Οι δύο ακριβές παρακαταθήκες του Γιάννη Ρίτσου

Σαν σήμερα φεύγει απ’ τη ζωή ο σπουδαίος και πολυγραφότατος Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Το πλούσιο έργο του δημιουργού διατρέχουν απ’ άκρη σ’ άκρη οι στέρεες πεποιθήσεις του και οι ασταμάτητοι αγώνες σε έναν κόσμο που γκρεμίζεται.

Οι δύο ακριβές παρακαταθήκες του Γιάννη Ρίτσου
ΠΡΟΒΟΛΗ

Στις 11 Νοεμβρίου 1990 ο ακάματος εργάτης του λόγου Γιάννης Ρίτσος φεύγει απ’ τη ζωή, αφήνοντας με τη φυσική του απουσία τον κόσμο αυτό στην τύχη του. Ο σπουδαίος ποιητής της «Ρωμιοσύνης», του «Επιταφίου», της «Σονάτας του Σεληνόφωτος» σημειώνει μια άνω τελεία στα χαρτιά του, μεταφέροντας έτσι το μήνυμα πως στο «μετά από εκείνον» ο ίδιος δεν θα πάψει να είναι παρόντας, αφού οι πνευματικές καταθέσεις του διαπνέουν την ελληνική ιστορία κι αφού 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές περιμένουν ακόμη να βγουν στο φως. Η ζωή του δοκιμάστηκε από πολλές δυσκολίες, οικογενειακές, προσωπικές, παρ’ όλα αυτά η γραφή ήταν πάντοτε το απάγκιό του ή, μάλλον, ο βασικός ορισμός της ύπαρξής του, ο σκοπός του. Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτείται από 100 και πάνω ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα, 4 θεατρικά έργα, παράλληλα με διάφορες μελέτες για ομοτέχνους του, μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα.

Γεννήθηκε Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά. Με το που περάσει ο επισκέπτης το κεντρικό καλντερίμι, στο σημείο που ξεκινά η μαγευτική καστροπολιτεία, συναντά το διώροφο σπίτι που αντικρύζει το Μυρτώο Πέλαγος. Στην αυλή του κτίσματος δεσπόζει η σοφή προτομή του Έλληνα ποιητή να αγναντεύει το βαθύ ελληνικό μπλε. Εκεί που ο ίδιος, παιδί ακόμα, σκάρωσε τους πρώτους του στίχους. Ο Ρίτσος ήταν το τέταρτο παιδί μιας αρχοντικής κι εύπορης οικογένειας που σύντομα όμως εξέπεσε, όταν ο πατέρας του καταστράφηκε οικονομικά. Το 1921 πεθαίνουν από φυματίωση ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του, που θέριζε τότε την Ελλάδα, ενώ το 1926 αρρωσταίνει κι ο ίδιος απ’ τη νόσο και μπαινοβγαίνει για καιρό στα φθισιατρεία.

Η ποίησή του είναι κυρίως τρισυπόστατη, συνδυάζοντας στοιχεία επικά, λυρικά, δραματικά. Μέσα από τους στίχους του υποτάσσει την ιδεολογία στην τέχνη, εσωτερικεύοντας κι αναπροβάλλοντας την πραγματικότητα, εκφράζοντας ταυτόχρονα σωτήριους δρόμους για τα διάφορα εμπόδια και αδιέξοδα της εποχής του. Χωρίς καμία πρόθεση να υποτιμηθεί το συνολικό του έργο, το οποίο πραγματικά είναι απαράμιλλης αξίας και μέσα από αυτό έχει υπηρετήσει την ποίηση σαν ένα χρέος προς το κοινωνικό σύνολο, είναι ωφέλιμο να σταθεί κανείς στα δύο μεγάλα, πιο επικά και αναγνωρισμένα έργα του, τον «Επιτάφιο» και τη «Ρωμιοσύνη».

Τον Φεβρουάριο του 1927 εισήχθη στη «Σωτηρία», όπου έμεινε για τρία χρόνια. Κατά την παραμονή του εκεί, στην τρίτη θέση του σανατορίου, ανάμεσα σε άπορους ταλαιπωρημένους φθισικούς, γνωρίστηκε με μαρξιστές συνδικαλιστές και διανοούμενους της εποχής και μάλιστα ανέπτυξε έντονη φιλία με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που νοσηλευόταν εκεί και θα πέθαινε τρία χρόνια αργότερα. 

