Αρασέλη Λαιμού - Η σκηνοθέτιδα του Holy Emy στο 2020mag.gr

To Αγία Έμυ, πρώτη μεγάλη μήκους ταινία της Αρασέλης Λαιμού απέσπασε το βραβείο του Ιδρύματος Κωστόπουλου και WIFT (Women in Film and Television) για την καλύτερη γυναικεία παρουσία και συνεισφορά. Η Λαιμού αφηγείται στο 2020mag.gr την ιστορία της Έμυ που διαθέτει το χάρισμα της θεραπείας, το οποίο για άλλους είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και για άλλους φόβου.  

Αρασέλη Λαιμού - Η σκηνοθέτιδα του Holy Emy στο 2020mag.gr
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η ταινία ενσωματώνει με δεξιοτεχνικό τρόπο στοιχεία ντοκιμαντέρ σε μια καθηλωτική μυθοπλασία που ακολουθεί τη πορεία των δυο κοριτσιών προς την ωριμότητα σε μια πολύ ιδιαίτερη ταινία ενηλικίωσης.

Πώς προέκυψε η ιδέα να ασχοληθείς με τη συγκεκριμένη μεταναστευτική κοινότητα, που είναι και η πιο παλιά στην Ελλάδα;
Μεγαλώνοντας έβλεπα τις Κυριακές τις ομάδες Φιλιππινέζων γυναικών που ήταν στο λεωφορείο. Όλη τη βδομάδα δεν έβλεπες Φιλιππινέζες στην πόλη και τις έβλεπες ξαφνικά την Κυριακή, γιατί εκείνη τη μέρα ήταν το ρεπό τους. Έγραφα αυτό το σενάριο για δυο αδερφές που έχουν μια πολύ στενή μεταξύ τους σχέση και κρατάνε ένα μυστικό και είναι πολύ αλληλεξαρτώμενες και αναρωτιόμουν «πού θα μπορούσαν να είναι αυτές στην Ελλάδα;» Και μετά σκέφτηκα πως θα ήταν ενδιαφέρον να ζουν σε μια κλειστή κοινότητα.

Μια μέρα αποφάσισα να πάω στην εκκλησία τους. Έχουν διάφορες αλλά εγώ πήγα σε αυτή του Πειραιά, γι αυτό και το σκηνικό της ταινίας είναι ο Πειραιάς. Εκεί ήταν τελείως διαφορετικό το πρόσωπο της κοινότητας που είδα από αυτό που φανταζόμουν. Ήταν σαν ένα ωραίο θρησκευτικό πάρτι. Στην ταινία αναπαράστησα πράγματα που είδα εκεί και τα τραγούδια είχα ακούσει να τα τραγουδάνε και τα είχα σημειώσει. Ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που είχα συνηθίσει και αυτό που είχα συνδέσει με τον καθολικισμό.

Μια μέρα μια γυναίκα έπεσε σε έκσταση και έχασε τις αισθήσεις της. Δεν πίστευα στα μάτια μου αλλά οι άλλοι το βλέπαν σαν κάτι συνηθισμένο. Αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι η Έμυ θα μπορούσε να έχει ένα χάρισμα το οποίο είναι συνδεδεμένο με κάτι μέσα της το οποίο δεν γνωρίζει. Ενώ είχα πρώτα στο μυαλό μου τη σχέση ανάμεσα στις αδερφές, στην πορεία και ενώ έκανα την έρευνα άλλαξαν οι χαρακτήρες, κάποιες από τις συγκρούσεις τους, κάποια από τα θέματα τους.

Αυτό που με συγκίνησε σε αυτή τη δεύτερη γενιά Φιλιππινέζων είναι πως όλα αυτά τα παιδιά, ήταν ούτε εδώ ούτε στις Φιλιππίνες αλλά κάπου στο ενδιάμεσο.
Ένα άλλο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν η χρήση της τεχνολογίας. Είχαν κινητά και τάμπλετ, τραβούσαν σκηνές και τις έστελναν κατευθείαν στους φίλους και την οικογένεια τους στις Φιλιππίνες. Έτσι ήταν πιο κοντά στην εκεί πραγματικότητα παρά στην ελληνική καθημερινότητα. Κουβαλάνε μέσα από τη τεχνολογία τις παραδόσεις τους, τις απαγορεύσεις. Πολλοί είχαν τα μη και τα πρέπει από την οικογένεια τους που ήταν τόσο μακριά.

Πόσα χρόνια έχεις σχέση με τη φιλιππινέζικη κοινότητα;
Άρχισα να πηγαίνω το 2014 στην εκκλησία.

Και η ταινία πότε ξεκίνησε;
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το 2020.

