Ο «αναρχικός» του Γιάννη Κακλέα είναι ένα ανοιχτό κάλεσμα σε εξέγερση

Μέσα από αυτή την έξυπνη και επίκαιρη κωμωδία, ο Ντάριο Φο ξεγυμνώνει την εξουσία και παρουσιάζει τα «αδιάσειστα» στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την ενοχοποίηση κάποιου. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα και η ξεκαρδιστική ερμηνεία του Πάνου Βλάχου μετατρέπουν τη σκηνή του Θεάτρου Γκλόρια σε χώρο ζυμώσεων και αντιθέσεων.

Ο «αναρχικός» του Γιάννη Κακλέα είναι ένα ανοιχτό κάλεσμα σε εξέγερση
ΠΡΟΒΟΛΗ

Σκεφτόμουν φεύγοντας απ’ το θέατρο πώς γίνεται πάντα η τέχνη να εξοργίζει την εξουσία. Η απάντηση ήταν δοσμένη προτού το αναλύσω περισσότερο: γιατί η πρώτη απελευθερώνει και δεν θέτει όρια, ενώ η δεύτερη αποκλείει, καταστέλλει παρεμποδίζει. Κι εκεί κατάλαβα γιατί στον Ντάριο Φο έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του πολιτικού επαναστάτη και γελωτοποιού του θεάτρου. Μέσα απ’ τα θεατρικά του έργα, όπως το «Μίστερο Μπούφο», το «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!» κ.ά., ο Ιταλός νομπελίστας ασκεί κριτική σε θέματα που κάνουν… τζιζ και είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα για την εξουσία και τους εκπροσώπους της, όπως το οργανωμένο έγκλημα, η πολιτική διαφθορά, οι πολιτικές δολοφονίες, ακόμα και το δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας.

Αναφορικά με την τεχνική, στο μεγαλύτερο μέρος της δραματικής του παραγωγής κυριαρχεί η χρήση της μεθόδου της commedia dell'arte, που άλλωστε είναι δημοφιλής στην εργατική τάξη και στηρίζεται καταρχήν στον ίδιο τον ηθοποιό και στον αυτοσχεδιασμό του. Αυτούς τους κανόνες ακολουθεί και το θεατρικό «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», που παρουσιάζεται στο θέατρο Γκλόρια, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.

Η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε το έργο ήταν το 1970 στο Μιλάνο, συγκεκριμένα στο θέατρο της Κομμούνας. Μια αδυσώπητη σάτιρα προς την εξουσία, εμπνευσμένη από το πραγματικό περιστατικό της βομβιστικής επίθεσης της Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο το 1969 και την υποτιθέμενη αυτοκτονία ενός αναρχικού, του Τζουζέπε Πινέλι, τον οποίο εκπαραθύρωσαν οι ανακριτές του προκειμένου να του φορτώσουν την επίθεση.

Στην αντιεξουσιαστική σάτιρα του Φο, ένας φρενοβλαβής που ειδικεύεται στις μεταμφιέσεις διεισδύει απαρατήρητος στα γραφεία της Κεντρικής Ασφάλειας με την ταυτότητα του ανώτατου ανακριτή του υπουργείου Δικαιοσύνης και με αποστολή τη διαλεύκανση της υπόθεσης της «αυτοκτονίας» ενός αναρχικού που, τι σύμπτωση, έπεσε από τον 6ο όροφο της Ασφάλειας κατά τη διάρκεια μιας τυπικής ανάκρισης. Η σκηνή αυτή σηματοδοτεί το χρονικό σημείο όπου όλα γίνονται κυριολεκτικά μπάχαλο. Τρομοκρατημένοι οι άνθρωποι της Ασφάλειας παγιδεύονται στη φαντασία αυτού του έξυπνου τρελού και από αμείλικτοι αστυνομικοί μεταμορφώνονται ξαφνικά σε ασήμαντους, αξιολύπητους ανθρωπάκους.

