Δημήτρης Κανελλόπουλος – ο σκηνοθέτης της "Αγέλης Προβάτων" στο 2020mag.gr

Πέρα από τα βραβεία των Επιτροπών, στη Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το βραβείου του Κοινού, για το οποίο ψηφίζουν οι θεατές. Πέρα από τα καλλιτεχνικά ή άλλα κριτήρια των επαγγελματιών, έρχεται ο ίδιος ο κόσμος να πει τι του άρεσε πιο πολύ.

Δημήτρης Κανελλόπουλος – ο σκηνοθέτης της
ΠΡΟΒΟΛΗ

Αυτό το πολύ σημαντικό βραβείο πήρε φέτος η Αγέλη Προβάτων του Δημήτρη Κανελλόπουλου, που έκανε στο φεστιβάλ την παγκόσμια πρεμιέρα της. Μια ταινία που άρεσε και μου άρεσε πολύ, όπως και η μεγάλη κουβέντα που είχα με το σκηνοθέτη της.

Σημαντικό το βραβείο Κοινού.

Σημαντικό και χρήσιμο. Η ταινία ήταν εδώ και δυο χρόνια τελειωμένη και είχαμε κάνει κρούση σε διανομείς και η απάντηση ήταν αρνητική. Το βραβείο ήταν λίγο κράχτης και γι αυτούς. Και όντως μας προσέγγισαν μετά δυο τρεις άνθρωποι για να βγάλουν την ταινία. Βλέπαμε επίσης πως η ταινία έχει "ρεύμα", αρέσει. Οπότε ένας επιχειρηματίας θα σκεφτεί «να μια ταινία που αξίζει να τη δοκιμάσω«. Αλλά μέχρι τη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε το παραμικρό ενδιαφέρον.
Οι ταινίες, επειδή παίρνουν πολύ χρόνο, πρέπει να στοχεύουν στο να αρέσουν στον κόσμο. Δεν ήθελα να κάνω ένα πράγμα εσωστρεφές και κλειστό προς τον θεατή. Πρέπει να έχεις μια ανταπόδοση, δε γίνεται αλλιώς. Γιατί ακόμα και οι φτηνές ταινίες που κάνουμε στην Ελλάδα κοστίζουν πολλά χρήματα και πρέπει να φτάνουν στο κοινό.

Η ταινία μου θύμισε το Digger του Γρηγοράκη. Και τις δυο ταινίες τις περιέγραψαν ως ‘νεο γουέστερν’. Πώς γίνεται στην τρίτη πλέον δεκαετία του 21ο αιώνα, όταν πάμε να μιλήσουμε για την ελληνική επαρχία να το κάνουμε με όρους γουέστερν;

Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Ένας είναι ότι και του Τζώρτζη του αρέσει το γουέστερν όπως και σε μένα. Το άλλο είναι ότι υπάρχουν στοιχεία στην ελληνική επαρχία που μοιάζουν με την Άγρια Δύση. Υπάρχει ένα όριο μεταξύ του πολιτισμού και της βαρβαρότητας και εκεί πάνω είναι χτισμένο και το κλασικό γουέστερν. Και στην ελληνική επαρχία, μπορεί να ακούγεται λίγο ακραίο, αλλά υπάρχει αυτό. Είσαι στην Αθήνα και αισθάνεσαι ότι είσαι σε μια μεγαλούπολη του εικοστού πρώτου αιώνα και φεύγεις λίγο έξω και νιώθεις ότι είναι κάτι άλλο. Είναι κάτι άγνωστο. Δηλαδή αν έρθει ένας Ευρωπαίος και κινηθεί στην ελληνική επαρχία μέσα στο καταχείμωνο, θα νιώσει ότι βρίσκεται σε κάτι άγνωστο. Χωριά άδεια, μπαίνεις σε καφενεία που είναι άνθρωποι παραιτημένοι, κοιτάζουν με βλέμματα άγρια, δεν υπάρχει ζωή πουθενά έξω από τις πόλεις. Και μια πιο συμβολική έννοια, που ισχύει και για την ταινία, είναι το όριο μεταξύ του ενστίκτου και της λογικής. Και θεωρώ ότι όταν οι άνθρωποι ξεπεράσουν ένα όριο οδηγούνται από τα ένστικτα, και τα ένστικτα πολλές φορές είναι ζωώδη. Η βία, θα σκοτώσω για να επιβιώσω, είναι ένα από αυτά.

Ο Σερβετάλης είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός. Δίνεται τόσο πολύ σ αυτό που θα του ζητηθεί. Για παράδειγμα, στην ταινία φοράει ψεύτικα δόντια

Έχουμε μια ταινία για την ελληνική επαρχία και τα προβλήματα της. Γιατί αυτό που βλέπουμε είναι τα απονέρια της οικονομικής κρίσης.

Το πρώτο save που έκανα στο κείμενο ήταν μες στο 12, που σημαίνει ότι ήμασταν πραγματικά στην καρδιά της κρίσης. Εγώ που δουλεύω ως ηχολήπτης είχα περάσει ενάμιση χρόνο χωρίς να κάνω μεροκάματο. Καθόμασταν στο σπίτι και μετράγαμε το ευρώ. Ακόμα κι αν δεν τα βάλεις εσύ, αυτά τα πράγματα μπαίνουν μόνα τους.

Υπάρχει κάποιος κόσμος που το αντιλαμβάνεται ως αλληγορία, «α, πήρανε δανεικά όπως και η Ελλάδα», αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Έτσι λειτουργεί στην επαρχία με τα δανεικά. Η σκέψη στην αρχή επίσης ήταν ένα νουάρ, αλλά στο τέλος προέκυψε γουέστερν. Αλλά όλο αυτό που συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια μιας πόλης είναι και στο νουάρ. Στην πορεία ορισμένες επιλογές, να βγάλω τη δράση έξω, προς τη φύση, το πήγε προς το γουέστερν, αλλά αυτό που μέσα σε μια πόλη μερικοί άνθρωποι ψιθυρίζουν το πρόβλημα τους πάει περισσότερο προς το νουάρ.

Η ταινία είναι γυρισμένη στην Τρίπολη, εκτός από το δάσος. Είναι το δάσος της Φολόης κοντά στην αρχαία Ολυμπία. Την πρώτη φορά που πήγα νόμιζα ότι ήμουν στον παράδεισο. Πολύ ψηλά δέντρα και κάτω το έδαφος είναι σκεπασμένο με φτέρες. Σαν παραμύθι. Εγώ είχα πάει πριν χρόνια για μια μικρού μήκους και το ήξερα. Όταν μπήκαμε όλοι μαζί για μια στιγμή είχαν μείνει άφωνοι να κοιτάζουν γύρω.

Μίλα μου λίγο για τους πρωταγωνιστές της ταινίας.

Για τον χαρακτήρα του Λάλου μπορεί να είχα στον νου μου και δυο τρεις περιπτώσεις ανθρώπων που είχα συναντήσει. Που πάντα βγαίνουν μπροστά και λένε «παιδιά, να φροντίσουμε για το καλό όλων». Υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι. Νιώθεις κάποια στιγμή όμως ότι έχουν μια σκοτεινή πλευρά. Νιώθεις από μια χειρονομία, μια κουβέντα, ότι υπάρχει μια δεύτερη σκέψη. Πέρα από τη βιτρίνα, «να πάμε όλοι μαζί», υπάρχει μια ιδιοτέλεια την οποία προσπαθεί να κρύψει. Και αυτό μπορεί να μην είναι σαφές ούτε στον ίδιο. Δηλαδή στο μυαλό του η πρόοδος όλων να σημαίνει κυρίως πρόοδο του εαυτού του. Ένας τέτοιος χαρακτήρας είναι ο Λάλος.

Ο Σερβετάλης πάλι είναι κουρασμένος. Έχω συναντήσει τέτοιους ανθρώπους παρατημένους, παρηκμασμένους. Με τον Άρη δούλεψα ως εξής: πέρα του ότι βρεθήκαμε και τα είπαμε για τον χαρακτήρα, έκατσα και έγραψα τρία μικρά αφηγήματα για το παρελθόν του ήρωα. Περιέγραφα έναν άνθρωπο που ως νέος ήταν κι αυτός αντίστοιχος με το χαρακτήρα του Λάλου, και στην εφηβεία και μετά, κυκλοφορούσαν στην πόλη και τους αναγνώριζαν, αλλά μετά είχαν εντελώς διαφορετικούς δρόμους. Ο χαρακτήρας του Σερβετάλη δεν είχε αυτό που είχε ο άλλος, το τσαγανό να διεκδικήσει, τη φιλοδοξία να φτιάξει πράγματα. Μάλλον αφέθηκε σε ό,τι υπήρχε έτοιμο και δεν προσπάθησε να προοδεύσει ως άνθρωπος.

Ο Άρης είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός. Δίνεται τόσο πολύ σ αυτό που θα του ζητηθεί. Για παράειγμα, στην ταινία φοράει ψεύτικα δόντια. Ψάξαμε και του φτιάξαμε ένα μασελάκι. Κυκλοφορούσε μ αυτό σχεδόν δυο μήνες πριν το γύρισμα για να μπει σ αυτό, να μάθει να ζει μ αυτό.

Method actor.

100%. Τι να πεις για τον Άρη. Οι δυνατότητες του είναι δεδομένες. Λένε «ο Άρης είναι καταπληκτικός στην ταινία, είχαμε καιρό να τον δούμε έτσι ή δεν τον έχουμε δει ποτέ έτσι». Δεν είναι θέμα του Άρη, είναι θέμα του τι του ζητάει ο κάθε σκηνοθέτης. Ο ρόλος του Άρη είναι αναγνωρίσιμος στην ελληνική επαρχία, μπαίνεις σε ένα καφενείο και οι μισοί είναι έτσι.

Αν με ρώταγε κανείς ποιος με επηρέασε για την ταινία  θα του απαντούσα ο Μπόρχες, ο τρόπος που αφηγείται τις ιστορίες του υποκόσμου στο Μπουένος Άιρες

Έχεις ζήσει στην επαρχία;

Έχω μεγαλώσει σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας. Έφυγα από εκεί στα δεκαπέντε μου. Μάλλον με έχει βοηθήσει αυτό, αλλά δεν είναι καθοριστικό. Βασικά παρατηρώ πολύ τους ανθρώπους. Και τους χαρακτήρες της ταινίας ένιωθα ότι κάπου τους έχω συναντήσει. Η επαρχία μου άφησε κυρίως τη σχέση με τη φύση.

Μ αρέσει ο τρόπος που ο Αλέξης Δαμιανός παρουσιάζει τους χαρακτήρες του, που έχει μια ωμότητα. Κι αυτό έχει να κάνει με το ότι έχω μεγαλώσει στην επαρχία. Αναγνωρίζω κάτι σ αυτό. Στον τρόπο που ο Δαμιανός τους καθοδηγεί, τους βάζει να κινούνται χωρίς καμιά επιτήδευσή. Κι ο Δαμιανός έκανε ταινίες στην επαρχία ή στις παρυφές της πόλης. Στο σινεμά πολλές φορές φτιάχνουμε με το μυαλό μας ένα χαρακτήρα και για τον κάνουμε εικόνα του δίνουμε μια επιτήδευση για να είναι αναγνωρίσιμος ως κινηματογραφική φιγούρα. Ο Δαμιανός δεν το κάνει καθόλου.

Τη στιγμή για παράδειγμα στην ταινία μου, που έχουν έρθει όλοι αντιμέτωποι με το Σωτήρη που είναι με το όπλο στο χέρι, νομίζω ότι κάποιος άλλος θα έκανε μια σκηνή όπου οι άλλοι θα μίλαγαν ψύχραιμα και πολιτισμένα και θα του έλεγαν να κατεβάσει το όπλο κι εμένα μου φάνηκε πολύ λογικό να υπάρχει ένταση και να φωνάζουνε και να βρίζονται. Στις αμερικάνικες ταινίες του είδους είναι όλα πολύ ελεγχόμενα. Λένε «άφησε το όπλο».

Εσύ είσαι άνθρωπος του κινηματογράφου, δουλεύεις ως ηχολήπτης.

Ναι, αλλά για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι περισσότερο με έχει επηρεάσει η λογοτεχνία. Στο σινεμά μου αρέσουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Η λογοτεχνία βρίσκω ότι μου έχει δώσει περισσότερα στο πως να διατυπώνω τα πράγματα ως γραφή. Η ταινία έχει μια γραφή. Αν με ρώταγε κανείς ποιος με επηρέασε για την ταινία  θα του απαντούσα ο Μπόρχες, ο τρόπος που αφηγείται τις ιστορίες του υποκόσμου στο Μπουένος Άιρες. Οι διάλογοι στους χαρακτήρες μου είναι περισσότερο θεατρικής λογικής γιατί έχω την τάση να μη μένω πολύ σε αυτό που πρέπει να ειπωθεί. Πάντοτε προσπαθώ να δημιουργώ μια αίσθηση του περιβάλλοντος, της γειτονιάς.

Πώς αισθάνεσαι τώρα που πέρασες από την πίσω μεριά της κάμερας;

Το σίγουρο είναι ότι ως ηχολήπτης έχω πολύ περισσότερο χρόνο στο γύρισμα και δεν έχω την πίεση να βγει η δουλειά. Τώρα επί τριανταπέντε μέρες ήμουν πολύ συγκεντρωμένος σε αυτό που ήθελα να κάνω και δεν το διασκέδασα τόσο. Παρ’όλο που μέσα μου ένιωθα ωραία και έβλεπα να συμβαίνει μπροστά μου αυτό που ήθελα τόσο καιρό, δεν άφηνα τον εαυτό μου να χαλαρώσει. Έβλεπα τους ηθοποιούς και όλο το συνεργείο να περνάνε ωραία όπως κι εγώ ως ηχολήπτης και στην Αγία Έμυ και στη Σελήνη.

Δεν ένιωθα καμιά διαφορά από την άλλη. Ήταν σαν να πήγαινα στη δουλειά. Άμα είσαι μόνο σκηνοθέτης και κάνεις μια ταινία κάθε εφτά χρόνια, είναι κάτι άλλο, μια κατάσταση. Εγώ όμως ξύπναγα κι έλεγα «πάω στη δουλειά».

Πριν τη Θεσσαλονίκη είχαμε στείλει την ταινία όλα τα φεστιβάλ. Δεν την πήραν πουθενά γιατί είναι πολύ "αντρική", κάπου αναφέρθηκε και η "τοξική αρρενωπότητα". Μπορεί να μην αρέσει η ταινία, το καταλαβαίνω, αν εστιάζεις όμως σε τέτοια πράγματα σημαίνει ότι ξεφεύγεις από την ουσία του σινεμά

Είναι άθλος στην Ελλάδα να κάνεις σινεμά.

Η προσπάθεια μου να χρηματοδοτηθώ για μεγάλου μήκους είναι από το 2004-2005. Πρέπει να το κυνηγήσεις, να είσαι υπομονετικός. Για κάποιους άλλους είναι πολύ εύκολο. Για μένα ήταν δύσκολο. Δεν είναι παράξενο όμως που βγαίνουν καλές ταινίες. Υπάρχει κόσμος που καίγεται να το κάνει. Βλέπεις κόσμο που ξεκινάει να κάνει μια μικρού μήκους μη έχοντας τίποτα.

Τα νεότερα παιδιά έχουν καταλάβει πως το σινεμά πρέπει να είναι πιο οικουμενικό.  Η γενιά που ακολουθεί έχει να κάνει πράγματα σημαντικά με πολύ ανοικτό ορίζοντα. Ακόμα και η Ζακλίν (Λέντζου) που νιώθεις ότι είναι πιο προσωπική αφορά κόσμο.

Τώρα το Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου μπαίνει σε μια φάση κανονικότητας, έχουν φύγει πολλές αιτήσεις και έχουν αρχίσει να δίνουν απαντήσεις στο τετράμηνο ή το εξάμηνο. Αυτό είναι σημαντικό γιατί αν δεν έχεις την έγκριση από τη χώρα σου δεν μπορείς να κυνηγήσεις και τις ευρωπαϊκές συμπαραγωγές. Είναι δύσκολο να συγκεντρώσεις ένα καλό budget και να κάνεις ταινία άμα δεν έχεις μια συμπαραγωγή, έστω και μικρή, όπως εμείς που είχαμε συμπαραγωγούς από τη Σερβία και την Αλβανία.

Μια βαλκανική ταινία, λοιπόν.

Μπορείς να το πεις, ναι. Ξέρεις, είναι κρίμα να λέμε η Ελλάδα και από πάνω είναι μια χώρα που φοβόμαστε να την ονομάσουμε και δίπλα είναι οι Αλβανοί με τους οποίους ξέρω γω…Έχουμε πολλά κοινά. Θα μπορούσε να λειτουργήσει ακόμα και στο σινεμά ένα πράγμα που να είναι πολύ συμπαγές και να βοηθήσει όλες αυτές τις μικρές κινηματογραφίες να προαχθούμε. Θα μπορούσε να φτιαχτεί ένας οργανισμός για όλες αυτές τις χώρες αποκλειστικά για το σινεμά. Είναι ένας τόπος πολύ ιδιαίτερος με ιστορία και πρόσφατη και παλιά, με πολλούς λαούς. Είναι περιοριστικό να μιλάμε μόνο για εθνικές κινηματογραφίες.

Έχεις σχέδια για κάποια ταινία στο μέλλον;

Σκέφτομαι συνέχεια για την επόμενη ταινία. Τώρα έχω ένα σενάριο σχεδόν έτοιμο. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Αθήνα του σήμερα που έχει να κάνει με τη διάθεση να είναι μια ευρωπαϊκή πόλη. Είναι κωμωδία. Περιγράφει την αστική τάξη της Αθήνας όπως την γνώρισα εγώ όταν πρωτοήρθα και την κατάληξη της σήμερα, που είναι ένα χωνευτήρι.

Ο Δημήτρης άφησε για το τέλος της κουβέντας ένα σχόλιο σχετικά με τις ‘κοινωνικές κανονικότητες’ των σύγχρονων φεστιβάλ, που πολλές φορές ορίζονται πλέον στα όρια μιας πολιτικής και έμφυλης ορθότητας, παρερμηνεύοντας και παραγκωνίζοντας.

Τα δυο χρόνια πριν τη Θεσσαλονίκη είχαμε στείλει την ταινία όλα τα φεστιβάλ. Δεν την πήραν πουθενά. Το feedback ήταν ότι είναι πολύ αντρική, κάπου αναφέρθηκε και η "τοξική αρρενωπότητα", Μπορεί να μην αρέσει η ταινία, το καταλαβαίνω, αν εστιάζεις όμως σε τέτοια πράγματα σημαίνει ότι ξεφεύγεις από την ουσία του σινεμά. Αυτό είναι μια θέση άλλου τύπου.
Περίμενα ότι στη Θεσσαλονίκη θα γίνει κουβέντα γι αυτό. Δεν έγινε καθόλου. Έκανα λοιπόν μια σκέψη ότι, λόγω εντοπιότητας η ταινία προσλαμβάνεται διαφορετικά. Ο κόσμος γέλαγε πολύ. Η ταινία έχει πολύ σαρκασμό, σαρκάζει αυτούς τους τύπους. Αν δεν αναγνωρίσουμε τον σαρκασμό, που είναι κάτι πολιτισμικό, εστιάζουμε στο άλλο: αυτοί ήταν άντρες βίαιοι.

Ακολουθήστε το 20/20 Magazine στο Google News, στο Facebook, το Twitter και το Instagram.
ΠΡΟΒΟΛΗ