Μεγάλη χρονική περίοδος έρευνας. Πώς σε δέχτηκε η φιλιππινέζικη κοινότητα;
Από την πρώτη στιγμή που πήγα ήταν πολύ ανοιχτοί. Με γνώρισαν και με ρώτησαν αν θα ξαναπάω την επόμενη Κυριακή. Ενώ ήθελα να είμαι ένας εξωτερικός παρατηρητής, αισθάνθηκα κατευθείαν κομμάτι ενός πράγματος και με τα χρόνια, όταν ήμασταν πιο κοντά στο να κάνουμε την ταινία, μάζεψα μια ομάδα και είχα και μια ομάδα κάστινγκ, οι οποίοι ήρθαν μαζί μου και τους είπαμε ότι θέλουμε να κάνουμε μια ταινία, ότι ψάχνουμε τους ρόλους… Έτσι άρχισε αυτή η περιπέτεια όπου κάναν όλοι από ένα κάστινγκ.

Η μία πρωταγωνίστρια, η Έμυ, δεν ήταν επαγγελματίας ηθοποιός, η άλλη ήταν.

Πώς λειτούργησε στο γύρισμα η σχέση με τα δυο κορίτσια;
Η Άμπιγκέηλ, που κάνει την Έμυ, είχε τρομερό ταλέντο και τα έπιανε αμέσως. Είχε καταλάβει το χαρακτήρα και είχε το "υποκριτικό ένστικτο" και μια πολύ καλή σχέση με την κάμερα. Η Χασμίν ήρθε από την Αγγλία που μένει με το σύντροφο της και είχε εμπειρία. Έχει ήδη κάνει νομίζω δύο ταινίες.

Η Χασμίν είχε ζήσει πριν στην Ελλάδα;
Όχι. Βρήκαμε μια δασκάλα ελληνικών που μένει κι αυτή στο Γιόρκ και έκανε εκεί μαθήματα. Η Χασμίν βοήθησε την Αμπιγκέηλ στο να της δίνει αυτοπεποίθηση, να είναι η στήριξη της στο κομμάτι το υποκριτικό και η Άμπιγκέηλ βοήθησε την Χασμίν γιατί είχε βιωματικές αναφορές και ήξερε πως είναι να είσαι Φιλιππινέζος στην Ελλάδα. Π.χ., για τη Χασμίν δεν φαινόταν τρομερό που είχε σχέση με έναν Έλληνα άντρα και η Αμπιγκέηλ της είπε «Αυτό είναι πολύ σπάνιο. Δεν ανακατευόμαστε με τους ντόπιους». Δεν καταλάβαινε η Χασμίν και τις δυναμικές με την κυρία Χριστίνα, οποτεδήποτε δηλαδή εμφανιζόταν μια Ελληνίδα ή Έλληνας μεγαλύτερης ηλικίας υπήρχε αυτός ο σεβασμός, το χαμήλωμα του βλέμματος.

Δυο αδερφές, δυο αλληλοσυμπληρούμενα σύνολα. Η μία πάει προς τη θρησκεία, η άλλη προς τη μαγεία.
Είναι δυο κοπέλες που ενώ έχουν μεγαλώσει μαζί έχουν εντελώς διαφορετικά θέλω τα οποία τους οδηγούν σε τελείως διαφορετικούς δρόμους. Η αγάπη τους και η σχέση τους τους κάνει να φοβούνται τον αποχωρισμό. Για να μεγαλώσουν όμως πρέπει να αφήσουν ένα μικρό κομμάτι τους για να γίνουν η καθεμιά μια ανεξάρτητη προσωπικότητα, αλλά επειδή έχουν συνηθίσει να αλληλοσυμπληρώνονται και η μια να λειτουργεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο για την άλλη, αυτό δημιουργεί ένα σεισμό. Επαναδιαπραγματεύονται τη σχέση τους, τι είναι η μία για την άλλη, ποιο είναι το νέο σημείο ισορροπίας.

Και τα στοιχεία μαγείας στην ταινία;
Αυτό που βασικά με ενδιέφερε ήταν η σχέση μεταξύ του σώματος και της πνευματικότητας. Η σχέση που έχει η πίστη με το σώμα και την ίαση. Πώς αλληλοεπιδρά το σώμα με το άλλο. Δεν ξέρω τι είναι. Το μυαλό, μια άλλη ενέργεια που έχουμε, η ψυχή. Δεν έχουμε κατανοήσει απόλυτα τους όρους του σώματος και πως λειτουργεί. Και η ταινία το χρησιμοποιεί αυτό.

Μου είπε μια Φιλιππινέζα κυρία για ένα μικρό παιδί που είχε το χάρισμα της θεραπείας αλλά η μαμά του ήθελε να του το κρύψει και να μην του το πει ποτέ. Για να θεραπεύσεις, γι αυτήν, πρέπει να χάσεις κάτι. Ξοδεύεσαι. Μου φαίνεται ενδιαφέρον να έχει κάτι μέσα της η Έμυ που να προσπαθεί να το κατακτήσει παρ’ όλο που δεν ξέρει τι είναι.

Από την αρχή της ταινίας πλανάται το ερώτημα; Από τι προσπαθούν να προστατέψουν την Έμυ; Γιατί δεν της λένε για το χάρισμα της; Υπάρχει αυτός ο φόβος ότι θα καταντήσει σαν τη μητέρα της, που κάτι της συνέβη. Οι άλλοι θεωρούν ότι αυτό που της συνέβη είναι από το χάρισμα και η Έμυ φοβάται πως θα τρελαθεί κι αυτή.

