Συνέντευξη με τον ποιητή που μας συγκίνησε βαθιά στις «Άγριες Μέλισσες»

Σε μια σπαρακτική σκηνή, ο ποιητής Αντώνης Ρηγόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή στο στρατόπεδο της Λέρου στο επεισόδιο της περασμένης Τετάρτης και ο Κώστας Ζωγραφόπουλος, ο ηθοποιός που τον ενσάρκωσε μοναδικά, μας μίλησε για όλα όσα κρατά βαθιά μέσα του από τη συμμετοχή του στη σειρά και για πολλά άλλα.

Συνέντευξη με τον ποιητή που μας συγκίνησε βαθιά στις «Άγριες Μέλισσες»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Η χαρά μου όταν αντίκρισα τον ηθοποιό Κώστα Ζωγραφόπουλο στην οθόνη μου, σε ένα από τα πρώτα επεισόδια του τρέχοντος κύκλου στις «Άγριες Μέλισσες», ήταν μεγάλη. Βλέπετε, τύχαινε να έχουμε γνωριστεί αρκετά χρόνια πριν και γνώριζα -πριν από πολλούς ίσως- πως η συμμετοχή του σε μία ποιοτική δουλειά όπως αυτή θα του έδινε το βήμα να ξεδιπλώσει σε ένα ευρύτερο κοινό τις καλλιτεχνικές αρετές του.

Δικαιώθηκα και με το παραπάνω, καθώς η ερμηνεία του ως ποιητή Αντώνη Ρηγόπουλου στις «Άγριες Μέλισσες» άφησε το δικό της, ξεχωριστό αποτύπωμα στον φετινό τρίτο κύκλο της σειράς, με αποκορύφωμα τη σκηνή του θανάτου του, με συμπρωταγωνιστή τον εξαιρετικό Δημήτρη Γκοτσόπουλο, που συγκίνησε πολλούς.

Του λέω πόσο χάρηκα με τη συνολική παρουσία του στη σειρά και τον ρωτάω πώς νιώθει τώρα που τον αναγνωρίζουν περισσότεροι.

«Το θεωρώ σαν ευθύνη, η τρελή χαρά δεν μου λέει τίποτα», μου λέει. «Ξέρω πολύ καλά ότι όπως σε αναγνωρίζουν όταν παίζεις κάπου, τόσο εύκολα σε ξεχνάνε κιόλας. Το πρόβλημά μου δεν είναι αν θέλουν να δουν τη φάτσα μου, είναι αν μπορεί να διεισδύσει ο Λόγος, με κεφαλαίο λάμδα, της δουλειάς που κάνουμε. Αν κόψω το μούσι μου για κάτι άλλο, δεν θα με γνωρίζουν. Και δεν θα με πειράζει. Το έχω ξεπεράσει – έχω δει τον θάνατό μου, για να σου δώσω να καταλάβεις, οπότε δεν με νοιάζει και το τρελό που γίνεται. Σίγουρα μετράς τη διεισδυτικότητά σου, το πώς σε βλέπουν σε κάτι, αλλά κυρίαρχο είναι τι είναι αυτό που θες να πεις σ’ αυτούς που σε βλέπουν».

Του επισημαίνω πως η αναγνωρισιμότητα ίσως τον βοηθήσει να υλοποιήσει τα καλλιτεχνικά σχέδιά του και συμφωνεί μαζί μου.

«Αυτό βοηθάει. Και πάλι τα σχέδια μπορεί να γκρεμιστούν, αν την αναγνωρισιμότητα τη χρησιμοποιήσεις για να τους κοροϊδέψεις. Αν έρθω εγώ και τους πω, ελάτε τώρα να πάρετε την αηδία που σας προτείνω, πάει τούμπα το εκκρεμές, γυρίζει. Αλλά αν τη χρησιμοποιήσω για να τους πω μία λέξη που μπορεί να τους βοηθήσει στη ζωή, αυτό το εκτιμούν διπλά μετά».

Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα εξακολουθήσει να κάνει το δεύτερο.

