«Με την Ανδριάνα μεγαλώσαμε μαζί, η Ελένη είναι κάτι σαν μεγάλη μου αδελφή»

Ο Κώστας Λειβαδάς εξακολουθεί να αγαπά τη λογική της μπάντας, να πειραματίζεται διαρκώς μουσικά και να κάνει πάντα αυτό που νιώθει. Έτσι, η επιστροφή του στις ζωντανές εμφανίσεις στις 20 και 27 Νοεμβρίου στη Σφίγγα, δεν θα μπορούσε παρά να συμβεί έχοντας στο πλάι του τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα.

«Με την Ανδριάνα μεγαλώσαμε μαζί, η Ελένη είναι κάτι σαν μεγάλη μου αδελφή»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Με τον Κώστα Λειβαδά, όλα αυτά τα χρόνια που κινούμαστε και οι δύο στον καλλιτεχνικό χώρο, μας συνδέουν πολλά - οι τόποι, οι μπάντες, οι σκηνές, τα τραγούδια, μα πάνω απ’ όλα, τα πολλά κοινά αγαπημένα πρόσωπα.

Ωστόσο, έχω υπάρξει διαχρονικά και ενεργός ακροατής των πολλών και σημαντικών δίσκων του - η δημιουργική του πορεία ως τραγουδοποιού γενικότερα, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί μια «κατάθεση ψυχής» από τις πιο αυθεντικές στο τραγούδι τα τελευταία 20 χρόνια.

Είχαμε πολλά να πούμε, τόσο για την επιστροφή του στη Σφίγγα τα Σάββατα 20 και 27 Νοεμβρίου όσο και για τη μεγάλη αγάπη του για τη σκηνή, που γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια ότι έχει. Μιλήσαμε για την Ανδριάνα Μπάμπαλη που θα βρεθεί και πάλι στο πλάι του, την Ελένη Τσαλιγοπούλου που θα υποδεχτεί ως καλεσμένη στο πρώτο από τα δύο live του -στο δεύτερο καλεσμένος του θα είναι ο επίσης δικός του άνθρωπος Ρένος Χαραλαμπίδης-, για τους παλιούς και αγαπημένους του φίλους μουσικούς με τους οποίους θα βρεθεί ξανά επί σκηνής.

Και φυσικά, μας μίλησε πάνω απ’ όλα για τη σχέση ζωής του με τη μουσική, καθώς και για τον τρόπο που επιλέγει καθημερινά να υπάρχει και να δημιουργεί στον καλλιτεχνικό χώρο, σε μια καθαρά μουσική κουβέντα μαζί του που απόλαυσα πραγματικά.

Πώς είναι η επιστροφή στα live; Ξέρω ότι για σένα είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι αυτό.

Δεν ξέρω τι να σου πρωτοπώ γι’ αυτό. Κατάλαβα, από ένα σημείο της ζωής μου και μετά, επειδή είχα γράψει πάρα πολλά τραγούδια για άλλους ερμηνευτές, ότι κάποια στιγμή δημιουργήθηκε μια απόσταση στην προσωπική μου δισκογραφία. Δούλεψα πολύ για άλλους ερμηνευτές, και για την τηλεόραση, χοροθέατρο πολλά χρόνια με τη Δαγίπολη, που συνεργαζόμαστε ακόμη, έκανα μια ταινία, θέατρο. Από το 2010 που ξαναέπιασα το θέμα των προσωπικών δίσκων σε πολύ πιο τακτά χρονικά διαστήματα, σχεδόν κάθε δύο χρόνια, κατάλαβα ότι όλο το συνθετικό μέρος για όλους τους άλλους, με πάρα πολύ γνωστά τραγούδια, σχεδόν εξαφάνιζε πια το μέρος μου της προσωπικής δισκογραφίας και την υπεράσπισή του στη σκηνή.

Έγιναν μεγάλες επιτυχίες, γι’ αυτό συνέβη αυτό.

Ναι, και επειδή ζούμε σε έναν τελείως τραγουδιστοκεντρικό σύγχρονο πολιτισμό, δηλαδή ο Έλληνας είναι ερωτευμένος με τη «φωνάρα» του, με τον «ντελάλη» του. Οι τραγουδοποιοί από τους οποίους επηρεαστήκαμε εμείς, κρατούσαν το προσωπικό τους ημερολόγιο στους δίσκους τους και οι φωνές τους ήταν τελείως ταυτισμένες με το υλικό τους. Γι’ αυτό τον λόγο και εξέφραζαν και πολλές αποχρώσεις των πραγμάτων και όχι κραυγαλέα πράγματα. Όλοι αυτοί άρχισαν να αποχωρούν και εγώ έρχομαι από αυτή την οικογένεια, την οικογένεια των γκρουπ.

Ξεκίνησα με ένα γκρουπ μετά το σχολείο, τους Υπνοβάτες, και με τον ηλεκτρισμό πιο πολύ στο πετσί μου. Οπότε, όποια συνεργασία κι αν έγινε live, που ήταν ευτυχής, με ανθρώπους που τους είχα γράψει τραγούδια, εγώ κατάλαβα ότι πρέπει κάθε τόσο να είμαι στη σκηνή να παίζω τα τραγούδια μου, να φτιάχνω προγράμματα με όλα αυτά τα τραγούδια. Ο κόσμος είχε πάντα ένα «πρόβλημα» στο να λέει ότι το τραγούδι αυτό είναι του τάδε που το έγραψε, συνήθως λέει είναι του τάδε που το τραγούδησε.

Με τη δική μου περίπτωση ειδικά, εκεί γύρω στο 2010, υπήρχε συνέχεια αυτό το θέμα και φοβάμαι ότι θα κρατήσει και μια ζωή, γιατί βλέπω ότι και με όλους τους συναδέλφους που απλά έγραφαν, συνέβαινε το ίδιο. Έτσι κι αλλιώς, όμως, επειδή από νωρίς έπαιξα στο Fagotto στα Χανιά, πιάνο - φωνή, και πάντα ένιωθα την επικοινωνία αυτή, το να παίζω τραγούδια και να λέω ιστορίες, ως κάτι φυσικό, δεν το εγκατέλειψα ποτέ, απλά από το 2010 και μετά γίνεται σε πιο γοργούς ρυθμούς.

Τα περισσότερα από τα live σου αυτά ήταν μαζί με την Ανδριάνα Μπάμπαλη.

Με την Ανδριάνα, επειδή μεγαλώσαμε μαζί και ήμασταν ηλικιακά κοντά -από το γκρουπ του Νίκου Πορτοκάλογλου- δεν πέρασε χρονιά που να μην κάναμε 10-15 live μαζί, ό,τι κι αν έκανε ο καθένας μας στις άλλες, προσωπικές του διαδρομές. Το ίδιο έγινε και το καλοκαίρι σε μια μεγάλη συναυλία στου Ζωγράφου, όπου είχα καλεσμένους εκεί και την Ανδριάνα και τον Ρένο Χαραλαμπίδη, το ίδιο έγινε και το προηγούμενο καλοκαίρι, που ήταν ακόμη πιο σφιχτά τα πράγματα. Πήγαμε και στην Κύπρο φέτος με την Ανδριάνα μετά από καιρό.

Η ιδέα ξεκίνησε μετά του Ζωγράφου, αφού χαρήκαμε που ανοίγουν ξανά τα μαγαζιά και θα μπορούμε να έχουμε ένα παρών -κάτι που είναι τόσο ζωτικό για όλους μας-, να επαναλάβουμε μέρος αυτής της παράστασης εφ’ όλης της ύλης στη Σφίγγα, απλά με δύο καλεσμένους. Τον Ρένο Χαραλαμπίδη, που ήταν και στη συναυλία του Σεπτέμβρη και συνεργαζόμαστε 15 χρόνια τώρα στην παράσταση Το μπλέντερ, που για εμάς σημαίνει πολλά. Εκεί πρωτοτραγούδησε και ο Ρένος και πήρε την απόφαση να ηχογραφήσει μερικά τραγούδια. Και το άλλο βράδυ έχουμε την Ελένη Τσαλιγοπούλου, που έχουμε κάνει πάρα πολλά τραγούδια μαζί, έχει πει τα περισσότερα τραγούδια που έχω γράψει για κάποιον. Είναι κάτι σαν τη μεγάλη μου αδελφή.

Οπότε, τα live αυτά στη Σφίγγα τι ακριβώς σηματοδοτούν για σένα;

Η Σφίγγα είναι μια γιορτή-κάλεσμα-υπενθύμιση ότι εδώ είμαστε κι ότι αμέσως με το που ανοίγουμε ξανά, χρειάζεται να ξανασυστηθούμε λίγο. Και επίσης, το πιο σημαντικό για μένα, αυτά τα 2 χρόνια της πανδημίας, μαζί με δύο κορυφαίες προσωπικές απώλειες -έχασα τη μητέρα μου και τον αδελφό του πατέρα μου -, τα πέρασα κάνοντας τον δίσκο Περιοδεία εντός, ο οποίος κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του ’20, μέσα σε μία πολύ δραματική συγκυρία δηλαδή. Με το που βγήκε, μέχρι τον επόμενο Ιούνιο ουσιαστικά τα μαγαζιά ήταν κλειστά ή υπολειτουργούσαν.

Είχα ασχοληθεί κοντά 2 χρόνια με αυτό τον δίσκο, είναι ένας δίσκος που σημαίνει πολλά για μένα, οπότε στη Σφίγγα θα παιχτούν για πρώτη φορά και τα τραγούδια που ξεχώρισαν από τον δίσκο στα ραδιόφωνα, ήδη από τον Νοέμβριο του ’19. Μιας και στον δίσκο μοιραζόμαστε ντουέτα και με την Ελένη και με την Ανδριάνα, είναι μια πάρα πολύ καλή συγκυρία να πιαστεί και ένα ζωντανό νήμα του δίσκου από την αρχή.

Σχετικά με την παρουσία σου επί σκηνής, το έχω εισπράξει ως κάτι πολύ ζωτικό για εσένα το να βρίσκεσαι εκεί. Δίνεις ιδιαίτερες εκτελέσεις και μια άλλη ενέργεια στα τραγούδια σου, όπως είχε πάντα ενδιαφέρον να βλέπει κανείς στη σκηνή -και χωρίς να μπαίνω σε συγκρίσεις- τον Θάνο Μικρούτσικο, για παράδειγμα. Μιλάω γι’ αυτού του είδους τη «φτιαξιά», ενός δημιουργού επί σκηνής.

Σ’ ευχαριστώ για τη μνεία σου αυτή. Με τον μεγάλο Θάνο είχαμε μια σχέση όχι καθημερινή, αλλά πάντα τρυφερή και υποστηρικτική. Καταλαβαίνω τι λες, κατά κάποιον τρόπο οπωσδήποτε κι εγώ νιώθω ότι η θέση μου είναι πάνω στη σκηνή, όπως και ότι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η ενέργεια. Τα τραγούδια του Θάνου είναι και θα είναι εδώ, αλλά η παρουσία του επί σκηνής λείπει πολύ. Ήταν και εκρηκτικός performer, τραγουδιστής με όλη του την ψυχή - και πάρα πολύ ιδιαίτερος τραγουδιστής.

Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, οι εκτελέσεις ψυχικά που θα ακούσεις από αυτόν που έγραψε το τραγούδι -είτε είναι η μάνα του τραγουδιού είτε ο πατέρας- είναι πιο κοντά στο τραγούδι από οτιδήποτε άλλο. Ένας μεγάλος ερμηνευτής, φυσικά και μπορεί να το πάρει και να σου το απογειώσει, να σου το πάει σε περιοχές που ποτέ δεν είχες φανταστεί, αλλά πάντα κι εγώ έτσι ήμουν από μικρός. Λάτρης των εκτελέσεων που έκαναν οι δημιουργοί, ακόμα και οι μεγάλοι μας συνθέτες. Υπάρχουν πολλές εκτελέσεις και του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη αλλά και του Ξαρχάκου -που πολλές φορές τραγουδάει και πολύ λίγος κόσμος ξέρει πόσο ωραία τραγουδάει- που τις θεωρώ τις κορυφαίες.

Και του Λοΐζου επίσης…

Βέβαια, ο Λοΐζος τραγούδησε πολύ και πάρα πολύ ωραία. Και του Μούτση, που οι προσωπικοί του δίσκοι ήταν καταπληκτικοί. Αλλά εμείς μεγαλώσαμε με το μοντέλο τραγουδοποιών της δεκαετίας του ’80, που όλα ήταν ταυτισμένα εκεί. Ήταν ο Γερμανός που ξεκίνησε αυτή την ιστορία - εννοείται ο Σαββόπουλος πιο πριν, ήταν ο Πορτοκάλογλου και οι «θεοί» Κατσιμίχες.

Υπάρχει ένα νήμα από εκεί που εμένα με απασχολεί πάρα πολύ, γιατί στη σημερινή εποχή, έτσι όπως διαμορφώνονται οι συνισταμένες του τραγουδιού, κάπως «στραγγαλίζεται» αυτός ο χώρος. Του τραγουδοποιού δηλαδή που θα βγει απλά να πει τις ιστορίες του, το προσωπικό του ημερολόγιο, κάποια έργα που φαντάστηκε και αποτελούν έναν κόσμο. Είμαστε η τελευταία γενιά, αν και υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις, που πήγαινε στις συναυλίες όχι για να δει κάτι ή να βιντεοσκοπήσει τον εαυτό της, ότι «ήμουν κι εγώ εκεί», αλλά για να ακούσει. Να φύγει φωτεινότερη, δυνατότερη και ευγενέστερη, να ζήσει μια διαδραστική εμπειρία που μπορεί να της αλλάξει τη ζωή ακόμα.

Βλέποντας την πορεία σου μέσα στα χρόνια, σε ποια περίοδο βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή δημιουργικά;

Με τον δίσκο Περιοδεία εντός, ουσιαστικά μία συλλογή που περνάει από όλα τα είδη που αγάπησα και προσπάθησα -είναι βαρύ το ρήμα, αλλά θα το πω- να υπηρετήσω στο τραγούδι ή τον τρόπο που αντιλαμβανόμουν εγώ τις επιρροές μου και τους σταθμούς μου, είναι σαν να έγινε ένα restart. Δηλαδή, σαν να έκανα τον πρώτο μου δίσκο ξανά, το Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα, αλλά σε μια πιο ώριμη ηλικία, γιατί και ο πρώτος μου δίσκος ήταν πολυσυλλεκτικός σε είδη και επιρροές. Παράλληλα, επειδή ηχογράφησα και τα δύο έργα που είχαμε κάνει με τη Δαγίπολη, με το χοροθέατρο, όπου έγραψα τη μουσική, κάποια στιγμή θέλω να βγάλω και αυτά.

Έχεις και την επιθυμία να γράψεις για άλλους ξανά;

Νιώθω ότι μπαίνω σε μια νέα φάση να ξαναγράψω τραγούδια, και για άλλους και να πάω και το δικό μου πράγμα σε μια άλλη περιοχή, λίγο πιο πέρα. Σε κάτι που θα εκπλήξει κι εμένα και θα ξαναφέρει τον ηλεκτρισμό λίγο παραπάνω στο παιχνίδι. Εγώ λέω πάντα -κι είναι μεγάλη αλήθεια αυτό, δεν είναι σχήμα λόγου- ότι ο πατέρας μου είναι το λαϊκό τραγούδι και η μάνα μου το ηλεκτρικό. Έτσι ήταν και οι γονείς μου, τους οποίους έχω χάσει. Ήταν φανατικοί συλλέκτες -μεγάλωσα σ’ ένα τέτοιο σπίτι- και ακροατές, τελείως ετερόκλητοι, ο ένας του λαϊκού τραγουδιού κι ο άλλος του ηλεκτρικού και του ελαφρού. Αυτό μαζί με πάρα πολλές ακόμη επιρροές που μπήκαν στη ζωή μου, αποτέλεσε ένα σημείο αναφοράς.

Δεν είχα κάποιον σπόρο αρχικό από αυτό που αργότερα αποκλήθηκε «έντεχνο», άλλωστε εμείς στο σπίτι ακούγαμε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοΐζο, έργα κι άλλων Ελλήνων και ξένων συνθετών, χωρίς να κάνουμε τέτοιου είδους διακρίσεις. «Έντεχνο» είναι μία ταμπέλα που βόλεψε τις εταιρείες μετά το 2005 για να φτιάξουν κατηγορίες και μπήκαμε χιλιάδες άνθρωποι μέσα εκεί, χωρίς να σημαίνει και τίποτα. Οπότε, παρά τα πολλά ακούσματα που έχω από Έλληνες συνθέτες, θα έλεγα ότι αυτοί οι δύο πόλοι με καθορίζουν ακόμα.

Αυτό που έχω εισπράξει πάντως εγώ από τα τραγούδια σου όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι έκανες πάντα αυτό που έλεγε η καρδιά σου μουσικά. Δεν νομίζω να πήγες ποτέ στη λογική να ακολουθήσεις τα βήματα κάποιου. Γι’ αυτό και πολλά τραγούδια σου αγαπήθηκαν από ένα ευρύτερο κοινό, που υπερβαίνει αυτό που ονομάζουμε «έντεχνο».

Καταλαβαίνω τι λες, αλήθεια είναι αυτό. Κοίταξε, αυτή η ιστορία έχει δύο όψεις. Κακά τα ψέματα, ο ακροατής θέλει να ακούει έναν καλλιτέχνη διαρκώς όπως τον έχει συνηθίσει, με ένα στιλ και ένα ύφος που τον «κούμπωσε». Αν αυτός έχει και μία περσόνα, είτε από φυσικού του είτε -ως μεγάλος καλλιτέχνης- την επινόησε στη σκηνή, και ο ακροατής «αναγνωρίζεται» μαζί του, βλέπει τον εαυτό του πολύ εύκολα σε αυτό -για να το πω σε καλά ελληνικά, κάνει identification-, τόσο πιο πολύ αυτό το πράγμα δημιουργεί έναν μόνιμο πυρήνα θεατών και ακροατών, ακολουθητών και πιστών.

Η άλλη όμως πλευρά, που εγώ την έχω ζήσει πάρα πολύ, έχει να κάνει με αυτόν που πειραματίζεται και δημιουργεί όχι μέσα σ’ ένα στενό καλλιτεχνικό πλαίσιο, πρόσωπο ή άρμα, όπου έφτιαξε τραγούδια. Πράγματι, τα τραγούδια αυτά υπερβαίνουν πάρα πολύ τα όρια, τα «στρατόπεδα» ή τις κατηγορίες αυτές. Δεν είναι τόσο αυτή η διαδρομή στέρεη στο να φτιάχνει μόνιμους πιστούς πυρήνες, μικρότερους ή μεγαλύτερους, ειδικά αν δεν συνοδεύεται πολύ έντονα κι από μία στρατευμένη -θα έλεγα κομματικά, όχι απλώς πολιτικά- γραμμή και παρουσία.

Σου δίνει όμως αυτό το μεγάλο απρόβλεπτο δώρο: Ότι αν θέλεις πράγματι και καταλαβαίνεις μέσα από τη λειτουργία του καθημερινού, λαϊκού τραγουδιού τη συνάντηση με τον κόσμο, σου δίνει πίσω αυτή τη χαρά και την ανταμοιβή. Γι’ αυτό και το Για να σε συναντήσω το χρησιμοποιώ πολύ τελευταία σαν τραγούδι.

Ναι, γι’ αυτό και πολλά τραγούδια σου έχουν «πιστούς», ανθρώπους που τα αγαπούν διαχρονικά, που όμως δεν τα έχουν συνδέσει απαραίτητα με εσένα, τον άνθρωπο που τα έγραψε. Σαν να τα έχουν κάνει περισσότερο «δικά τους».

Σε αυτό παίζει ρόλο η διπλή ιδιότητα που σου έλεγα, μη γελιόμαστε. Προχθές έβλεπα ένα κουίζ που έκαναν στην τηλεόραση, με πάρα πολύ μεγάλα τραγούδια Ελλήνων δημιουργών, σε περαστικούς στον δρόμο. Οι 3 στους 10 απάντησαν σωστά και μιλάμε για τραγούδια που είναι μέσα στο DNA μας. Και εγώ και η Ανδριάνα, γιατί κι εκείνη έχει πλέον πίσω της 20 χρόνια δισκογραφίας, θελήσαμε λοιπόν να φτιάξουμε το δικό μας live, με τη δική μας ατμόσφαιρα, και με τραγούδια που αγαπάμε άλλων όπως τα αντιλαμβανόμαστε εμείς. Να μην εγκαταλείπουμε αυτή τη διαδρομή και αυτό το «σύμπαν», γιατί αυτό που λες ισχύει σε μεγάλο βαθμό.

Επειδή ήμουν πάντα μέσα στα γκρουπ και πάντα ήθελα να δουλεύω μέσα σε ομάδες, πάντα οι συνεργασίες μου με τους μουσικούς είχαν διάρκεια στον χρόνο. Δηλαδή, δουλεύαμε με την ίδια μπάντα μια οκταετία, δεν είχαμε session συμμετοχές. Είχαμε σχέσεις ζωής, είχαμε φιλίες, αληθινό αλισβερίσι και ανταλλαγή απόψεων, υπήρχε πάντα αυτό.

Αυτό είναι πάντα όμορφο και το εισπράττει και το κοινό στα live.

Nαι, και τώρα στη Σφίγγα είμαι με παιδιά που είμαστε πολλά χρόνια μαζί. Στην κιθάρα είναι μαζί μου ο Κώστας Καββαδίας τα τελευταία χρόνια, που δουλέψαμε και μεγάλο μέρος του δίσκου Περιοδεία εντός μαζί, που ήταν ο εφηβικός μου φίλος που φτιάξαμε τους Υπνοβάτες. Μέσα σε όλα και αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, είναι κι αυτό το καλό στη ζωή μου -και πιστεύω και στη ζωή του-, ότι ξανασμίξαμε. Ξέρεις, οι παλιοί «συμπολεμιστές» έχουν έναν δεσμό που δεν μοιάζει με κανέναν.

Οι τόσο παλιοί μας φίλοι μάς ξέρουν καλύτερα κι απ’ ό,τι εμείς τον εαυτό μας.

Εννοείται! Συνεννοούμαστε με κλειστά μάτια, οι επιρροές και ο χάρτης είναι κοινός κώδικας. Είμαι πολύ χαρούμενος με αυτό. Και με τον Αιμίλιο Μπαριαμπά, τον Βαγγέλη Καλαμάρα, τον Σπύρο Καραμήτσο παίζουμε πάρα πολλά χρόνια μαζί. Έχουν παίξει και στα περισσότερα τραγούδια που έχω ηχογραφήσει, είναι μέσα από τα σπλάχνα του υλικού, δεν είναι κάποιοι που διάβασαν καλά τα τραγούδια και παίξαμε απλά μαζί για μία χρονιά.

Επομένως, μιλάμε για μια ολική επιστροφή στη λογική της μπάντας εδώ.

Διαρκώς, αυτό είναι το μόνιμο πράγμα που με απασχολεί. Παρόλο που προσπαθώ να τους πείσω κατά περιόδους να σηκωθώ και λίγο από το πιάνο, δηλαδή να μην είμαι διαρκώς η κινητήρια δύναμη. Να σηκωθώ όρθιος και να τραγουδήσω και λίγο και να τους αδειάσω και τη γωνιά! Κάτι που σκοπεύω στο μέλλον να το κάνω έτσι κι αλλιώς, γιατί λέμε να έρθει κι ένας άλλος άνθρωπος στα πλήκτρα και να επιστρέψει και το πνευστό μας μαζί. Αλλά για κάποιον λόγο περίεργο, ενώ περίμενα ότι ήθελαν να με βγάλουν λίγο μέσα απ’ τα πόδια τους, το θέλουν αυτό το drive των τραγουδιών από το πιάνο και την ενέργεια αυτή την ψυχική, που μου βγαίνει όταν παίζουμε όλοι μαζί στη σκηνή. Πήγα πολλές φορές να τους το συζητήσω, αλλά ενώ περίμενα ότι θα θέλουν να με σουτάρουν με τη μία, την ενέργεια αυτή τελικά μάλλον την ενστερνίζονται κι αυτοί.

Μα αν σηκωνόσουν από το πιάνο ίσως χανόταν ο πυρήνας όπου συγκεντρώνεται γύρω του όλη η μπάντα ενεργειακά, άσε που θα τους στερούσες και το γεγονός ότι παίζετε μαζί. Η μουσική δεν είναι πάνω απ’ όλα αυτό το παιχνίδι;

Δεν θα μπορούσες να το πεις καλύτερα. Είναι αυτά τα δύο ακριβώς.
 

Επικοινωνία: Αλέξανδρος Καραμαλίκης, Τζίνα Φουντουλάκη

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