Ο Γιάννης Κακλέας επιχειρεί μια μαξιμαλιστική προσέγγιση στη γνωστή μανιέρα του, συνδυάζοντας δυναμική κίνηση, πρωτότυπα τραγούδια με ζωντανή μουσική, ταχείες εναλλαγές σκηνών και βιντεοπροβολές που προσδίδουν βάθος στη δράση. Η σκηνοθετική εξέτασή του παραπέμπει πολύ στο μιούζικαλ, αν και μόνο εμπνέεται απ’ αυτό, ενώ ο ιλιγγιώδης ρυθμός θυμίζει συνάμα σε φάρσα και βοντβίλ. Ταυτόχρονα εμπλουτίζει τον βασικό κορμό του έργου με διάφορα άλλα κείμενα, τραγούδια και αυτοσχεδιασμούς, θέτοντας ως αφετηρία της διαδρομής του κεντρικού ρόλου τη γέννηση του αρχετυπικού γελωτοποιού, του ήρωα που περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους ως παλμογράφος της εποχής του για να ξεσκεπάσει όλα τα προσχήματα μέσα από τις αστείες ιστορίες του.

Τα παραπάνω οδηγούν τον σκηνοθέτη σε μια μελετημένη και αρμονική εξέταση μέσα απ’ την οποία επιθυμεί να καταδείξει γενικότερα την κατάχρηση εξουσίας, την εκμετάλλευση καταστάσεων με στόχο τη μεταφορά του αισθήματος της ανασφάλειας, την παραπλάνηση των μαζών, σε παραλληλία φυσικά με την τρέχουσα επικαιρότητα. Η καθοδήγηση των ηθοποιών είναι τέτοια, ώστε μέσα από την κάπως καρτουνίστικη υποκριτική τους προσδίδουν ελαφρότητα αλλά και κυνισμό στα διαδραματιζόμενα. Η ευφυής σάτιρα του Φο καταφέρνει να αποδομήσει παγιωμένες αντιλήψεις δεκαετιών, παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σημεία στην παράσταση που προδίδουν πως η δραματουργική επεξεργασία του Κακλέα έχει τεχνηέντως πειραχτεί προκειμένου να επαιτεί το γέλιο, αντί αυτό να βγαίνει αυθόρμητα. Προσωπικά, υπήρξαν ορισμένες κρύες ατάκες, στις οποίες βρέθηκα να αναρωτιέμαι αν γελάω επειδή μου βγαίνει, ή επειδή το κάνουν οι άλλοι. Ίσως πάλι πρόκειται για μια σκόπιμη αυτοϋπονόμευση του έργου με στόχο τη διύλιση των λεπτόμορφων νοημάτων του.

Ο Πάνος Βλάχος καλείται να φέρει σε πέρας έναν απαιτητικό σωματικό άθλο και ως πέτρα του σκανδάλου να περιφερθεί ανάμεσα στους υπόλοιπους γελώντας κάτω απ’ τα μουστάκια του. Ο αυτοέλεγχος που επιδεικνύει είναι απερίγραπτος, την ώρα που με άνεση ξεζουμίζει κάθε σταγόνα απ’ το χιούμορ και την ειρωνεία του Φο. Γήινος και υπερκόσμιος, ο ίδιος του μάλιστα έχει γράψει και τους στίχους στα εννέα πρωτότυπα τραγούδια που παρουσιάζονται, τα οποία διακωμωδούν τη δράση με σατιρική διάθεση, αναφερόμενα στην «κανονικότητα» του σήμερα και στην μοναξιά του καλλιτέχνη. Δεν φαίνεται να μοχθεί ιδιαίτερα, αντίθετα η απόδοσή του είναι φυσική, φυσιολογική, ωσάν όλα αυτά τα χρόνια εργασίας και μελέτης να αφομοιώθηκαν για να επανασυστηθούν ξάφνου ολόλαμπρα στον συγκεκριμένο, καθοριστικό ρόλο.