«Σημασία έχει τι θα προσφέρεις», συνεχίζει ο Κώστας Ζωγραφόπουλος. «Διαφημίσεις δεν κάνω εγώ. Φαντάσου τώρα να πάει ο ποιητής Αντώνης να διαφημίσει το αποταμιευτικό μιας τράπεζας. Αν με ρωτούσε κάποιος, έχεις ανάγκη τα χρήματα; Θα του πω ναι. Το θέμα είναι, θα πάω; Αν ήταν άρρωστο το παιδί μου μπορεί και να πήγαινα. Αν πρέπει να φάμε στο σπίτι, θα πήγαινα. Αλλά αν έχουμε να φάμε λίγο ψωμί, δεν μπορώ ως Κώστας, με αυτά που πιστεύω και με αυτά που και κάποιος κόσμος πιστεύει για μένα, να βγάλω τη φάτσα μου μπροστά για να πουλήσω δάνεια».

Τον πιστεύω και τον ρωτάω αν έχει περάσει δύσκολα στη ζωή του.

«Έχω περάσει πολλά και δεν έχω τίποτα να χάσω. Ο προλετάριος μόνο τις αλυσίδες του μπορεί να χάσει», μου λέει και γελάει.

Ο Κώστας Ζωγραφόπουλος σχεδιάζει πολλά για το μέλλον. Μου μιλάει για τον εκδοτικό οίκο που θέλει να δημιουργήσει, με βιβλία που να αξίζει τον κόπο να εκδοθούν. Ένα βιβλίο δικό του, άλλωστε, με τίτλο «Αθιβολή», που για τη συγγραφή του είχε πάρει εύσημα με προσωπική επιστολή από τον Σαράντο Καργάκο, το έχει μετατρέψει η σύντροφός του, συγγραφέας Κωνσταντίνα Λαψάτη, σε σενάριο 35 επεισοδίων. Η γραφή, όπως μου εξηγεί, είναι καθαρά κινηματογραφική.

Του ζητάω να μου πει λίγα λόγια για το στόρι.

«Ξεκινάει από το 1800, από την Κρήτη. Είναι η ιστορία δύο παιδιών που, επειδή σώζουν έναν έμπορο από ένα ναυάγιο, που είχε εξοκείλει με τη βάρκα του έξω, αρχίζει και σπουδάζει το πρώτο στα Γιάννενα. Από εκεί θα φύγει και θα πάει στην Πάντοβα για να σπουδάσει γιατρός. Εκεί βρίσκονται και με τον Καποδίστρια».

Ιστορικό μυθιστόρημα, δηλαδή.

«Όλη η ιστορία, για να καταλάβεις, είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Ευρώπης -Πάντοβα, Τεργέστη, Παρίσι- μαζί με την Κρήτη. Είναι όλος ο Αγώνας, με Φιλικούς και δεν συμμαζεύεται, μέχρι το 1870. Είναι ένα έπος και μέσα σ’ όλα αυτά υπάρχει και η Φιλοσοφία. Τα ιστορικά γεγονότα περιγράφονται ακριβώς και μέσα στην πραγματικότητα έχουμε βάλει το μύθευμα, το οποίο δεν είναι πουθενά γραμμένο αλλά ενισχύει αυτά που έχουν γίνει».

«Αθιβολή σημαίνει ενθύμηση», μου εξηγεί. Τον επαναφέρω στις «Μέλισσες», ρωτώντας τον πώς βίωσε τη συμμετοχή του σε μια σειρά που ξυπνά μνήμες από την περίοδο της δικτατορίας.

«Ως ηθοποιός, έχεις δύο ταχύτητες στη σκέψη σου», μου λέει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει. «Η πρώτη είναι η γνωσιολογική ή συναισθηματική, πάνω σε μια εποχή που θέλεις να παίξεις, σε κάτι που σε έχει χαρακτηρίσει ως άνθρωπο. Το δεύτερο είναι καθαρά τεχνικό. Στο κομμάτι το συγκεκριμένο, όταν μπήκα να παίξω, έφτασα σε έναν χώρο συγκεκριμένο που έχει φτιάξει ο Αντώνης Χαλκιάς, ο υπέροχος σκηνογράφος, ένα παλιό εργοστάσιο του 1870 που το μεταποίησαν σε φυλακή. Που σημαίνει ότι πήγα σ’ έναν χώρο όπου η βιομηχανική επανάσταση απέτυχε στην Ελλάδα και ερχόμουν να παίξω μέσα σ’ αυτόν τον χώρο την αποτυχία της κάθε δημοκρατίας και της κάθε σχέσης ανθρώπου προς τον άνθρωπο. Και θα βίωνα τη βία. Άρα λοιπόν, μια πολύ ωραία παρακμή της πέτρας, που την ακουμπούσαμε και λαμβάναμε την ενέργεια, μας βοηθούσε για να παίξουμε αυτά τα λόγια».