«Στην πτέρυγα της Πολυδούρη, στο ισόγειο», θα αφηγηθεί δεκαετίες μετά ο Ρίτσος στον κριτικό λογοτεχνίας και κινηματογράφου Κώστα Σταματίου, «υπήρχε μια μεγάλη «αίθουσα υποδοχής» με το μοναδικό πιάνο με ουρά σ’ όλη τη Σωτηρία. Τ’ απογέματα, πήγαινα εκεί κι έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο, η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε… Ούτε καν εικοσάχρονος εγώ, τελείως άγνωστος… άγνωστη κι αυτή, αφού δεν είχε τυπώσει καμιά συλλογή… Βλεπόμαστε τακτικά, ανταλλάσσαμε βιβλία για διάβασμα. Γίναμε φίλοι… Ήταν μια νέα γυναίκα εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς». Η Πολυδούρη του αφιερώνει το ποίημα «Θυσία», που συμπεριλήφθηκε στην πρώτη ποιητική συλλογή της «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928).

Στα πρώτα αυτά καθοριστικά χρόνια της ζωής του, ο Ρίτσος διαμορφώνει την ταυτότητά του, η οποία ποτέ δεν αποσπάστηκε από την ιδεολογία του. Η πένα του είναι επαναστατική γιατί ο ίδιος καταγράφει τον εσωτερικό του κόσμο ως μάρτυρας της ιστορίας, ως κάποιος που επιθυμεί να ανατρέψει αυτό που παρατηρεί. Η «ρετσινιά» του κομμουνιστή είναι ένα στοιχείο που οι κριτικοί φαίνεται χαριστικά να «παραβλέπουν» μελετώντας την εργογραφία του. Ωστόσο αυτό συνιστά εξ υπαρχής μια λανθασμένη προσέγγιση· η γιγάντια πνευματική κατάθεση του χαλκέντερου Ρίτσου δεν είναι επιδεκτική ελαστικότητας. Η ποίησή του είναι φύσει κομμουνιστική, γι’ αυτό και δεν θα έπρεπε να αποσπάται από αυτό το χαρακτηριστικό και να υποβιβάζεται (πάντοτε εν σχέσει με το προσωπικό του όραμα του δημιουργού) στην αποκλειστικά ανθρωπιστική γραφή. Και προπάντων δεν θα έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο για να τον διαβάσει κάποιος.

Η έμπνευση πίσω από τον «Επιτάφιο»

Το 1934 ο Ρίτσος γράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, ενώ εκδίδει και την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ» και παράλληλα σχετίζεται με την εφημερίδα «Ο Ριζοσπάστης» δημοσιεύοντας κείμενα στη στήλη «Γράμματα για το μέτωπο». Ένας από τους λόγους που συγκινεί η διαδρομή του Γιάννη Ρίτσου, είναι το γεγονός ότι ήταν από τους πλέον πολιτικοποιημένους στο χώρο του πνεύματος, κάτι που φυσικά του κόστισε. Όλη του η ζωή μια ταύτιση με τους κοινωνικούς αγώνες, το κομμουνιστικό κίνημα. Συνεχώς υπό παρακολούθηση και διωγμό. Βίωσε τα κολαστήρια της εξορίας σε πολλές και διάφορες περιόδους της ζωής του. Εξορίστηκε στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου, ενώ κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε στη Γυάρο και στη Λέρο.

Από́ τις 29 Απριλίου του 1936 οι καπνεργάτες στη Θεσσαλονίκη είχαν κηρύξει γενική απεργία. Οι δρόμοι πλημμύριζαν κάθε μέρα από́ χιλιάδες μέλη της εργατικής τάξης όλων των κλάδων πλέον, που διαδήλωναν αδιαφορώντας για τις σχετικές απαγορεύσεις που εξέδιδε η Χωροφυλακή́. Ο απεργιακός αγώνας κλιμακώθηκε την Πρωτομαγιά́. Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς ζήτησε από́ την Αστυνομία δραστική́ καταστολή́ των κινητοποιήσεων, ενώ στις 8 Μάϊου 1936, στήθηκαν απέναντι από́ τα οδοφράγματα των εργατών πολυβόλα έτοιμα να χρησιμοποιηθούν την επόμενη μέρα κατά́ του πλήθους. Στις 9 Μαΐου του 1936, ο νεαρός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης έπεσε νεκρός από σφαίρες της αστυνομίας στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Αμέσως μετά το συμβάν οι απεργοί ξήλωσαν μια πόρτα και περιέφεραν πάνω της το σώμα του νεαρού εργάτη.

