακάτω λόγια: «Θέλω να με θυμάστε σαν μια προοπτική, σαν κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ να γίνω, σαν μια ανεκπλήρωτη ιστορία· μόνο με αυτό τον τρόπο θα συνεχίσω να υπάρχω». Θα το απολαύσετε, είναι σίγουρο, αλλά συγχρόνως θα κινδυνεύσετε κι οι ίδιοι να αισθανθείτε μια κατσαρίδα να κινείται κάτω απ’ το δέρμα σας.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