«Σκέψου ότι όταν παίζεις», συνεχίζει, «δεν έχεις στο μυαλό σου τα γεγονότα που έγιναν τότε, γιατί σε ενδιαφέρει η ιστορία αυτή καθεαυτή – είναι σαν να τη ζεις. Δεν είχα εποπτεία, δηλαδή, στο τι έγινε το ’67 και όλα εκείνα τα χρόνια -που την έχω την εποπτεία ως άνθρωπος-, αλλά έπρεπε να τα ανακαλύπτω μέσα μου, την ώρα που παίζω. Αυτή είναι η σωστή προσέγγιση, κατά τη δική μου αίσθηση, ενός ρόλου. Τα πάντα τα ανακάλυπτα, δεν ήξερα τι γινόταν αλλού, είχα ξεχάσει ότι υπάρχει αυτό το έργο. Δεν με ενδιέφερε ούτε το Διαφάνι ούτε οι άλλοι ήρωες. Εγώ ήμουν ένας ποιητής και καλωσόρισα τρία παλικάρια, που ο ένας εξ αυτών αναγνώρισε ένα βιβλίο που κρατούσα στο χέρι και του το δάνεισα για να το διαβάσει».

Θυμάται λεπτομέρειες από την πρώτη του εμφάνιση στη σειρά.

«Στην πρώτη εμφάνιση που είχα, όπου έψαχνα να δώσω ένα βιβλίο στον Μενέλαο -γιατί είναι πολύ ωραίο το σενάριο του Καλκόβαλη και της Τσαμπάνη-, υπονούσαν τον Λουντέμη. Ήταν απροσδιόριστος ο χαρακτήρας ο δικός μου, μπορεί να ήταν κι ο Ρίτσος, μπορεί και κάποιος άλλος, δεν έχει σημασία. Έφτιαξαν έναν χαρακτήρα και μέσα σε αυτόν έβαλαν όλη την ταλαιπωρία που έχουν περάσει στις εξορίες οι άνθρωποι της διανόησης, μέσα από αυτή την παράλογη λογική».

«Ξέρεις, το έργο, όπως εγώ το καταλαβαίνω και χωρίς να διεκδικώ την τέλεια λογική», συνεχίζει διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις του, «μιλάει για εκείνη την εποχή απενοχοποιημένα από κομματικές αντιλήψεις, βγάζει τη βία δηλαδή των ανθρώπων στους ανθρώπους, αλλά μέσα μου εγώ την εισπράττω ότι μιλάει για μια διαχρονία. Ερωτώ σαν Κώστας: Πότε μωρέ έπαψε η βία του ανθρώπου σε άνθρωπο; Ποτέ. Θα πάψει; Όχι. Δηλαδή, αφορά το σήμερα; Δεν έχω απάντηση, γιατί η απάντηση του καθενός είναι ανάλογα με τα όρια της μυωπίας που θέλει να έχει στο γίγνεσθαι δίπλα του».

Σκέφτομαι να τον ρωτήσω πώς βλέπει τη σημερινή εποχή, αλλά με προλαβαίνει.