Ένας ματωμένος Μάης που δεν σβήστηκε ποτέ απ’ τη συλλογική μνήμη. Στο φύλλο της 10ης Μάη του 1936 ο Ριζοσπάστης θα δημοσιεύσει τη φωτογραφία της μαυροφορεμένης Κατίνας, της τραγικής μάνας του νεκρού να θρηνεί πάνω από το σώμα του. Η εικόνα θα μείνει στην ιστορία και θα συγκλονίσει τον Γιάννη Ρίτσο, δίνοντάς του την έμπνευση για τη συγγράψει τα τρία πρώτα μέρη της συλλογής του «Επιτάφιος». Δύο μέρες μετά, στις 12 Μαΐου, ο Ριζοσπάστης τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο «Μοιρολόι». Απόσπασμα:

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,

πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω

καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,

Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα

καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Η συλλογή «Επιτάφιος» εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα. Το καθεστώς Μεταξά έριξε σε δημόσια πυρά, μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, πλήθος βιβλίων και ανάμεσα σε αυτά ήταν και τα τελευταία 250 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης. Νέα έκδοση του «Επιτάφιου» δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μετά από είκοσι χρόνια. Το ποίημα είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόι. Αφομοιώνει και στοιχεία Κρητικής Αναγέννησης, ενώ απηχεί και στον ορθόδοξο Επιτάφιο Θρήνο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε το 1960 τον «Επιτάφιο» σε ερμηνεία του ρεμπέτη Γρηγόρη Μπιθικώτση και εκτέλεση Μανόλη Χιώτη, σηματοδώντας την αρχή της διάδοσης της ποίησης του Ρίτσου στο πλατύ κοινό, που μπήκε σε όλα τα στόματα, κατευόδωσε νεκρούς και ενέπνευσε καινούργιους αγώνες, πάντα μαζί με το έτερο μεγάλο έργο, τη «Ρωμιοσύνη».

Η Ρωμιοσύνη

Η «Ρωμιοσύνη» ήρθε λίγο αργότερα, αμέσως μετά τις τραγικές εμπειρίες της γερμανικής κατοχής, της Αντίστασης, του εμφυλίου πολέμου και της εξορίας, όπου ο ποιητής συνθέτει τις επτά ενότητες του ποιήματος προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού: ο αιώνιος πόθος για ελευθερία, οι αγώνες, ο πόνος που έχει γίνει δέρμα, η γενναιότητα. Εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1954 ως μέρος της ευρύτερης συλλογής «Αγρύπνια», όμως το 1966 αποσπάται από το σώμα της «Αγρύπνιας» και εκδίδεται για πρώτη φορά χωριστά, σε αυτόνομη έκδοση. Με έναν πολύ προσωπικό τρόπο συνδέει στοιχεία παράδοσης και ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, παραδίδοντας μια ανάγλυφη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.

Τα συναισθήματα του Ρίτσου διατρέχουν ολόκληρο το έργο, η φόρτισή του είναι έκδηλη. Χαρακτηριστικές εικόνες απηχούν τον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής, ενώ την ίδια ώρα, εκτός από το να ορίζει την ρωμιοσύνη (τον νεότερο ελληνισμό) έτσι όπως ο ίδιος τη θωρεί, αναρωτιέται για τα διακριτά και δυσδιάκριτα όριά της. Όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα που απαρτίζουν τον ελληνικό χώρο βαραίνουν τη συνείδησή του με τις προεκτάσεις που τους προσδίδει ο πόνος του ποιητή, οι πόθοι και η αγάπη του. Το φυσικό τοπίο, τα πρόσωπα, οι άυλες αναφορές είναι όλα βυθισμένα σε μια αγάπη που ξεπερνά τον ποιητή, σε μια αγάπη που πηγάζει από μια βαθιά επιθυμία για την ελευθερία της πατρίδας.

Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε ορισμένα αποσπάσματά της και στο δίσκο που κυκλοφόρησε το 1966 τους στίχους ερμηνεύει πάλι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Τα τραγούδια της «Ρωμιοσύνης» αποδείχτηκαν επαναστατικά και διαχρονικά. Έγιναν τα τραγούδια της αντίστασης, του αγώνα, των διαδηλώσεων και των απεργιών. Για 15 χρόνια μετά, στη Χούντα και τη μεταπολίτευση βρέθηκαν στα χείλη όλων, στην πρώτη γραμμή του αγώνα των Ελλήνων. Και συνεχίζουν και σήμερα πιο ζωντανά από ποτέ, μιας και οι αγώνες δεν σταματούν. Απόσπασμα:

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,

αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,

αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,

αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,

σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,

σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.

Φωτογραφίες: www.yannisritsos.gr

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