Η έκπληξη της παράστασης ήταν ο Φοίβος Ριμένας, ο οποίος ενίσχυσε με τα καλλιτεχνικά του ταλέντα την παράσταση ώστε εκείνη να ολοκληρωθεί. Πέρα από τις διασκεδαστικές στιχομυθίες, το καλλίφωνο τραγουδιστικό του νούμερο για τη σεξουαλικότητα είναι ίσως η καλύτερη στιγμή για τους μη προοδευτικούς θεατές, αφού λειτουργεί πλήρως αποσυμπιεστικά και αποδεικνύει πως κάποια στιγμή πρέπει να παύσει να κρατάει το κοντάρι και να σηκώσει ένα έργο στην πλάτη του. Αντίστοιχα ο Θοδωρής Σκυφτούλης και ο Κωνσταντίνος Μαγκλάρας ακροβατούν συνεκτικά και ισορροπημένα στη γραφικότητα των ηρώων τους, ενώ η Ιφιγένεια Αστεριάδη και ο Στέλιος Πέτσος αναμετρήθηκαν επιτυχώς με τις ατέλειες, ωστόσο άφησαν ένα αίσθημα ανικανοποίητου κι αυτό γιατί φάνηκε να τους στερείται η σκηνική ελευθερία.

Ο οραματισμός του σκηνικού ξεφεύγει από τα ρεαλιστικά όρια και συνίσταται κυρίως από μια σειρά ικριώματα και σκαλωσιές, τα οποία εστιάζουν την προσοχή του κοινού, πλαισιώνοντας τους χαρακτήρες και δίνοντάς τους ένα μέγεθος. Η δράση αλλάζει κινηματογραφικά από τη μία πλευρά στην άλλη, αλλά και στο διάστημα μεταξύ τους κι έτσι οι ηθοποιοί πετυχαίνουν να κυριαρχήσουν. Παράλληλα, η Στέλλα Κάλτσου που διαχειρίζεται τους φωτισμούς ντύνει τις σκηνές με γκανγκστερικά χρώματα, τονίζοντας τη διάθεση της εκατέρωθεν απατεωνιάς. Τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαρίδη οριοθετούν τα διάφορα χρονικά συμφραζόμενα, ενώ η πρωτότυπη, κολπαδόρα μουσική του Βάϊου Πράπα, νευρική και συντονισμένη με το πνεύμα του κειμένου, αλλάζει το κλίμα της παράστασης.

Το έργο του Ντάριο Φο είναι τόσο επίκαιρο που, αν και τοποθετείται στη δεκαετία του ΄70, ακτινογραφεί μια Ελλάδα του σήμερα τραγελαφική όσο ποτέ, μιας και οι παθογένειες της εξουσίας αποτελούν χαρακτηριστικό της γνώρισμα. Στο σύνολό της, ωστόσο, είναι μια παράσταση που φωνάζει το όνομα και το στιλ του σκηνοθέτη και, εκτός από το γεγονός ότι στηλιτεύεται η διαφθορά της ηγεσίας, στα τεχνικά μέρη δεν παίρνει κάποιο ιδιαίτερο ρίσκο. Η μόνη διακινδύνευση παρατηρείται στην πρόταση των δύο εναλλακτικών εκδοχών για το τέλος της παράστασης, που αφήνεται ανοιχτό στη διάθεση του καθενός. Το βαθύτερο δίλημμα που τίθεται έχει να κάνει με το αν επιτρέπει ο θεατής στον εαυτό του να αναλωθεί στο επιφανειακό, στιλιζαρισμένο επιθεωρησιακό χιούμορ, ή αν είναι πρόθυμος να επανεξετάσει τα σημεία πίσω απ’ αυτό και να τα εμπεδώσει αποτελεσματικά. Έτσι θα μπορέσει η παράσταση να λειτουργήσει σαν άγκυρα, σαν ένα κάλεσμα για επανάσταση κι απελευθέρωση και όχι απλώς σαν ένα εύθυμο, διασκεδαστικό δρώμενο.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

«Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού», του Ντάριο Φο

Θέατρο Γκλόρια

Ιπποκράτους 7

Παίζουν: Πάνος Βλάχος, Φοίβος Ριμένας, Θοδωρής Σκυφτούλης, Ιφιγένεια Αστεριάδη, Κωνσταντίνος Μαγκλάρας, Στέλιος Πέτσος

Μουσικός επί σκηνής: Βάϊος Πράπας

Σκηνοθεσία/Δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Κακλέας

Σκηνικά: Ηλένια Δουλαδίρη/ Γιάννης Κακλέας

Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη

Μουσική σύνθεση: Βάϊος Πράπας

Στίχοι τραγουδιών: Πάνος Βλάχος

Χορογραφίες: Αγγελική Τρομπούκη

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