«Υπάρχουν άτομα που λένε σήμερα ό,τι θέλουμε έχουμε, έχουμε TikTok, έχουμε ίντερνετ, έχουμε τα χάμπουργκερ, αυτοκίνητα και ντυνόμαστε όπως θέλουμε. Και δεν μας ενοχλεί αν είναι έτσι ή αλλιώς ο άλλος. Να σου προσθέσω, όμως, ότι σήμερα έχουμε και την αυθάδεια. Έχουμε την αυθάδεια του τίποτα που θέλει να δείξει ότι είναι κάτι. Αυτό είναι το διαδίκτυο. Εγώ βγάζω τα μπούτια μου στον αέρα και θέλω να πιστέψω ότι είμαι ο πιο ωραίος άντρας. Βγάζω τη μύτη μου και λέω είμαι ο ωραιότερος, ο εξυπνότερος. Με λίγα λόγια, ζούμε τη φαιδρότητα του μη σεβασμού σε αυτά που έχουν δώσει και έχουν πει όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι – μιλάω για την κλασική γραμματεία. Κανείς δεν τη γνωρίζει. Κανείς δεν ξέρει κανέναν. Γι’ αυτό έχουμε και τον κανιβαλισμό της Τέχνης, όταν βλέπεις αρχαία έργα να τα παίρνουν στα χέρια τους και να προσπαθούν να περάσουν, μέσα από αυτά, το δικό τους φθηνό εγώ, με τις τροποποιήσεις και τις αλλοιώσεις που τους κάνουν».

Στην πορεία του όλα αυτά τα χρόνια ως ηθοποιού, ο Κώστας Ζωγραφόπουλος έμεινε μακριά από τις «φθηνές αναπαραγωγές» στο θέατρο, όπως ο ίδιος τις ονομάζει, και είναι φανερό από τις κουβέντες του ότι είναι κάτι που τον πονάει.

«Οπότε, στη σειρά», επανέρχεται στη συζήτησή μας, «δεν είναι η Λέρος του τότε, είναι η Λέρος τού σήμερα. Για μένα, η έννοια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι μία άνανδρη μορφή επιβολής βίας από άνθρωπο σε άνθρωπο χωρίς συνέπειες. Τότε, τουλάχιστον, σου έλεγε ο γλυκύτατος ο Ευθύμης Μπαλαγιάννης, που παίζει και τον συγκεκριμένο ρόλο του Γαϊτάνη: Θα φας ένα χαστούκι ρε και, κοίταξε να δεις, υπόγραψε, γιατί είσαι ένα σκουλήκι. Δεν σου το λένε τώρα. Τώρα σου λένε: Για τις ανάγκες, χρωστάμε, για το ιδεολόγημα του χρήματος, πρέπει να σας κόψουμε αυτά, πρέπει να μην μπορείτε να πάτε να δείτε την Ακρόπολή σας γιατί θα πληρώσετε, δεν είναι δική σας, είναι άλλης χώρας η Ακρόπολή σας πλέον, τα νοσοκομεία δεν μπορούν να σας εξυπηρετήσουν, πρέπει να πεθάνετε».

Δεν θέλω να διακόψω τον συλλογισμό του.

«Παγκόσμιο είναι αυτό», συνεχίζει. «Παγκόσμια είναι η διάθεση να γίνει ο άνθρωπος ανδράποδο. Και απλά εμείς, επειδή πέφτει πάνω απ’ το κεφάλι μας πού και πού καμιά τυρόπιτα, λέμε δόξα τω Θεώ. Έπεσε και σήμερα τυρόπιτα. Δεν θα πέσει αύριο; Θα πέσει μεθαύριο. Και έτσι, συνηθίζεις στην ευτέλεια του λίγου και να κοιτάς χάμω και όχι ψηλά. Όσο οι άνθρωποι κοιτούν κάτω τι θα βρουν και τι θα τους πετάξουν από τα μπαλκόνια αυτοί που έχουν, τόσο θα συνεχίζεται η κατάντια τους».

«Και θα μου πεις, θα αλλάξει αυτή η κοινωνία;». Την ερώτηση τη θέτει ο ίδιος στον εαυτό του.

