«Οι φωνές του περιθωρίου έχουν πολλά να μας πουν, αλλά δεν συμφέρουν το σύστημα»

Σε συνέχεια της δισκογραφικής τους εργασίας με τίτλο «Ρεμπώτικα», ο Μιχάλης και ο Παντελής Καλογεράκης γεφυρώνουν επί σκηνής τις ερωτικές επιστολές του Γάλλου ποιητή Ρεμπώ με τα ρεμπέτικα τραγούδια και ο Μιχάλης Καλογεράκης είχε πολλά να μας πει για αυτό.

«Οι φωνές του περιθωρίου έχουν πολλά να μας πουν, αλλά δεν συμφέρουν το σύστημα»
ΠΡΟΒΟΛΗ

Τη Δευτέρα 29 Νοεμβρίου, τα αδέλφια Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης, δύο καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς με δείγματα γραφής εξαιρετικής τέχνης, ανεβαίνουν για δεύτερη φορά στη σκηνή του Faust με την παράστασή τους «Ρεμπώτικα», με τη συμμετοχή της Νεφέλης Φασούλη.

Η συζήτησή μας με τον Μιχάλη Καλογεράκη ήταν απολύτως διαφωτιστική για τον τρόπο σκέψης των δύο αδελφών, που γεννά ουσιαστικές συνδέσεις μεταξύ του ποιητικού λόγου και της μουσικής. Αυτή τη φορά, αποτέλεσμα της σκέψης τους αυτής ήταν η δισκογραφική δουλειά τους «Ρεμπώτικα» που κυκλοφορεί από τη Μικρή Άρκτο, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες που έχουμε ακούσει τον τελευταίο καιρό, καθώς και η ομώνυμη παράστασή τους.

Πώς ήταν η μετάβαση από την ηχογράφηση του άλμπουμ στη ζωντανή παρουσίαση;

Είναι πάρα πολύ ωραίο να δουλεύεις κάτι καιρό, γιατί όντως δουλεύαμε καιρό με τον Παντελή αυτό το project. Έσκασε στα κεφάλια μας το 2015, που ήμασταν στο σπίτι μας στην Κρήτη. Για μια συναυλία που θα κάναμε, είπαμε να παίξουμε ένα ρεμπέτικο, το Λόγια ανταλλάξαμε βαριά. Στις παραστάσεις μας πάντα απαγγέλλαμε ποιήματα, διαβάζαμε κείμενα – όπως ξέρεις, η βάση μας είναι η ποίηση. Ο Παντελής είχε πάντα μια αγάπη για τον Ρεμπώ, επειδή ήταν πολύ νέος όταν ξεκίνησε να γράφει, για την απελευθερωμένη σεξουαλικότητά του, και είχαμε συντονιστεί απόλυτα μαζί του. Είπαμε λοιπόν να βάλουμε την τελευταία επιστολή του Ρεμπώ προς τον Βερλαίν, που είναι η τελευταία τους συνάντηση, και να την απαγγείλουμε μαζί με το Λόγια ανταλλάξαμε βαριά, που είναι ένα τραγούδι χωρισμού. Και κάπως μπήκε ο Ρεμπώ μέσα στο ρεμπέτικο και γεννήθηκε η λέξη «Ρεμπώτικα».
Σύντομα αποφασίσαμε αυτός να είναι ο τίτλος της δουλειάς που θα μιλούσε για την ιστορία αυτών των δύο ποιητών, να διηγηθούμε τη σχέση τους μέσα από ρεμπέτικα τραγούδια. Σιγά σιγά ήρθαν και τα υπόλοιπα τραγούδια και η δεύτερη επιστολή και το 2019 μπήκαμε να τα γράψουμε. Ήρθε ο covid, «πάγωσε» για κάποιον καιρό η ηχογράφηση και το 2021 κυκλοφόρησαν. Είναι τρομερή συγκίνηση, λοιπόν, να βλέπεις ότι όλο αυτό που έχεις μέσα στο μυαλό σου μπορεί να επικοινωνήσει. Το να μεταφέρεις στους ακροατές τι σημαίνει πάθος, τι σημαίνει ελευθερία, τι σημαίνει δεν με ενδιαφέρει ο περίγυρος αλλά να είμαι ειλικρινής με το συναίσθημά μου – όλα αυτά τα πράγματα περνούν μέσα από τα «Ρεμπώτικα».

Αυτά είναι που συνδέουν τους δύο «κόσμους»;

Θεωρώ ότι το ρεμπέτικο συνδέεται με τον Ρεμπώ σε αυτό, ότι στην ουσία ήταν ελεύθεροι άνθρωποι που με τις επιλογές τους απομακρύνθηκαν από την κοινωνία. Δεν είναι μόνο ότι η κοινωνία δεν τους εμπεριείχε, είναι και ότι οι ίδιοι δεν είχαν την ανάγκη να συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν, με τις ουσίες, τα ναρκωτικά, με την απόλυτη ειλικρίνεια του στίχου. Και με μία καταπληκτική ποιητική γραφή – το ρεμπέτικο με τον απλό, μεστό στίχο, αλλά και ο Ρεμπώ, ο οποίος ήταν «προφήτης». Φαντάσου ότι ό,τι είπε, το είπε το 1871. 150 χρόνια πριν.

Και σε τόσο νεαρή ηλικία...

Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αν κάτι αξίζει να σημειώνεται για τα «Ρεμπώτικα», το οποίο δεν μπορεί να περάσει δυστυχώς από τις παραστάσεις μας αν δεν το αναφέρουμε εμείς ο ίδιοι, είναι ότι έχουν «βουλώσει» τα στόματα των νέων. Αν σήμερα ο 17άρης ανοίξει το στόμα του και μιλήσει, και έχει την πεποίθηση ότι θα τον ακούσουν, σίγουρα έχει να πει σωστά πράγματα. Αυτός είναι το μέλλον, ούτε καν εμείς, που θεωρούμαστε μεν νέοι μουσικοί αλλά είμαστε γύρω στα 30. Όταν ο Μπάιντεν βγήκε στην Αμερική και ανέβασε στο podium μία πολύ νέα κοπέλα που απήγγειλε ποιήματα, αυτό ήταν μια πολύ σημαντική κίνηση, γιατί αυτά τα άτομα πρέπει να μιλάνε. Ο Ρεμπώ μίλησε για την επιστήμη και την τεχνολογία και λες, πώς αυτός ο άνθρωπος σε μια εποχή που δεν υπήρχε τίποτα μίλησε για αυτά;
Αυτό με ιντριγκάρει πολύ στα «Ρεμπώτικα», ότι είναι τα λόγια ενός νέου ποιητή, ενός νέου ανθρώπου που ερωτεύτηκε παράφορα χωρίς να έχει κανέναν ενδοιασμό στο να εκφράσει με πάθος τη σεξουαλικότητά του χωρίς να τον νοιάζει αν θα γίνει αποδεκτή.

Προσωπικά, μου άρεσε πάρα πολύ και ο τρόπος που ηχογραφήσατε τη δουλειά, η χρήση των μουσικών οργάνων, το πώς «έδεσε» όλο αυτό.

Έτσι ακριβώς θέλαμε να την αποτυπώσουμε. Έγιναν πολλές συζητήσεις μεταξύ μας και με τον Απόστολο Κίτσο, που έκανε την ενορχήστρωση. Είναι μια δουλειά ιδιαίτερη σε σχέση με τη μελοποιημένη ποίηση. Δεν είναι ότι πήραμε ποιήματα και τα μελοποιήσαμε, πήραμε τα τραγούδια και τα συνδυάσαμε με την απαγγελία των επιστολών. Μιλάμε για μια συνάντηση του λόγου και της μουσικής.

Φαντάζομαι πως έχει αντίστοιχα ενδιαφέρον και η ζωντανή της παρουσίαση.

Τώρα στο Faust, έχουμε τη χαρά να έχουμε μαζί μας τη Νεφέλη Φασούλη, την αγαπημένη μας φίλη. Είναι πολύ όμορφο το να συναντιέσαι με κόσμο που ακούει άλλα πράγματα από εσένα και να βλέπεις ότι «μπαίνει» μέσα στη δουλειά σου. Σου μιλάω λες και τα «Ρεμπώτικα» είναι δικά μας τραγούδια, ενώ στην ουσία εμείς έχουμε κάνει απλά ένα «συνοικέσιο», αλλά είναι πολύ όμορφο να έρχεσαι κοντά με ανθρώπους μέσα από την τέχνη.

Πόσο εύκολο είναι σε μία εποχή όπως αυτή να προτείνετε πράγματα που δεν είναι εύπεπτα, που έχουν και δεύτερες αναγνώσεις;

Νομίζω ότι η κοινωνία είναι τόσο χαμένη, μέσα στην τσίτα και μέσα στο χάσιμο, μέσα στο τρέξιμο, που δεν μπορεί να εστιάσει την προσοχή του κανείς σε τίποτα. Πέντε λεπτά θα κάτσει ο άλλος – ακόμα κι εγώ. Υπάρχει ένα τρελό χάσιμο, είναι τρομερό. Ωστόσο, σε αυτή τη συνθήκη είναι πιο εύκολο να μπορέσεις να πεις πράγματα, εγώ δηλαδή νιώθω ότι τώρα μπορώ να πω αυτά που θέλω. Δεν ξέρω πώς ήταν η εποχή που οι άνθρωποι έδιναν πολύ περισσότερο χώρο και χρόνο στα πράγματα, δεν την έχω ζήσει. Αλλά εμένα με βοηθάει τώρα αυτό, γιατί ξέρω ότι όταν κάποιος έρθει και μου πει ότι άκουσε τη δουλειά μας και του άρεσε, θα ξέρω ότι όντως την άκουσε. Αν ακούσεις ένα τραγούδι από τα «Ρεμπώτικα» δεν θα καταλάβεις και πολλά, ίσως σου αρέσει κάπως ο ήχος ή το voice acting, αλλά για να καταλάβεις την ιστορία πρέπει να αφιερώσεις κάποιον χρόνο.

Μια τέτοια δουλειά μπορεί να προσφέρει αυτό το πολύτιμο «φρένο» σε όλη αυτή τη φρενίτιδα...

Είναι πολύ μεγάλη παγίδα ότι τα πράγματα τρέχουν και πρέπει όλοι να παίξουμε το παιχνίδι αυτό. Είναι προτιμότερο να πεις ότι εγώ θα έχω τον δικό μου ρυθμό και όποιος θέλει ας με ακούσει, και θα βρεθούν αυτοί που θα συντονιστούν με την ταχύτητα τη δική σου. Το σημαντικό είναι να κάνει ο κάθενας, στην ουσία, αυτό που θέλει. Όταν κάνεις αυτό που πραγματικά έχεις ανάγκη να κάνεις, βλέπεις τι θα γίνει. Όταν πας να «κουμπώσεις» κάπου, δεν λειτουργεί αυτό. Γιατί δεν ξέρουμε αν η πόρτα που χτυπάς είναι του κουφού ή όχι, αλλά αν χτυπάς για να σου ανοίξουν μανιωδώς, απλά θα απογοητευτείς. Ενώ αν χτυπήσεις μια-δυο φορές και δεν σου ανοίξουν, δεν πειράζει, φύγε.
Μέσα σε αυτή την τρέλα που ζούμε, θέλει από τον καθένα μας μια ηρεμία και να σκεφτόμαστε ότι δεν πειράζει να μην «κάτσει» κάτι. Θα «κάτσει» κάτι άλλο. Τα πράγματα που ζούμε παγκόσμια είναι πολύ περίεργα, με τον κορονοϊό και με την οικονομία. Εγώ επηρεάζομαι πολύ γιατί κάνω τώρα το μεταπτυχιακό μου στην Ενέργεια και βλέπω τις ανατιμήσεις με τον λιγνίτη και τον υδρογονάνθρακα και φρικάρω. Σκέφτομαι ότι πρέπει να διατηρήσουμε όσο μπορούμε τον ψυχικό μας κόσμο πιο προστατευμένο, γιατί θα τρελαθεί κόσμος.

Η μουσική προσφέρει σίγουρα ένα καταφύγιο μέσα σ’ όλα αυτά.

Σίγουρα. Και για εμάς που την κάνουμε. Καθαρίζει το μέσα μου όταν έρχομαι σε επαφή με ψυχές άλλες ανθρώπων, όπως είναι ο Ρεμπώ, όπως είναι άλλοι ποιητές που έχουμε έρθει σε επαφή στο παρελθόν. Όπως είναι και το ρεμπέτικο τραγούδι. Όπως και με τη Λένα Κιτσοπούλου, που θα παίξουμε πάλι μαζί τον Γενάρη. Όλες οι συναντήσεις που έγιναν μέσα από τα «Ρεμπώτικα» ήταν πολύ ευτυχείς όλες.

Αυτός που ανέδειξε τον ποιητικό λόγο όσο κανείς μέσα από τη μουσική του, ήταν ο μεγάλος μας Μίκης. Αισθάνεσαι ότι έρχεστε κάπως «στο πόδι» του; Νιώθεις κάποια σύνδεση;

Εκείνος ζούσε σε μία εποχή που είχε προσωπική σχέση με όλους αυτούς τους ποιητές, ζούσε όσα ζούσε και ο Ελύτης, που μελοποίησε τόσο καταπληκτικά. Θα σου έλεγα ότι εγώ ταυτίζομαι πιο πολύ με την ίδια την ποίηση. Ο Μίκης έκανε καταπληκτικές μελοποιήσεις σε ποιήματα, έχει προσφέρει μουσικά κείμενα, έχει φτιάξει κόσμους ολόκληρους. Εμείς περισσότερο παίρνουμε το ίδιο το ποίημα και του προσθέτουμε ένα πλαίσιο ώστε να τραγουδηθεί. Σίγουρα έχουμε μαζί του μια σύνδεση μέσω της ποίησης, αλλά η μελοποιημένη ποίηση δεν είναι ακριβώς είδος, όσο φόρμα. Είναι κοντά στη μελοποίηση στίχου, εγώ έτσι το βλέπω. Εμείς παίρνουμε τα ποιήματα που γουστάρουμε όλη μέρα να διαβάζουμε και προσπαθούμε να τα μεταφέρουμε πάνω στη σκηνή και να τα τραγουδήσουμε για να πούμε αυτά τα λόγια. Και να ανέβαινα πάνω στη σκηνή απλά να τα διάβαζα, θα ήταν για μένα το ίδιο ικανοποιητικό.

Ο Ρεμπώ -για να επανέλθω στα «Ρεμπώτικα»- ήταν μια ποιητική φωνή του περιθωρίου της εποχής του, όπως περιθωριακοί θεωρούνταν και οι ρεμπέτες. Τι είναι αυτό που μας λένε αυτές οι φωνές;

Ο Ρεμπώ ήταν σεξουαλικά απελευθερωμένος, δεν καταλάβαινε γιατί οι ποιητές τού τότε έγραφαν με αλεξανδρινό στίχο. Ήταν επαναστατικός, έπαιρνε χασίς, κυκλοφορούσε με όπλα στους δρόμους του Παρισιού, ήταν ένας ήταν luben τύπος. Αν ζούσε σήμερα, θα τον είχαν ρημάξει στα χάπια. Να η απόλυτη σύνδεση με τους ρεμπέτες. Αυτές οι φωνές του περιθωρίου έχουν πολλά να μας πουν αλλά δεν συμφέρουν. Δεν εξυπηρετούν ένα μεγάλο σύστημα, που έχει ανάγκη απλά να δουλεύουμε και να καταναλώνουμε. Δεν αξίζει, λοιπόν, να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν;


Επικοινωνία: Μαρία Αυγεά

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