Όταν η μαμά είχε διάφορα προβλήματα υγείας, είχε καταφύγει σε εναλλακτικές ιατρικές και είχε βρει κάποιον που την είχε βοηθήσει. Εμπνεύστηκα από την ιδέα ότι υπάρχουν διάφοροι άνθρωποι που έχουν ακούσει και έρχονται να συναντήσουν κάποιον που έκανε καλό σε κάποιον γνωστό τους. Όταν γνώρισα τη φιλιππινέζικη κοινότητα και είδα τη σχέση που είχαν με τους θεραπευτές τους, με έκανε να θυμηθώ εκείνη την περίοδο στο δικό μας σπίτι.

Η φιλιππινέζικη κοινότητα έχει αποδεχθεί τους θεραπευτές της;
Αμφιταλαντεύονται. Στις Φιλιππίνες υπάρχουν χιλιάδες χωριά. Πολλά δεν έχουν νοσοκομεία και υπάρχει η παράδοση των σαμάνων  γιατρών. Όταν ήρθε ο καθολικισμός τους είπε να σταματήσουν να τους εμπιστεύονται και να πάνε στην εκκλησία. Επειδή όμως η εκκλησία καταλάβαινε πως δημιουργούνταν μια ένταση, κατά τόπους οι αποστολές αποφάσισαν να αγκαλιάσουν τους θεραπευτές και είπαν ότι καλούν τον Ιησού και την Παναγία και έτσι θεραπεύουν. Άλλα λοιπόν παραρτήματα λένε πως οι θεραπευτές κάνουν το έργο του Θεού και άλλοι πως είναι του Σατανά και δεν πρέπει να τους εμπιστεύεσαι. Κι επειδή η μαμά των κοριτσιών δεν ήθελε να ανήκει σε καμιά ομάδα αλλά να είναι ο εαυτός της,  υπάρχει μια αντιπαράθεση με την εκκλησία.

Έχεις πάει στις Φιλιππίνες;
Όχι. Πίστευα ότι θα πάω με το σενάριο, ή μετά με το κάστινγκ, αλλά τελικά όλα μπορούν να γίνουν online. Έχω ταξιδέψει μέσω των ταινιών. Έχω δει πολύ φιλιππινέζικο σινεμά. Θα πάω όταν προβληθεί εκεί η ταινία.

Που τοποθετείς τα όρια του ντοκιμαντέρ και της μυθοπλασίας στον τρόπο που προσέγγισες κινηματογραφικά την ταινία;
Πήγα και κατέγραψα τι συμβαίνει στην κοινότητα και το ενσωμάτωσα στο σενάριο, οπότε πολλές σκηνές αναπαρήγαγαν την πραγματικότητα. Όμως αυτό που σου προσφέρει η μυθοπλασία είναι ότι πας την ιστορία εκεί που θες να πάει. Καμιά φορά μπορεί να πεις μια ιστορία πιο προσωπική. Μπορούσα να θέσω τους προσωπικούς μου προβληματισμούς και να πάω την ιστορία εκεί που ήθελα.  Κάθε φορά που πήγαινα, ενώ είχα τους χαρακτήρες στο μυαλό μου, έλεγα: «να, αυτή θα μπορούσε να είναι η Έμυ». Και παρατηρούσα μια κοπέλα που εκείνη τη μέρα την είχα βαφτίσει "Έμυ". Α, να και η Τερέζα. Όταν επέλεξα την Αμπιγκέηλ ήταν πιο εύκολο γιατί πήγα πολλές φορές μαζί της στην εκκλησία, πήγα στο σπίτι της, είχα δηλαδή έναν πραγματικό άνθρωπο να τον ακολουθώ και να με εμπνέει.

Η ταινία έχει πάει στο φεστιβάλ της Σεβίλλης, στο Λοκάρνο και μετά στο AFI Fest, ενώ σειρά έχουν και άλλα φεστιβάλ.

Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις την ταινία με άλλα ακροατήρια γιατί έχει μέσα τρεις γλώσσες, ελληνικά, αγγλικά, φιλιππινέζικα, και κάποια πράγματα χάνονται στη μετάφραση. Αλλά νομίζω ότι αυτό ταιριάζει στην ταινία γιατί η γλώσσα λειτουργεί σαν κώδικας. Κάθε κοινό το καταλαβαίνει διαφορετικά. Γελάνε με τις προφορές, είναι αστεία που δεν τα καταλαβαίνουν.

Αυτή την περίοδο γράφω με τον Τζοελ Γκάρμπερ, το σύντροφο μου. Πάλι ξεκινάω με τους χαρακτήρες και ο κόσμος γύρω από αυτούς μου αποκαλύπτεται πιο μετά. Συνειδητοποιώ κάθε φορά πως μου είναι πιο εύκολο να μιλήσω για την Ελλάδα γιατί εκεί είναι τα πράγματα που ξέρω και με ενδιαφέρουν, η γλώσσα που μ ενδιαφέρει.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