«Όχι. Δεν θα αλλάξει, αυτή είναι η άποψή μου, γιατί δεν άλλαξε αιώνες τώρα. Απλά φωτεινές περιόδους είχαμε. Τόσο στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, στην Αναγέννηση, τόσο στα έπη. Μικρές φωτεινές περιόδους, και από εκεί και πέρα, ο κόσμος είναι αυτό που είναι. Τον αγαπάς, πονάς με αυτά που περνάει, γιατί καθένας που βασανίζεται είναι δικός σου άνθρωπος, δεν είναι ξένος. Αλλά είναι η άγνοια της παιδείας που έχουμε και μας οδηγεί στο να είμαστε δούλοι, βολεμένοι. Έχουμε μια γη που μας προσφέρει τεράστιο πλούτο και εμείς είμαστε κλεισμένοι σε σπίτια και απαγορεύεται να βγούμε έξω στην ύπαιθρο. Ποια ύπαιθρο; Αυτή που κάψανε. Ηθελημένα. Δεν πιστεύω πλέον ότι όλα είναι στην τύχη και είναι από καλοκάγαθες αδυναμίες. Είναι πολύ φθηνή η ποιότητα των ανθρώπων που μας κυβερνούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν ήθελαν, θα ήταν σπουδαίοι αυτοί όλοι, γιατί χωρίς αστική προέλευση δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα σημαντικό. Αλλά εδώ έχουν περάσει στη φάση της άτης - ύβρις, άτη αλλά μετά έρχεται η νέμεσις».

Αναφέρομαι στον ρόλο του. Του λέω ότι αυτό που με εντυπωσίασε στην ερμηνεία του είναι ότι ο ποιητής Αντώνης, ενώ βρισκόταν φυλακισμένος στη Λέρο, μπορούσες να δεις στα μάτια του την ελευθερία που χαρίζει στο πνεύμα η ποίηση. Μέσα σε μία φυλακή, δηλαδή, έβλεπες έναν άνθρωπο φωτεινό και ελεύθερο και εισέπραττες το μήνυμα ότι το πνεύμα δεν φυλακίζεται.

Αναστενάζει. «Χαίρομαι, αυτό είναι το διακύβευμα του ρόλου που μου είχαν δώσει», μου λέει. «Έγινε ακόμα πιο φανερό στις τελευταίες σκηνές. Θυμάσαι το λουλούδι στον τοίχο; Δεν μπορεί κανείς να την εμποδίσει τη ζωή - αυτό φοβούνται. Κάθε απολυταρχικό καθεστώς φοβάται αυτό ακριβώς που μπορεί να το εμποδίσει: την ίδια τη ζωή. Γι’ αυτό και βιάζονται να σε πατήσουν, μπας και σε σκοτώσουν. Μα κι αν σε σκοτώσουν, θα βγει ο επόμενος».

Η σκηνή του θανάτου του ποιητή Αντώνη Ρηγόπουλου σημαδεύτηκε και από τη θαυμάσια ερμηνεία του Δημήτρη Γκοτσόπουλου, που ερμηνεύει τον Λάμπρο στη σειρά. Ο Κώστας Ζωγραφόπουλος έχει πολλά να πει για εκείνον.

«Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος», μου λέει και ο τόνος της φωνής του γλυκαίνει, «είναι ένας ηθοποιός -εγώ το έχω κρίνει έτσι- που θα απασχολήσει στο μέλλον γιατί έχει την ποιότητα μέσα του που είχαν όλοι οι παλιοί ηθοποιοί. Δηλαδή παίζουμε και κοιτάει το εμείς. Προσπαθεί να με βοηθήσει και να πάρει από εμένα, για να βγω εγώ καλός, για να βγούμε κι οι δυο καλοί. Αυτό που σου λέω είναι σπάνιο. Του το έχω πει. Και του έχω πει πως αν ξεκινήσει η σειρά που γράψαμε με την Κωνσταντίνα Λαψάτη, θα ήθελα να ενσαρκώσει έναν σημαντικό ρόλο. Θα ήθελα να συνεργαστούμε ξανά, είναι υπέροχος».

Για τις κοινές τους σκηνές στις «Άγριες Μέλισσες», οι δυο ηθοποιοί δούλεψαν στενά μαζί.

«Χωρίζαμε τους ρόλους μας και του λέω, έλα να σου πω τώρα. Εμείς οι δυο μοιάζουμε, γιατί στην ουσία σε έχω υιοθετήσει ως πνευματικό παιδί. Αλλά ξέρεις ποια είναι η διαφορά μας; Εσύ είσαι νέος και πιστεύεις ότι μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Εγώ είμαι γέρος και ξέρω ότι πρέπει να αλλάξω, έστω και τελευταία στιγμή, τον εαυτό μου. Εσύ είσαι μαχητής, εγώ δεν θέλω να αλλάξω τίποτα. Γι’ αυτό και ο Αντώνης δεν φοβάται τον Γαϊτάνη, τον κοιτά στα μάτια. Αυτή είναι η διαφορά των δύο ηρώων, οι οποίοι όμως είναι στην ίδια ρότα. Και αν μεγάλωνε ο Λάμπρος ως ρόλος, ως προσωπικότητα, θα γινόταν ίδιος με εμένα. Γιατί σκέφτεται τα ίδια που σκέφτομαι κι εγώ, γι’ αυτό και διαβάζει τα ποιήματα, γι΄αυτό και μιλάμε με την ίδιο τρόπο και καταλαβαινόμαστε. Ναι, δεν φοβάται ο Αντώνης. Γιατί και να πεθάνει τι θα του πάρουν; Έχει ζήσει. Ούτε τα βασανιστήρια φοβάται - χτυπήματα είναι, θα περάσουν».

Επιστρέφει στη σημερινή πραγματικότητα.

«Φοβόμαστε μη μας κόψουν το κουλούρι που έχουμε το παραπάνω ή μη φάμε κανένα χαστούκι. Μα αυτό δεν γινόταν πάντα στην Ιστορία; Ζούμε σε έναν βασανισμό του ανθρώπου σε άνθρωπο. Γιατί; Για την επικυριαρχία του μεγαλύτερου προϊόντος. Το μεγαλύτερο προϊόν δεν είναι ο χρυσός, ο οποίος έχει οκτάδα ηλεκτρονίων και είναι σταθερός δομικά, γι’ αυτό και δεν σκουριάζει. Το μεγαλύτερο προϊόν εκμετάλλευσης είναι ο άνθρωπος. Αιώνες τώρα. Αλλά δεν το λέει κανένας».

Καθώς η συζήτησή μας πλησιάζει στο τέλος, αναρωτιέμαι αν ήταν περισσότερο τυχερός εκείνος που βρήκε τις «Άγριες Μέλισσες» ή το αντίστροφο. Του το λέω.

«Να σου πω κάτι, έτσι κι αλλιώς η σειρά δομημένη ήταν και δομημένη είναι», μου απαντά. «Απλά, περνώντας από εκεί, με κάποιους θα γνωριστούμε περισσότερο και, πίστεψέ με, δεν θα κερδίσω ούτε εγώ ούτε αυτοί. Θα κερδίσουμε αν παράξουν συνεργασία πάλι οι πολλοί. Γιατί κάποια πράγματα κάποιος πρέπει να τα πει. Και με έναν τρόπο που να τον αγαπήσουν».

Καθώς αποχαιρετώ τον ποιητή Αντώνη Ρηγόπουλο, κάνω στη σκέψη μου μια αναδρομή σε άλλους σπουδαίους ηθοποιούς που άφησαν τη «σφραγίδα» τους στη σειρά σε δεύτερους ρόλους, με ερμηνείες που θα θυμόμαστε. Σκέφτομαι τον Γιάννο - Ιωάννη Αναστασόπουλο, που «χώρεσε» το ξεχωριστό ταλέντο του μέσα σε ελάχιστα επεισόδια, τον εξαιρετικό Κλεομένη - Θανάση Κουρλαμπά, και άλλους, πρωταγωνιστές, που ο ρόλος τους «σκοτώθηκε» στην εξέλιξη της ιστορίας: τον Γιάννη Στάνκογλου, τον Βασίλη Μπισμπίκη, τον Γιώργο Γάλλο, τη Χριστίνα Χειλά Φαμέλη. Όλοι αυτοί, μαζί με όσους συνεχίζουν και με όσους εξαιρετικούς προστέθηκαν φέτος στη σειρά, λένε μαζί με τους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες την ίδια ιστορία. Την ιστορία της συνεργασίας πολλών, που είχαν κάτι να πουν και αγαπήθηκαν πολύ.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